Sigmalive

Απόψεις: Ανδρέας Θεοφάνους


Τι δεν μάθαμε από την κατάρρευση του 2013

Το τέλος εποχής του Συνεργατισμού, ο οποίος υπήρξε μια κοινωνική κατάκτηση των Κυπρίων, θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά ούτως ώστε να χαράξουμε μια διορθωτική πορεία για το μέλλον, με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον της χώρας.

Αναμφίβολα η κατάρρευση του 2013 δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Είναι γεγονός ότι οι εταίροι δεν επέδειξαν αλληλεγγύη έναντι της Κύπρου. Αντίθετα, η χώρα χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο. Μπορεί επίσης να λεχθεί ότι η τιμωρία ήταν μεγαλύτερη των αμαρτημάτων των Κυπρίων. Τα δεδομένα αυτά δεν απαλλάσσουν όμως την Κύπρο από τις ευθύνες της: ο τρόπος που εν πολλοίς κράτος, πολιτεία και κοινωνία ενεργούσαν συστηματικά έφεραν τη χώρα μας σε πολύ δύσκολη θέση. Δυστυχώς μια τραγική πτυχή της κατάρρευσης είναι ότι υπήρξαν πολλές περιπτώσεις νοικοκυριών και ατόμων που κατέβαλαν βαρύ τίμημα χωρίς να έχουν καμμία ευθύνη. Μεταξύ άλλων, υπήρξαν έντιμοι αποταμιευτές διαφόρων ηλικιών, οι οποίοι ακολουθούσαν μια λιτή ζωή χωρίς σπατάλες και υπερβολές που βίωσαν το κούρεμα των καταθέσεων τους. Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν/είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καθώς και τα € 4,5 δισεκατομμύρια που χάθηκαν ως αποτέλεσμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους τον Οκτώβρη του 2011. Ήταν επίσης οι εργαζόμενοι που έχασαν την εργασία τους καθώς και πολλές επιχειρήσεις οι οποίες κατέρρευσαν  ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.

Το κράτος δεν προστάτευσε ούτε αυτούς, ούτε και το σύνολο του κυπριακού λαού, ως αποτέλεσμα δικών του παραλήψεων ή/και λανθασμένων ενεργειών. Είναι προφανές ότι δεν υπήρχε επαρκής εποπτεία στον τραπεζικό τομέα. Παράλληλα, η τότε κυβέρνηση είχε παραλείψει να ακολουθήσει μια πολιτική περισυλλογής αγνοώντας τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης. Δυστυχώς επίσης δεν κατανοήθηκαν οι σκληροί κανόνες της Ευρωζώνης ούτε και τα προβλήματα αρχιτεκτονικής της και οι συνέπειες της από τυχόν προσφυγή στους μηχανισμούς στήριξης. Επιπρόσθετα, υπήρξε συστηματική κακοδιαχείριση, διαπλοκή καθώς και διαφθορά. Είναι επίσης ατυχές ότι παρατηρήθηκε και το φαινόμενο της ανοχής σε διάφορα επίπεδα.

Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε και τα άλλα σοβαρά προβλήματα και ελλείμματα τα οποία συνέβαλαν στην κατάρρευση. Μεταξύ άλλων, σημειώνονται: η ανεπαρκής ηγεσία, ο λαϊκισμός, η απουσία ορθολογισμού, η αποδοχή υπερβολικών απαιτήσεων ισχυρών συντεχνιών, η αναξιοκρατία, η αλαζονεία, η  ανευθυνότητα, ο ακραίος καταναλωτισμός, η απρονοησία, η μη επαρκής κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος, η επιπολαιότητα και ο στρουθοκαμηλισμός.

Είναι δυστυχώς θλιβερή διαπίστωση ότι αρκετά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην κρίση του 2013 εξακολουθούν να υφίστανται. Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η συντριβή του Συνεργατισμού δεν ήταν αναπόφευκτη. Σε αρκετές συναφείς αποφάσεις υπήρξε παντελής έλλειψη ορθολογισμού. Για παράδειγμα, ενώ υπήρχε υπεράριθμο προσωπικό στον Συνεργατισμό υπήρξαν πολλές νέες προσλήψεις με ευνοϊκούς όρους με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση ημετέρων καθώς και κομματικών σκοπιμοτήτων. Το τέλος του Συνεργατισμού και οι αρνητικές συνέπειες μεταξύ των οποίων και το βαρύ κόστος δισεκατομμυρίων ευρώ για τους φορολογούμενους  φαίνεται να επισκιάζονται τουλάχιστον προς το παρόν από τη σύγκρουση κυβέρνησης και εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Σε σχέση με το ζήτημα της εκπαίδευσης υπογραμμίζω ότι η διασφάλιση και η αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου και ο εξορθολογισμός του δεν είναι αντιφατικοί στόχοι. Τα ζητήματα αυτά απαιτούν μελέτη, διάλογο και αποφυγή μονομερών προσεγγίσεων. Μέρος της κοινής γνώμης θεωρεί ότι η αντίδραση των εκπαιδευτικών είναι υπερβολική ιδίως λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ευνοϊκούς όρους απασχόλησής τους. Από την άλλη σημειώνεται ότι η ίδια η κυβέρνηση (πέραν από την τεράστια αποτυχία του Συνεργατισμού) δεν έχει επιδείξει ανάλογο ζήλο για εξορθολογισμό και σε άλλους οργανισμούς, όπως κρατικά πανεπιστήμια, όπου αφ’ ενός το κόστος ανά φοιτητή είναι υπερβολικά υψηλό, όπως προκύπτει από διάφορες μελέτες, και αφ’ ετέρου, δυστυχώς, έχουν παρατηρηθεί και άλλα θλιβερά φαινόμενα.

Εν ολίγοις, ενώ ο εξορθολογισμός είναι απαραίτητος όχι μόνο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, δεν μπορεί να προωθείται κατά το δοκούν. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το υφιστάμενο συνταξιοδοτικό σύστημα, το χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και πως αντιμετωπίζονται οι δημογραφικές προκλήσεις. Δυστυχώς η χώρα μας ακόμα δεν έχει ένα νέο ολοκληρωμένο οικονομικό υπόδειγμα. Ούτε και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο να έχει ως βασικούς πυλώνες τον αλληλοσεβασμό, την αλληλεγγύη καθώς και την εξυπηρέτηση ευρύτερων στόχων.

Η Κύπρος εξακολουθεί να ταλανίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην κατάρρευση του 2013. Απαιτούνται νέες προσεγγίσεις καθώς και ένας συνασπισμός δυνάμεων που θα οδηγήσει σε ένα αποτελεσματικό και αξιόπιστο κράτος καθώς και σε μια δικαιότερη κοινωνία με ευκαιρίες, ισοτιμία και ισονομία.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
 

31 August 2018

H ανάγκη νέας προσέγγισης στο Κυπριακό

Αναμφίβολα το Κυπριακό βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση ενώ ταυτόχρονα στις διακοινοτικές συνομιλίες υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Οι πραγματικότητες διαλύουν τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια για διάσπαση του αδιεξόδου και για θετικές εξελίξεις.
 
Χωρίς αμφιβολία η ευθύνη για το αδιέξοδο οφείλεται στην αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς, η οποία προσγειώνει όσους αφελώς προέβλεπαν αλλαγή των επιδιώξεων της Άγκυρας στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η ουσία είναι ότι η τουρκική πολιτική στην Κύπρο εξακολουθεί να παραπέμπει στον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία ενός κρατικού μορφώματος το οποίο θα είναι υπό την κηδεμονία της Άγκυρας.  Τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας βιώνουν πλέον έντονα και οι Τουρκοκύπριοι. Επιπρόσθετα, η Άγκυρα αμφισβητεί την Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη εκτοξεύοντας απειλές.
 
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει μια κλιμάκωση των τουρκικών απαιτήσεων.  Δεν είναι μόνο η επιμονή για παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, για τουρκικές εγγυήσεις και για εκ περιτροπής προεδρία.  Υπάρχει και η απαίτηση για τις τέσσερεις βασικές ελευθερίες για Τούρκους υπηκόους. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν πολύ δύσκολη εάν όχι αδύνατη τη διάσπαση του αδιεξόδου τους επόμενους μήνες.  Μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την κλιμάκωση των τουρκικών αιτημάτων, τις εκτιμήσεις αυτές συμμερίζονται και πρόσωπα τα οποία στήριξαν ποικιλοτρόπως την πολιτική αυτή.  Εν ολίγοις, άλλο μια λύση που να είναι το αποτέλεσμα ενός έντιμου συμβιβασμού και άλλο ένα πλαίσιο λύσης που να συνεπάγεται όρους παράδοσης και υποτέλειας.  
Επιπρόσθετα, η Τουρκία μετατρέπεται σε αυταρχική δεσποτεία με σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα, όπου απόλυτος κυρίαρχος είναι ο Πρόεδρος Ερντογάν.  Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εξελίξεις μετά το δημοψήφισμα και τις προεδρικές εκλογές του 2019 στην Τουρκία, δεν αναμένεται ότι ο Ερντογάν θα προβεί σε τέτοιες παραχωρήσεις που να οδηγήσουν σε συμφωνία η οποία να εξασφαλίσει ένα θετικό αποτέλεσμα σε δημοψήφισμα.  Ταυτόχρονα το status quo, το οποίο κάθε άλλο παρά είναι στατικό, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.  Υπάρχει η ανάγκη για νέες προσεγγίσεις οι οποίες αφ’ ενός να διασφαλίζουν την ελεύθερη Κύπρο και αφ’ ετέρου να δημιουργούν προοπτικές λύσης στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού μοντέλου ακολουθώντας μια εξελικτική διαδικασία.
 
Στη σημερινή συγκυρία είναι απαραίτητο να επέλθει μια αποϊδεολογικοποίηση του Κυπριακού και να πρυτανεύσει ο πραγματισμός. Θα πρέπει να υπάρξουν πολιτικές κινήσεις οι οποίες θα οδηγούν στη σύζευξη ξένων συμφερόντων με τις επιδιώξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Μεταξύ άλλων, στα ενεργειακά ζητήματα είναι δυνατόν να προωθηθούν πολυμερείς συνεργασίες με τρόπο που να εξυπηρετηθούν και τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμα και στην περίπτωση που Ισραήλ και Τουρκία καταλήξουν σε συμφωνία για δημιουργία αγωγού, η Κύπρος θα πρέπει να αξιολογήσει όλα τα συναφή δεδομένα, όχι για να εκφράσει την αντίθεση της αλλά για να επωφεληθεί και η ίδια.  Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να επιδιωχθεί η ομαλοποίηση των σχέσεων Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας με τη συμβολή ξένων δυνάμεων.
 
Παράλληλα, είναι επίσης σημαντικό να προκριθεί και μια εξελικτική προσέγγιση για διευθέτηση του Κυπριακού καθώς είναι αδύνατο σε 24 ώρες να πάμε από μια κατάσταση πραγμάτων σε άλλη ακόμα και στην περίπτωση λύσης.  Και τούτο επειδή υπάρχουν ξεχωριστά αφηγήματα, παραστάσεις, αξιακά συστήματα καθώς και διαφορετικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα και συμφέροντα.  Ως εκ τούτου η εξελικτική προσέγγιση σε συνδυασμό με μια πολυδιάστατη εξωτερική και ενεργειακή πολιτική προβάλλει ως επιτακτική αναγκαιότητα.
 

19 May 2017

Τα πραγματικά διλήμματα της νέας κυβέρνησης

Ενώ η Κύπρος έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο, είναι σημαντικό να αναλογισθούμε τα σοβαρά διλήμματα και τις προκλήσεις που η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειρισθεί.  Πέραν των υποψηφίων και της ονοματολογίας, θα πρέπει να συζητηθούν συγκεκριμένες πολιτικές, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, ενδογενή και εξωγενή, ως ακολούθως:
 
(1) Το Κυπριακό θα εξακολουθήσει να δεσπόζει καθώς είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα.  Οι διαχρονικές διαπραγματεύσεις στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν έχουν οδηγήσει σε ένα πλαίσιο συμφωνίας παρά τις υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς.  Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εξελίξεις μετά το δημοψήφισμα και τις προεδρικές εκλογές του 2019 στην Τουρκία, δεν αναμένεται ότι ο Ερντογάν θα προβεί σε τέτοιες παραχωρήσεις που να οδηγήσουν σε συμφωνία η οποία να εξασφαλίσει ένα θετικό αποτέλεσμα σε δημοψήφισμα.  Ταυτόχρονα το status quo, το οποίο κάθε άλλο παρά είναι στατικό, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Υπάρχει η ανάγκη για νέες προσεγγίσεις οι οποίες να διασφαλίζουν την ελεύθερη Κύπρο και να δημιουργούν προοπτικές λύσης στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού μοντέλου ακολουθώντας μια εξελικτική διαδικασία.
 
(2) Κατανοώντας τη γεωγραφική θέση της Κύπρου  καθώς και τις εξελίξεις στο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, η χώρα μας καλείται να έχει μια σώφρων και πολυδιάστατη πολιτική σε όλα τα επίπεδα.  Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή εγκυμονεί κινδύνους.  Επιβάλλεται να υπάρξουν συνεργασίες σε όλα τα πεδία εντός και εκτός της ΕΕ, οι οποίες να δημιουργούν προοπτικές και ταυτόχρονα να θωρακίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία.  Παράλληλα η Κύπρος θα πρέπει να ενεργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας.
 
(3) Στο οικονομικό πεδίο τα δεδομένα είναι προβληματικά παρά τη σχετική σταθεροποίηση και τους θετικούς δείκτες οικονομικής ανάκαμψης.  Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στο 48% του συνόλου και οι κυπριακές τράπεζες τελούν εν πολλοίς υπό ξένο έλεγχο ενώ αβέβαιο είναι το μέλλον του Συνεργατισμού.  Το ιδιωτικό χρέος είναι 346% του ΑΕΠ και το δημόσιο 109%. Η ανεργία βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα παρά τη μετανάστευση.  Δραματικά είναι τα δεδομένα για τους νέους στους οποίους η ανεργία προσεγγίζει το 35%.  Μετά τον Μάρτιο του 2013 η Κύπρος δεν έχει ακόμα νέο οικονομικό υπόδειγμα.  Επιπρόσθετα, εξακολουθούν να συντηρούνται στρεβλώσεις οι οποίες οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση.  Επείγει ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών για το σύστημα υγείας, παιδείας και στις συντάξεις καθώς και η προώθηση νέων μοχλών οικονομικής μεγέθυνσης.
 
(4) Στο κοινωνικό πεδίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την αυξανόμενη ανισότητα.  Υπάρχουν επίσης βαθειά χάσματα και πληγές σε βαθμό που δεν μπορεί σήμερα να γίνεται λόγος για κοινωνική συνοχή.  Αλλά και στην καθημερινότητα, η αναξιοκρατία, η μετριοκρατία, η διαπλοκή και η διαφθορά υποσκάπτουν την κοινωνική συνοχή και ενισχύουν την απαξίωση προς τους θεσμούς και το κράτος.  Επιπρόσθετα, όταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα λαμβάνονται αποφάσεις κατά το δοκούν και όταν δικαστικές αποφάσεις δεν τυγχάνουν σεβασμού ή παρακάμπτονται, προφανώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος της φαυλοκρατίας.  Είναι καθολική η επιθυμία να καθαρισθεί επιτέλους ο Σταύλος του Αυγεία. 
 
(5) Καθοριστικής σημασίας είναι η εξυγίανση και ο εξορθολογισμός του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η εμπέδωση της χρηστής διοίκησης. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Παράλληλα είναι εκ των ων ουκ άνευ η δραστική μείωση των κομματικών παρεμβάσεων στις προσλήψεις, στις προαγωγές αλλά και σε καθοριστικές αποφάσεις.  Δυστυχώς, παρά την οικονομική κατάρρευση, δεν υπήρξε η αναγκαία διαφοροποίηση σε πολλές πρακτικές.  Εν ολίγοις, είναι σημαντικό να υπάρξει επιτέλους ένα αποτελεσματικό κράτος.
 
(6) Είναι επίσης σημαντικό να επουλωθούν πληγές.  Αναμφίβολα, η κοινωνία σήμερα είναι βαθειά διηρημένη – πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και ιδεολογικά.  Πολλές φορές υπάρχει υπέρβαση εξουσίας για να επιτευχθούν αθέμιτοι στόχοι.  Ενώ από την μια δεν μπορεί να υπάρξει μια αγγελική κοινωνία, από την άλλη είναι αδιανόητο να γίνεται ανεχτή η ασυδοσία.  Η κατάσταση αυτή συμβάλλει στην απαξίωση, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον.
(7) Για να αντιμετωπισθούν οι ποικιλόμορφες προκλήσεις θα πρέπει να υπάρξει πυξίδα. Η υφιστάμενη πολιτική και κοινωνικοοικονομική κρίση είναι αλληλένδετη με μια ευρύτερη αξιακή κρίση.  Είναι αναγκαίο να παραμερισθούν αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως η αλαζονεία, ο άκρατος εγωισμός και οι υπερβολές σε όλα τα επίπεδα.  Θα πρέπει να πρυτανεύσει το αρχαιοελληνικό μέτρο και να επικρατήσουν στον δημόσιο βίο ο αλληλοσεβασμός και η ανάδειξη της αριστείας.  Στον σημερινό κόσμο, και όχι μόνο στην Κύπρο, τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η αποπολιτικοποίηση και η επιδίωξη αποκλειστικά ιδιοτελών συμφερόντων.Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι επικίνδυνα και θα πρέπει να αναστραφούν.
 

05 May 2017

Η Προεδρία σε μια Ομοσπονδιακή Κύπρο

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στις διακοινοτικές συνομιλίες είναι αυτό της Προεδρίας του κράτους. Η τουρκοκυπριακή πλευρά κατ’ επανάληψιν έχει καταθέσει την απαίτηση για εκ περιτροπής Προεδρία.  Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών Χριστόφια-Ταλάτ είχε επιτευχθεί κατ’ αρχήν συμφωνία για εκ περιτροπής Προεδρία με σταθμισμένη ψήφο. Βασικό επιχείρημα υπέρ της σταθμισμένης ψήφου είναι ότι μειώνει αισθητά την πιθανότητα εκλογής ακραίων πολιτικών, γιατί απαιτείται η στήριξη και της άλλης πλευράς. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων δεν αποδέχεται όμως την εκ περιτροπής Προεδρία.  Πέραν των συμβολισμών και την παραβίαση της αρχής της δημοκρατίας το θέμα αυτό είναι πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται.  Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι μια τέτοια πολιτειακή ρύθμιση ενδεχομένως να δημιουργήσει κενά νομιμοποίησης και θα ενθαρρύνει αποσταθεροποιητικές και ακραίες καταστάσεις.

Από την επαύριο του δημοψηφίσματος του Απριλίου του 2004 μαζί με συνεργάτες μου είχαμε καταθέσει ολοκληρωμένη πρόταση για μια ενοποιητική ομοσπονδιακή λύση η οποία περιελάμβανε το ζήτημα της Προεδρίας.  Έκτοτε έχουμε προβεί σε επικαιροποίηση των εισηγήσεων μας.  Στην παρούσα συγκυρία έχουμε καταθέσει προτάσεις για μια εξελικτική πορεία επίλυσης καθώς τα αποτελέσματα της υφιστάμενης διαδικασίας δεν είναι ικανοποιητικά. Υπογραμμίζεται επίσης ότι παράλληλα θα συζητείται και η μορφή της τελικής λύσης.  Εάν η εξελικτική πορεία οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα και οικοδομηθεί ένα καλύτερο κλίμα καθώς και εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών, είναι αναμενόμενο ότι θα επηρεασθεί θετικά και η συζήτηση για το περιεχόμενο της λύσης.

Επανερχόμενος στο θέμα της Προεδρίας, σημειώνεται ότι θα μπορούσαν να γίνουν τροποποιήσεις στο Σύνταγμα του 1960. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι κεφαλαιώδους σημασίας για την ενίσχυση της νομιμοποίησης των θεσμών και της αντιπροσωπευτικότητας των πολιτειακών αρχόντων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος, είναι το στοιχείο της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας που θα πρέπει να διέπει τις συνταγματικές ρυθμίσεις και τις εκλογικές διαδικασίες.  Συγκεκριμένα, για την εκλογή Προέδρου της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ θα υφίσταται ενιαίος εκλογικός κατάλογος, θα μπορούσε να εισαχθεί και η καινοτομία του Αμερικανικού συστήματος, όπου ο υποψήφιος Πρόεδρος επιλέγει τον υποψήφιο Αντιπρόεδρο και κατέρχονται μαζί στις εκλογές.  Με βάση των εισήγηση για τροποποίηση του Συντάγματος ο υποψήφιος Πρόεδρος θα μπορεί να είναι οιοσδήποτε Κύπριος πολίτης ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου ή θρησκείας και, επιπρόσθετα, ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος δεν θα πρέπει να προέρχονται από την ίδια κοινότητα.  Αυτό σημαίνει ότι εάν ένας υποψήφιος Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος, ο υποψήφιος Αντιπρόεδρος που θα κατέλθει μαζί του στις εκλογές θα πρέπει να είναι Τουρκοκύπριος και αντίστροφα. 

Είναι προφανές ότι με αυτή την προσέγγιση οι δύο κοινότητες θα έρθουν πιο κοντά η μιά στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα θα επέλθει η αίσθηση της κοινής συμμετοχής στη διαχείριση των θεμάτων της χώρας.  Λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν τη δομή του όλου συστήματος, αναμένεται ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα ενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να προάγεται ο ύψιστος βαθμός συναίνεσης.

Είναι καθοριστικής σημασίας όπως το πλαίσιο λύσης του Κυπριακού διέπεται από δημοκρατικότητα έτσι ώστε να αναγνωρίζεται όχι μόνο η κοινότητα αλλά και η σημασία του ατόμου–πολίτη. Με το ίδιο σκεπτικό, είναι σημαντικό όπως το όλο σύστημα αφ’ ενός ενθαρρύνει τη συνεργασία και τη σύγκλιση των στόχων των δύο κοινοτήτων και αφ’ ετέρου σέβεται και κατοχυρώνει τις ξεχωριστές ταυτότητες και τη διαφορετικότητά τους. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία για αποφάσεις όχι με γνώμονα την κοινότητα αλλά το άτομο – πράγμα που μπορεί να κατοχυρώνεται με εκλογές από το σύνολο του λαού, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και γενικά όλων των πολιτών.  Η προτεινόμενη συνταγματική τροποποίηση για την εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου επιτυγχάνει τη σύζευξη του πνεύματος της ομοσπονδίας και της δημοκρατίας.

Καταλήγοντας επαναλαμβάνω ότι στη σημερινή συγκυρία, παρά τις προσπάθειες που έχουν διαχρονικά καταβληθεί, εξακολουθούν να παραμένουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. Η εναλλακτική πρόταση για μια εξελικτική πορεία με τη παράλληλη συζήτηση της μορφής της τελικής λύσης προβάλλει ως επιλογή σε περίπτωση αποτυχίας της υφιστάμενης διαδικασίας.

10 February 2017

Το νέο διεθνές περιβάλλον και η Κύπρος

Αναμφίβολα έχουμε εισέλθει σε ένα νέο διεθνές περιβάλλον το οποίο είναι δραστικά διαφορετικό από ό,τι στο παρελθόν.  Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχαν κανόνες καθώς και συγκεκριμένες σφαίρες επιρροής – δεδομένα η παραβίαση των οποίων συνεπαγόταν το ανάλογο κόστος. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε για ένα διάστημα η παντοκρατορία των ΗΠΑ.  Όμως μετά το κτύπημα 11ης Σεπτεμβρίου 2001 άρχισε σταδιακά η πορεία προς ένα πολυπολικό σύστημα. Σημειώνονται επίσης οι αμερικανικές επεμβάσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή με αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα, οι συνέπειες των οποίων εξακολουθούν να ταλανίζουν το περιφερειακό και το διεθνές γίγνεσθαι.

Από τη δεύτερη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα είχε άρχισε να παρατηρείται μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.  Εκτιμάται ότι με την ανάδειξη του Ντόναλντ Τράμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ η πολιτική αυτή θα συνεχισθεί με πιο έντονους ρυθμούς με αποτέλεσμα να διαιωνισθεί το ήδη υφιστάμενο κενό ισχύος και ασφάλειας. Ως εκ τούτου οι ανταγωνισμοί αναμένεται να ενταθούν.  Πέραν τούτου, υπάρχουν δύο ζητήματα που θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα.  Ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος και κύκλοι που τον στηρίζουν είχαν εκφράσει την πρόθεση τους για μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.  Μια τέτοια κίνηση θα αυξήσει τις εντάσεις όχι μόνο στην περιοχή αλλά και διεθνώς. Με το ίδιο σκεπτικό μια αναζωπύρωση των ανταγωνιστικών σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν θα οδηγήσει σε επιπρόσθετες εντάσεις. 

Και όλα αυτά ενώ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή εξακολουθεί να υφίσταται ανασφάλεια, εθνοτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, πολιτικές συγκρούσεις και σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα.  Ταυτόχρονα πολλά κράτη αντιμετωπίζουν υπαρξιακά προβλήματα και είναι ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσής τους.  Αναπόφευκτα θα υπάρξει επαναχάραξη συνόρων καθώς και νέες σφαίρες επιρροής.  Στην Τουρκία παρατηρείται αλλαγή υποδείγματος στο εσωτερικό καθώς και μια αναθεωρητική φιλοσοφία στην εξωτερική πολιτική.

Η πολιτική της απεμπλοκής των ΗΠΑ δεν περιορίζεται στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.  Διαφαίνεται ότι οι στενές σχέσεις συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Δυτικής Ευρώπης από τα τέλη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και μεταγενέστερα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ θα διαφοροποιηθούν.  Ήδη εκφράζονται ανησυχίες από διάφορους κύκλους στην ΕΕ.

Διαφαίνεται επίσης η προοπτική βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και συνεργασίας για επίλυση διαφόρων προβλημάτων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.  Εάν όμως αυτό δεν καταστεί δυνατό δεν αποκλείεται να οξυνθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Παράλληλα οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα δοκιμασθούν. Επιπρόσθετα, το στοιχείο του απρόβλεπτου που χαρακτηρίζει τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο προβληματίζει ιδιαίτερα.

Στη σημερινή συγκυρία δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει υπαρξιακά προβλήματα.  Το Brexit δεν είναι η αιτία των εν λόγω ευρωπαϊκών προκλήσεων.  Αντίθετα είναι περισσότερο σύμπτωμα των ευρύτερων ευρωπαϊκών διλημμάτων και αδυναμιών.  Επισημαίνεται επίσης ότι η ΕΕ, ενώ αντιμετωπίζει γεωπολιτικά διλήμματα, δεν έχει την ανάλογη γεωστρατηγική παρουσία.  Ο τρόπος αντιμετώπισης της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κύπρου ήταν και παραμένει ενδεικτικός.  Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη συνεχιζόμενη οικονομική κάμψη, την κρίση χρέους και την αδυναμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει πειστικά και αποτελεσματικά τις πολυδιάστατες προκλήσεις, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η Βρετανία ίσως να μην είναι η τελευταία χώρα που θα εγκαταλείψει την ΕΕ.

Η Βρετανία μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό και μετά το Brexit κινείται για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Στα πλαίσια αυτά προβαίνει σε ενέργειες για διμερείς συμφωνίες με διάφορα κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα θα αναθερμάνει και θα αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Εννοείται ότι και με την ΕΕ θα καταλήξει σε μια ειδική στρατηγική σχέση

Σημειώνεται επίσης ότι η οικονομική στασιμότητα που υφίσταται σε πολλές χώρες θα εξακολουθήσει να ταλανίζει την ανθρωπότητα.  Προφανώς είμαστε ενώπιον μιας κατάστασης όπου απαιτείται ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα.  Στη σημερινή συγκυρία τα δεδομένα καθίστανται πολύ δύσκολα με τον νεοπροστατευτισμό των ΗΠΑ και τα σοβαρά προβλήματα της ΕΕ.

Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να τοποθετείται ανάλογα.  Θα πρέπει να υπάρξει μια ισοζυγισμένη εξωτερική πολιτική και να προωθηθεί ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα.  Προφανώς στο εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να υπάρχουν πειραματισμοί ιδίως σε θέματα που σχετίζονται με την κρατική μας υπόσταση.  Μεταξύ άλλων, οι οποιεσδήποτε προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να εμβολιασθούν με το στοιχείο της εξελικτικής προσέγγισης. Είναι επίσης επιτακτικό να υπάρξει ένα αποτελεσματικό κράτος με ένα πειστικό αφήγημα καθώς και αξιοπιστία και προς τα έσω και προς τα έξω.  Τα στοιχεία αυτά δεν υφίστανται σήμερα.

03 February 2017

Ώρα για αλλαγή πορείας στο Κυπριακό

Όπως αναμένετο δεν υπήρξε κατάληξη στη Γενεύη για το Κυπριακό.  Μπορεί να έγιναν δηλώσεις για πρόοδο καθώς και προσπάθεια επικοινωνιακής διαχείρισης αλλά η πραγματικότητα είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει ουσιαστικό χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Αξιοσημείωτη ήταν και η σημασία που δόθηκε στην κατάθεση χάρτη από την τουρκοκυπριακή πλευρά «για πρώτη φορά».  Η πραγματικότητα είναι ότι υπήρξαν πολλοί χάρτες από το 1974 μέχρι σήμερα.  Στη διάσκεψη της Γενεύης τον Αύγουστο του 1974 πριν την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής είχαν κατατεθεί δύο χάρτες – ένας από τον Τούρκο Υπουργό των Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές και ο άλλος από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Μεταγενέστερα, υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο χάρτης Ούγκο Γκόμπι και οι χάρτες των Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι και Κόφι Ανάν αντίστοιχα.  Και αυτοί δεν είναι οι μόνοι.  Είναι λοιπόν σημαντικό σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία να επικεντρωθούμε στην ουσία.

Εκπλήττει επίσης το γεγονός ότι πέρασε σχεδόν απαρατήρητη η δήλωση Ερντογάν για ευθυγράμμιση Μόρφου-Κοκκίνων με αντάλλαγμα την επιστροφή των Βαρωσίων.  Προφανώς και η σιωπή για τη νέα πρόκληση εντάσσεται στις προσπάθειες να κρατηθεί ζωντανή η υφιστάμενη διαδικασία και να ολοκληρωθεί σύντομα με τελική κατάληξη τα δημοψηφίσματα.

Στη Γενεύη υπήρξαν και άλλα δεδομένα που θα πρέπει να αξιολογηθούν.  Εκτός από το ότι δεν ικανοποιεί ο χάρτης που κατέθεσε η τουρκοκυπριακή πλευρά, η Άγκυρα επανάλαβε τις θέσεις της για συνεχή παρουσία της στην Κύπρο.  Ακολούθησαν ανάλογες δηλώσεις Ερντογάν και Ακκιντζί που δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.

Επαναλήφθηκε επίσης η τουρκική θέση για εκ περιτροπής προεδρία ως αναπόσπαστο μέρος του διακανονισμού για τον καταμερισμό των εξουσιών για την εκτελεστική εξουσία του νέου κράτους που θα ιδρυθεί.  Για την τουρκοκυπριακή πλευρά ο στόχος αυτός αποτελεί προτεραιότητα.  Επιπρόσθετα, ο παραμερισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντικατάσταση της με ένα νέο κρατικό μόρφωμα αποτελεί τον πιο σημαντικό στόχο της τουρκικής πλευράς. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί τις επόμενες εβδομάδες κίνηση στο εδαφικό και ακόμα διαφοροποίηση της Τουρκίας στο ζήτημα της ασφάλειας για να ικανοποιηθούν οι δύο αυτοί στόχοι στα πλαίσια ενός νέου πάρε-δώσε.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μελβούτ Τσαβούσογλου υπογράμμισε την ανάγκη να απολαμβάνουν οι πολίτες της Τουρκίας στην Κύπρο τις τέσσερεις βασικές ελευθερίες.  Η τουρκική αυτή θέση έχει ευρύτερες προεκτάσεις.  Και να ήταν η Τουρκία μέλος της ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία θα νομιμοποιείτο να ζητήσει μόνιμες παρεκκλίσεις.  Και αυτό παρέμεινε ασχολίαστο παρά τη σοβαρότητα του ζητήματος.

Όλα αυτά τα χρόνια έχει υπάρξει τεράστια επένδυση σε αυτή τη διαδικασία.  Και αναμένεται ότι θα ενταθούν οι προσπάθειες για κατάληξη σε συμφωνία και δημοψηφίσματα παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζονται οι τεράστιες δυσκολίες που υφίστανται. Ήταν απρονοησία να εισέλθει η πλευρά μας σε ένα κύκλο συνομιλιών με μια φιλοσοφία που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.  Επιπρόσθετα, παραγνωρίσθηκε παντελώς η σχετική αδυναμία της Ελλάδας και της Κύπρου ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.

Εν ολίγοις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, στην περίπτωση που τους επόμενους μήνες υπάρχει κατάληξη σε συμφωνία, η κατάσταση θα είναι δραματική. Ένα νέο «όχι» θα έχει σοβαρότατο κόστος.  Μεγαλύτερες και πιο οδυνηρές όμως θα είναι οι συνέπειες αποδοχής σε δημοψήφισμα ενός πλαισίου λύσης που σαφώς θα επιδεινώνει το status quo για τους Ελληνοκύπριους.  Ως εκ τούτου έστω και τη δωδεκάτη θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή πορείας για να αποφευχθεί ένας νέος διχασμός καθώς και ο εγκλωβισμός σε ένα κακό σχέδιο λύσης.  Ιδέες υπάρχουν και έχουν ήδη κατατεθεί εισηγήσεις. Δύσκολη αλλά αναγκαία η επιλογή αυτή.  Και ανήκει στη σφαίρα του εφικτού.

20 January 2017

Από το ενωτικό δημοψήφισμα στα συνιστώντα κράτη

Το κείμενο αυτό γράφεται ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες στη Γενεύη, με τους πολίτες να παρακολουθούν με αγωνία τα τεκταινόμενα, αναλογιζόμενοι τις προεκτάσεις. Οι μέρες αυτές προσφέρονται για μια πραγματική ενδοσκόπηση της πορείας του Κυπριακού. 

Στις 15 Ιανουαρίου του 1950 έλαβε χώρα το δημοψήφισμα για την Ένωση.  Το 1960 ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία στα πλαίσια ενός μοντέλου συναινετικής δημοκρατίας το οποίο στηριζόταν στην αρχή του δικοινοτισμού και της διοικητικής ομοσπονδίας. Η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν περιορισμένη και δεσμευμένη με την ύπαρξη τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Το 1963 η συμφωνία αυτή κατέρρευσε ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: δυσλειτουργικό σύνταγμα, περιορισμένη ανοχή, έλλειψη πολιτικής εμπειρίας, διαφορετικοί εθνικοί στόχοι από τις δύο κοινότητες, έλλειψη κοινών στόχων και οραμάτων και έξωθεν παρεμβάσεις.  Η αφορμή δόθηκε με την κατάθεση των δεκατριών σημείων για αναθεώρηση του συντάγματος από τον Πρόεδρο Μακάριο στις 30 Νοεμβρίου 1963.  Σημειώνεται ότι οι εισηγήσεις Μακαρίου κατατέθηκαν για συζήτηση. Με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Μαρτίου 1964 S/186 αναγνωρίστηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός της κυπριακής επικράτειας, παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις δομές του κράτους. Η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργούσε πλέον με βάση το δίκαιο της ανάγκης κατ’ ουσίαν ως ενιαίο κράτος.  

Μετά την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967 και τα επεισόδια στην Κοφίνου το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, ο Πρόεδρος Μακάριος έλαβε την ιστορική απόφαση για την πολιτική του εφικτού και όχι του ευκταίου. Στόχος δεν ήταν πλέον η ένωση αλλά το ενιαίο κράτος με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης σε θέματα χαμηλής πολιτικής. 

Η ολοκλήρωση της πολιτικής αυτής κατ’ ουσίαν θα δημιουργούσε ένα δεύτερο ελληνικό κράτος στην Κύπρο. Και όμως ο Μακάριος πολεμήθηκε λυσσαλέα ως ανθέλληνας και ως ανθενωτικός. Μάταια προσπαθούσε να πείσει τους ζηλωτές να συνετισθούν. Και σωστά τους αποκαλούσε ως «νεκροθάφτες της Ενώσεως» όταν αυτοί συνέχιζαν την αποσταθεροποιητική τους δράση. Αποκορύφωμα, το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου του 1974.  Η Τουρκία προέβαλε τη θέση ότι στόχος της «ειρηνευτικής επέμβασης και επιχείρησης» ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας».  Η συνέχεια είναι γνωστή.  Και όμως σήμερα παρατηρείται μια προσπάθεια αναθεωρητισμού – ιστορικής αλλοίωσης.

Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει ένας βασικός στόχος της Τουρκίας ο οποίος δεν έχει υλοποιηθεί: ο τερματισμός της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η Άγκυρα είναι απροκάλυπτη επί τούτου καθώς σε επίσημα τουρκικά έγραφα η Κυπριακή Δημοκρατία περιγράφεται ως εκλιπούσα/defunct.  Και η τουρκοκυπριακή ηγεσία ακολουθεί.

Βασική επιδίωξη της Τουρκίας σήμερα είναι ένας νέος συνεταιρισμός με ιδρυτικούς εταίρους την «ΤΔΒΚ» και την «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση».  Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα πρόκειται περί νέου κράτους η τουρκική θέση είναι ότι θα υπάρχει νέα σημαία για το νέο κοινό κράτος, θέση την οποία έχει αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Πέραν τούτου η εκ περιτροπής προεδρία, οι εγγυήσεις, η νομιμοποίηση των εποίκων συνθέτουν ένα πολύ θλιβερό σκηνικό.

Ο πραγματικός λόγος που δεν θα υπάρξει κατάληξη στη Γενεύη είναι ότι κατ’ ουσίαν οι μαξιμαλιστικές τουρκικές θέσεις συνεπάγονται όρους παράδοσης. Το χειρότερο είναι ότι υπήρξε μια διολίσθηση των ελληνοκυπριακών θέσεων προς τις τουρκικές από το 1974 μέχρι σήμερα.  Πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι το περιεχόμενο της λύσης που συζητείται σήμερα απέχει πολύ από τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979.  Εν ολίγοις δεν θα είναι υπερβολή να λεχθεί ότι τυχόν υλοποίηση του κεκτημένου των συνομιλιών σήμερα θα επιδεινώσει τα δεδομένα.

Έστω και την ύστατη θα πρέπει να αναλογισθούμε την περαιτέρω πορεία μας για να καταλήξουμε σε ένα έντιμο συμβιβασμό. Η υπόθεση του Κυπριακού Ελληνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ιερή.  Δεν μπορούν να γίνουν ανεκτοί πειραματισμοί. Για μια τέτοια πορεία απαιτείται σωστή πυξίδα, εμπνευσμένη ηγεσία με ψυχικό σθένος, ένα αποτελεσματικό κράτος καθώς και μια συνειδητοποιημένη κοινωνία.  Πολύ δύσκολες οι προϋποθέσεις επιβίωσης αλλά είναι στη σφαίρα του εφικτού.

12 January 2017

Τι πρέπει να προσέξουμε στη Γενεύη

H Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται και πάλιν ενώπιον μιας νέα δοκιμασίας.  Η προσδοκία του Προέδρου Αναστασιάδη για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις της Γενεύης είναι ότι κατά τις πρώτες μέρες θα κλείσουν όλα τα ανοικτά κεφάλαια και στις 12 Ιανουαρίου θα υπάρξει διάσκεψη για την ασφάλεια. Ενώ μέχρι και τις τελευταίες μέρες η σύνθεση της διάσκεψης και ο ρόλος των τρίτων μερών δεν είχαν διευκρινιστεί, τελικά ο Πρόεδρος παραδέχθηκε ότι θα είναι πενταμερής.

Πάγιος στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν η κατάληξη σε περίγραμμα λύσης και μετά η σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για το θέμα της ασφάλειας.  Πέρα από την προσήλωση του Προέδρου Αναστασιάδη σε μια φιλοσοφία λύσης η οποία θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ όσα θα επιλύσει, δυστυχώς και σε θέματα διαδικασίας παραβίασε τις ίδιες τις δεσμεύσεις του.

Από την αρχή της διαδικασίας είχα καταθέσει την κριτική μου υπογραμμίζοντας ότι η συγκεκριμένη βάση των συνομιλιών θα είχε κατάληξη με οδυνηρά διλήμματα.  Δυστυχώς οδηγηθήκαμε σε χειρότερες εξελίξεις, με σύγκληση πενταμερούς διάσκεψης με χάσμα απόψεων των δύο πλευρών.  Εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν εκβιαστικά διλήμματα.

Φυσιολογικά αυτές τις μέρες παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στο Κυπριακό από τους πολίτες ενώ υπάρχει και εύλογη ανησυχία για τα τεκταινόμενα.  Σημειώνω ότι σε συζητήσεις με ξένους διπλωμάτες και αναλυτές άκουσα μια πολύ σημαντική επισήμανση: ενώ για χρόνια υπήρχαν προσπάθειες για μη αναγνώριση της κατοχικής οντότητας, με την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών προκύπτει ένα συνιστών τουρκοκυπριακό κράτος με τα δικά του σύνορα, σύνταγμα και τη δική του σημαία, όπως δηλαδή και στο Σχέδιο Ανάν.  Ένα συνιστών κράτος σε μια χαλαρή ομοσπονδία έχει ουσιαστική νομική οντότητα. Προφανώς, μεταξύ άλλων, δεν κατανοήθηκαν επαρκώς οι διαφορές μεταξύ περιφέρειας και συνιστώντος κράτους καθώς και οι προεκτάσεις. Συνιστών σε απλά ελληνικά σημαίνει (και) ιδρυτικό.

Ούτως ή άλλως ευρισκόμεθα σήμερα ενώπιον μιας πολύ δύσκολης κατάστασης.  Αθήνα και Λευκωσία μιλούν για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος χωρίς εγγυήσεις.  Θεωρώ πολύ δύσκολη αν όχι αδύνατη των επίτευξη αυτών των στόχων με την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών.  Εν ολίγοις υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση μεταξύ της βάσης των συνομιλιών και των διακηρύξεων για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Δυστυχώς αξιολογώντας όλα τα δεδομένα εάν υπάρξει κατάληξη θα πρόκειται περί ενός Σχεδίου το οποίο θα φέρει τον Κυπριακό Ελληνισμό ενώπιον οδυνηρών διλημμάτων.  Και το χειρότερο δεν είναι ότι ο λαός θα βιώσει την προτεινόμενη λύση μόνο ως άδικη αλλά πολύ περισσότερο ως μια πρόταση που οδηγεί σε επιδείνωση του status quo. Προφανώς ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός νέου διχασμού.  Για να αποφευχθεί μια τέτοια δυσμενής εξέλιξη είναι καθοριστικής σημασίας να διασφαλισθούν ορισμένα καθοριστικά ζητήματα. 

Πρώτο, είναι η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο.  Εν ολίγοις είναι σημαντικό να αποφευχθεί το στοιχείο της παρθενογένεσης και ταυτόχρονα να διατηρηθεί η υφιστάμενη σημαία του κοινού κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δεύτερο είναι επίσης σημαντικό να αποφευχθεί η εκ περιτροπής προεδρία.  Άλλο η αποτελεσματική συμμετοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα ομοσπονδιακά όργανα και άλλο η απαίτηση για εκ περιτροπής προεδρία.  Είχα από το 2004 εισηγηθεί κοινό ψηφοδέλτιο Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου για τη θέση του Προέδρου και Αντιπρόεδρου χωρίς το σύνταγμα να παραπέμπει στο ποιος θα είναι ο Πρόεδρος και ποιος ο Αντιπρόεδρος.  Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα των δημοκρατικών διαδικασιών και των πολιτικών πραγματικοτήτων.

Τρίτο, στο θέμα των εγγυήσεων δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται το προηγούμενο καθεστώς. Στα πλαίσια αυτά δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μονομερή δικαιώματα επέμβασης ακόμα και εάν υπάρξουν μεταβατικές περίοδοι.  Σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή μεταβατικοί περίοδοι με εγγυήσεις, η εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι απαραίτητη.

Τέταρτο είναι πολύ σημαντικό να αξιολογήσουμε την επόμενη μέρα μιας πιθανής αποτυχίας των συνομιλιών.  Όχι μόνο δεν πρέπει να κατανεμηθούν ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά θα πρέπει επίσης να δούμε και την επόμενη μέρα.  Γι’ αυτό με σοβαρότητα θα πρέπει να αξιολογήσουμε την εναλλακτική πρόταση που έχει ήδη κατατεθεί, η οποία παραπέμπει σε μια εξελικτική διαδικασία με συγκεκριμένο οδικό χάρτη (βλέπε Κείμενο Πολιτικής του Ανδρέα Θεοφάνους, Σωτήρη Κάττου και Κωνσταντίνου Μαυροειδή με τίτλο «Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και η Εναλλακτική Πρόταση», Δεκέμβριος 2016, 4/2016).  Δεν μπορεί πλέον να προβάλλεται η θέση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση. Ας ελπίζουμε ότι με τη νέα χρονιά θα αρχίσουμε επιτέλους να ενεργούμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα και σύνεση.

05 January 2017

Εναλλακτική πρόταση ως μοχλός διεκδίκησης και ενότητας

Είναι γεγονός ότι το εσωτερικό μέτωπο είναι κατακερματισμένο.  Και αχρείαστα έχουμε οδηγηθεί σε μια επικίνδυνη κατάσταση όπου δρομολογείται πολυμερής διάσκεψη χωρίς να έχει υπάρξει κατάληξη σε διάφορα σημαντικά θέματα όπως το εδαφικό και η διακυβέρνηση.  Υπενθυμίζεται ότι η πάγια ελληνοκυπριακή θέση ήταν ότι μια διεθνής διάσκεψη θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά σε θέματα ασφάλειας και εφαρμογής της λύσης που θα είχε προηγουμένως συμφωνηθεί.  Εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν διλήμματα και εκβιασμοί σε μια τέτοια διάσκεψη.

Επιπρόσθετα, δεν είναι μόνο το περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης συμφωνίας Αναστασιάδη-Ακιντζί το οποίο ως κατάληξη θα οδηγήσει και πάλιν στα ίδια διλήμματα όπως το 2004.  Είναι και η πεποίθηση που ορισμένες φορές αγγίζει τα όρια της εμμονής ότι μια λύση στα πλαίσια που συζητείται σήμερα θα οδηγήσει σε βελτίωση του status quo και σε θετικά οικονομικά αποτελέσματα.  Αυτό το αφήγημα δεν τεκμηριώνεται. Αντίθετα έχουν κατατεθεί επιχειρήματα (ακόμα και από μέλη των ομάδων εργασίας που διόρισε ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης) τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν, όπως είναι το μείζον ζήτημα της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οικονομικές προοπτικές αλλά και ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την προσαρμογή ή εφαρμογή διαφόρων ζητημάτων.

Το χειρότερο από όλα είναι ότι δεν διεξάγεται ένας ουσιαστικός διάλογος.  Αντίθετα υπάρχουν αφορισμοί.  Έτσι, στα πλαίσια αυτά, κατηγορούνται ως «διχοτομιστές» οι εκφράζοντες αμφιβολίες και οι αντιτιθέμενοι στη φιλοσοφία Ανάν.  Και τούτο παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα το ουσιαστικό πρόβλημα είναι οι υπερβολικές τουρκικές απαιτήσεις, οι οποίες αρκετές φορές παραπέμπουν σε όρους παράδοσης.

Αξιολογώντας τις κατηγορίες εναντίον του Αναπληρωτή Καθηγητή Α. Συρίγου με αφορμή την πρόσφατη ομιλία του στο μνημόσυνο του πρώην Προέδρου Τ. Παπαδόπουλου αισθάνθηκα ότι επιχειρείται μια ιδεολογική τρομοκρατία.  Και όμως η ομιλία του Α. Σύριγου ήταν τεκμηριωμένη. Και δεν με εκπλήττει η θέση του ότι η απειλή για προσάρτηση των κατεχομένων δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε αποδοχή ενός Σχεδίου που να καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία.  Ας μην λιθοβολούμε όσους διατυπώνουν πραγματικότητες, όσο σκληρές και να είναι.  Άλλωστε ο Α. Σύριγος αξιολόγησε τις εν λόγω σκληρές πραγματικότητες, δεν τις δημιούργησε.  Είτε κάποιος διαφωνεί συμφωνεί μαζί του είτε διαφωνεί είναι θετικό το ότι τοποθετήθηκε με παρρησία στα διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Στη σημερινή συγκυρία τυχόν κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια μιας αμφίβολου περιεχομένου λύσης με την προσδοκία θετικών εξελίξεων και τον τερματισμό της κατοχής θα αποτελέσει επικίνδυνη και μη αναστρέψιμη ενέργεια.  Προσθέτω επίσης ότι το σημερινό άναρχο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον δεν προσφέρεται για πειραματισμούς.

Είναι πολύ σημαντικό να αποφευχθεί ο εθνικός διχασμός.  Αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται με αφορισμούς.  Την απαλλαγή της Κύπρου από τα δεινά της κατοχής επιθυμούν όλοι οι Ελληνοκύπριοι και πολλοί Τουρκοκύπριοι.  Όμως αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ψευδαισθήσεις ούτε και με πολιτικές που δοκιμάσθηκαν και απέτυχαν.  Θα πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην αντίθετη άποψη.  Και μέσα από τον διάλογο, τις θέσεις και τις αντιθέσεις, να καταλήγουμε σε δημιουργικές συνθέσεις.

Έχει ήδη κατατεθεί πριν λίγες μέρες εναλλακτική πρόταση (βλέπε Κείμενο Πολιτικής του Ανδρέα Θεοφάνους, Σωτήρη Κάττου και Κωνσταντίνου Μαυροειδή με τίτλο «Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και η Εναλλακτική Πρόταση», Δεκέμβριος 2016, 4/2016).  Δεν μπορεί πλέον να προβάλλεται η θέση ότι ενώ γίνεται κριτική δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις. Υπάρχουν και δημιουργούν ελπίδα για το αύριο.  Και οι ιδέες που κατατίθενται μπορούν να οδηγήσουν αφ’ ενός σε μια πραγματικά διεκδικητική πολιτική και αφ’ ετέρου να διασφαλίσουν την εθνική ενότητα καθώς είναι δυνατό να στηριχθούν από ένα πλειοψηφικό ρεύμα. Ο πολιτικός κόσμος θα πρέπει επιτέλους να αφουγκρασθεί την κοινωνία και να αξιολογήσει δημιουργικά τον επιστημονικό λόγο. Χωρίς παρωπίδες. Και, ασφαλώς, χωρίς αφορισμούς.

22 December 2016

Η εναλλακτική πρόταση στο Κυπριακό (από Ανδρέα Θεοφάνους, Σωτήρη Κάττο και Κωνσταντίνο Μαυροειδή)

Το αφήγημα των τελευταίων ετών ήταν ότι η οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας συνεπάγεται βελτίωση του status quo καθώς και οικονομικά οφέλη.  Η θέση αυτή δεν τεκμηριώνεται. Είναι αμφίβολο έως αδύνατο να λειτουργήσει η Κύπρος στην Ευρωζώνη με την εφαρμογή του υπό συζήτηση πλαισίου λύσης. Σοβαρές επιφυλάξεις έχουν εκφρασθεί ήδη στην Κύπρο αλλά και από κύκλους της ΕΕ και του ΔΝΤ. Επιπρόσθετα, τέτοιου είδους μοντέλα, τα οποία στηρίζονται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες, οδηγούν συνήθως σε δυσλειτουργία, τριβές και απογοητεύσεις.  Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα της Βοσνίας και του Λιβάνου.  Η στρατηγική που ακολουθείται στο Κυπριακό θα έπρεπε προ πολλού να είχε επαναξιολογηθεί.

Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει λύση που να βελτιώνει το status quo με την υφιστάμενη στάση της Τουρκίας, η οποία έχει ως στόχο την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το χειρότερο είναι όμως η συνεχής προσαρμογή των ελληνοκυπριακών θέσεων και η μετατόπιση προς στις τουρκικές θέσεις από το 1977 μέχρι σήμερα. 

Από την άλλη κατανοείται ότι το status quo εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.  Επειδή όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κατάστασης χειρότερης από το status quo από μια λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται σήμερα, πρέπει να επαναξιολογήσουμε τα δεδομένα και να δούμε με ποιες πολιτικές επιλογές είναι δυνατό να διασπασθεί το αδιέξοδο. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό να υπάρξουν εναλλακτικές προσεγγίσεις οι οποίες να στηριχθούν σε μια εξελικτική διαδικασία με συγκεκριμένο οδικό χάρτη.

Η θέση για εξελικτική προσέγγιση ενισχύεται από το γεγονός ότι στην περίπτωση λύσης είναι αδύνατο σε 24 ώρες να πάμε από μια κατάσταση πραγμάτων σε άλλη. Και τούτο επειδή υπάρχουν ξεχωριστά αφηγήματα, παραστάσεις, αξιακά συστήματα καθώς και διαφορετικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα.  Ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει μια εξελικτική προσέγγιση, οι βασικοί πυλώνες της οποίας είναι οι εξής: (Η πρόταση αυτή πήρε τη συγκεκριμένη μορφή πρόσφατα. Εννοείται ότι θα γίνει ολοκληρωμένη προσπάθεια για εμβάθυνση. Βλέπε συναφώς, Κείμενο Πολιτικής του Ανδρέα Θεοφάνους, Σωτήρη Κάττου και Κωνσταντίνου Μαυροειδή με τίτλο «Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και η Εναλλακτική Πρόταση», Δεκέμβριος 2016, 4/2016).

(i)          Μετατροπή των περιοχών υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση σε Περιφέρεια/Region της ΕΕ με εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου (δηλαδή η αναστολή του Πρωτοκόλλου 10).

(ii)         Σταδιακή επιστροφή εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, σταδιακή εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών καθώς και σταδιακή εφαρμογή των υποχρεώσεων της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

(iii)       Ομαλοποίηση των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τουρκία.

(iv)       Δημιουργία οδικού χάρτη για τα επόμενα βήματα καθώς και κατευθυντήριων γραμμών για ένα ομοσπονδιακό πολίτευμα ως αποτέλεσμα σύνθεσης: η ουσία είναι να εμβολιασθεί και να τροποποιηθεί το σύνταγμα του 1960 που στηρίζεται στη συναινετική δημοκρατία (conscociational democracy) με στοιχεία ενός ενοποιητικού (integrationalist) ομοσπονδιακού μοντέλου.

(v)        Είναι σημαντικό να αναλάβει και η ΕΕ τις ευθύνες της στη διαδικασία εναρμόνισης των κατεχόμενων εδαφών της Κύπρου με το κοινοτικό κεκτημένο.

(vi)       Η Τουρκία πρέπει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της.  Υπενθυμίζεται ότι όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 προέβαλε τη θέση ότι στόχος της ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας.  Ως εκ τούτου θα πρέπει να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρώτα ουσιαστικά βήματα πρέπει να είναι ο τερματισμός του εποικισμού και η έναρξη της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής.

(vii)     Η Κυπριακή Δημοκρατία να πρέπει να ενεργοποιηθεί σε όλα τα επίπεδα: μεταξύ άλλων, είναι επιτακτικό να έχει αφήγημα και να μπορεί να το προωθήσει αποτελεσματικά.

(viii)    Η οποιαδήποτε λύση πρέπει να είναι το προϊόν εθελοντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο.  Γι’ αυτό η εξελικτική προσέγγιση θα δώσει τον απαιτούμενο χρόνο για τη σταδιακή ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων και τη σφυρηλάτηση της έννοιας του ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού αδιαίρετου κράτους.  Στην περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι που να εξασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στα πλαίσια της συμμετοχής ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ, δεδομένο που έχει διασφαλισθεί με την ένταξη το 2004 περιλαμβανομένου και του Πρωτοκόλλου 10.

Ως εκ τούτου έστω και τώρα θα πρέπει να προβληματισθούμε σοβαρά για την εναλλακτική πρόταση αντλώντας από την πολιτική οικονομία, τις πολιτικές επιστήμες, την ιστορία, την κοινωνιολογία και τον νομικό πολιτισμό της ΕΕ. Η υπόθεση της επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ιερή - δεν είναι αποκλειστικό ζήτημα της θεσμικής εξουσίας.

15 December 2016

Χάσμα μεταξύ λόγων και έργων, ώρα για συλλογικότητα

Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποδεχθεί νέα συνάντηση στην Ελβετία καθώς και πολυμερή(;) διάσκεψη πυροδότησε νέες αντιδράσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους.  Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος για ακόμη μια φορά δεν τήρησε τις δικές του δεσμεύσεις, αχρείαστα δημιουργεί μια δύσκολη κατάσταση για την Κυπριακή Δημοκρατία, τον Κυπριακό Ελληνισμό και την Ελλάδα.  Καταγράφεται επίσης το γεγονός ότι ούτε η ελληνική κυβέρνηση ούτε στενοί του συνεργάτες ήταν ενήμεροι.  Επιπρόσθετα, η υφιστάμενη αμερικανική κυβέρνηση αλλά και ο νυν Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ απέρχονται.  Ποιοι οι λόγοι της σπουδής για αποδοχή δεδομένων τα οποία πριν λίγες μέρες εθεωρούντο απαράδεκτα, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις;

Πέραν των οποιωνδήποτε δεσμεύσεων ή άλλων παραγόντων που συνέτειναν σε αυτή την αλλαγή, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης φαίνεται να πιστεύει ότι «η οποιαδήποτε λύση είναι προτιμότερη από τη μη λύση».  Η τοποθέτηση αυτή είναι εσφαλμένη αλλά και επικίνδυνη. Είναι αμφίβολο έως αδύνατο να λειτουργήσει η Κύπρος στην Ευρωζώνη με την εφαρμογή του υπό συζήτηση πλαισίου λύσης.  Πέραν τούτου, η φιλοσοφία της βάσης των συνομιλιών στηρίζεται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες και στην έννοια της «συναινετικής δημοκρατίας». Τέτοιου είδους μοντέλα οδηγούν συνήθως σε δυσλειτουργία, τριβές και απογοητεύσεις.  Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Βοσνίας.  Αλλά και η Τουρκία του Ερντογάν δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Ενδεικτική για του λόγου το αληθές είναι η τουρκική εμμονή για παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο.

Είχα ασκήσει κριτική στη φιλοσοφία του κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη – Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014 καθώς δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι στο τέλος του δρόμου η κατάληξη θα έχει τα ίδια διλήμματα με αυτά του Σχεδίου Ανάν που απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων.  Θεωρώ επίσης ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου θα επιδεινώσει τα υφιστάμενα δεδομένα. 

Ούτως ή άλλως ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ακολούθησε τις δικές του πεποιθήσεις παρά τις προεκλογικές του συγκεκριμένες δεσμεύσεις και για το Κυπριακό.  Με την εκλογή του αντιμετώπισε με ανεπάρκεια την οικονομική κρίση και με τρόπο που επέφερε σοβαρό κόστος για την κοινωνία.  Παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει «Έχω δεσμευθεί και δεσμεύομαι…» τελικά υπήρξε κούρεμα καταθέσεων.  Αλλά και σε σχέση με τις υποσχέσεις για «τους άριστους των αρίστων» η διακυβέρνηση Αναστασιάδη απογοήτευσε ως επί το πλείστον με τις επιλογές της. Δυστυχώς ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σε αρκετά ζητήματα με την υπόσκαψη της συνέπειας και της αξιοπιστίας του έφερε όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την Κύπρο σε δύσκολη θέση.

Εκεί που υπήρχε συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν η επικοινωνιακή διαχείριση.  Όμως το νέο σοβαρό ολίσθημα του Προέδρου δεν μπορεί να καλυφθεί.  Εν ολίγοις, όταν στον δημόσιο βίο αλλά και στις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων υποσκαφθεί η αξιοπιστία ενός πολιτικού ή οποιουδήποτε ατόμου είναι πολύ δύσκολο να οικοδομηθεί ξανά.

Ο ίδιος ο Πρόεδρος είχε κατ’ επανάληψιν δηλώσει ότι μια πολυμερής διάσκεψη θα ελάμβανε χώρα όταν οι δύο πλευρές θα ήταν σε ακτίνα συμφωνίας.  Προφανώς για μια τέτοια εξέλιξη θα έπρεπε να είχε κλείσει το εδαφικό καθώς και όλα τα θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης.  Αυτό δεν έγινε. Μετά το ναυάγιο του Μοντ Πελεράν θα έπρεπε να είχε υπάρξει προβληματισμός καθώς και η ανάλογη προετοιμασία για την επόμενη μέρα.  Οι εξηγήσεις του Προέδρου Αναστασιάδη για την αλλαγή της στάσης του δεν πείθουν. Είναι σημαντικό όπως η εκάστοτε πολιτική ηγεσία λειτουργεί με τρόπο που να παρακάμπτει εκβιαστικά διλήμματα καταθέτοντας εναλλακτικές προτάσεις.

Εκ των πραγμάτων η αξιοπιστία του Προέδρου Αναστασιάδη έχει πληγεί. Η υπόθεση όμως της Κύπρου είναι ιερή.  Δεν είναι θέμα πρώτης ή δεύτερης θητείας, ή ακόμα και λύσης συνοδευόμενης από βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Αναπόφευκτα νέα διλήμματα ουσίας, αλλά και διαδικασίας, προκύπτουν μετά την απόφαση του Προέδρου Αναστασιάδη να αποδεχθεί διάσκεψη αμφιβόλου συνθέσεως στις 12 Ιανουαρίου 2017. Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι θα είναι οδυνηρό να υπάρξει ένα νέο Σχέδιο αμφίβολου περιεχομένου στο οποίο θα αναγκασθεί να τοποθετηθεί ο λαός.  Ως εκ τούτου είναι ορατός και ο κίνδυνος ενός νέου εθνικού διχασμού, χειρότερου από αυτόν του 2004.  Είναι θλιβερό που ενώ ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενος μια νέα εποχή τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του παραπέμπουν σε ένα χάσμα μεταξύ των υποσχέσεων και της πραγματικότητας.  Έστω και τη δωδεκάτη είναι καθοριστικής σημασίας να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος με συλλογικότητα.

08 December 2016

Κατακερματισμένη Κοινωνία - Ώρα για Κοινωνικό Συμβόλαιο

Αφορμή, αλλά όχι η αιτία, για το κείμενο αυτό αποτέλεσε δημοσίευμα για πρόσφατη απόφαση των δικαστών «να καταργήσουν από την 1η Ιανουαρίου 2017 την αποκοπή 20% από τους μισθούς τους, που αποτελεί τη δική τους εισφορά προς το κράτος εξαιτίας των δημοσιονομικών προβλημάτων και που για τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα γίνεται με νόμο.  Η απόφαση πάρθηκε πριν μερικές μέρες από το Ανώτατο Δικαστήριο και ενημερώθηκε με επιστολή ο υπουργός Οικονομικών».  Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι δικαστές θεωρούν ότι «η διατήρηση της αντιμισθίας των δικαστών, αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η οποία διασφαλίζεται μέσα και από την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων τους».

Ταυτόχρονα οι δικαστές σημειώνουν ότι η οικονομία εν πολλοίς έχει επανέλθει. (Αυτό δεν αντικατοπτρίζει τα υφιστάμενα δεδομένα. Η πραγματικότητα είναι ότι έχει επέλθει μια σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας). Η ενέργεια αυτή ακολούθησε πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο καλεί την κυβέρνηση να καταβάλει τις αποκοπές σε έξι πολύσυνταξιούχους. Η απόφαση του Δικαστηρίου είχε σχολιασθεί αρνητικά σε διάφορους κύκλους.  Μπορεί να υπήρχαν νομικά ερείσματα για τη συγκεκριμένη απόφαση, η ουσία όμως παραμένει αναλλοίωτη: όταν υπάρχει κρίση το κόστος θα πρέπει να το επωμιζόμαστε όλοι αναλογικά. Πέραν του γεγονότος ότι υπάρχουν συνταξιούχοι διαφόρων ταχυτήτων, προφανώς θα πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες οι οποίες είναι δυνατό να ενισχύσουν αλυσιδωτά διεκδικήσεις, η υλοποίηση των οποίων θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλοκές για την οικονομία με αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο. (Αναγκαία σημείωση: Από το 2009 διέβλεπα την επερχόμενη οικονομική κρίση και υπογράμμιζα την ανάγκη για δημοσιονομική περισυλλογή.  Ωστόσο, το επιχείρημα που προέβαλλαν οι διαφωνούντες για μια τέτοια περισυλλογή ήταν οι συλλογικές συμβάσεις που προνοούσαν προσαυξήσεις και ΑΤΑ και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και αυξήσεις.  Θα έπρεπε προ πολλού να είχε επεξηγηθεί ότι για την εφαρμογή των εκάστοτε συλλογικών συμβάσεων θα πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη οικονομική δυνατότητα.)

Σημειώνεται συναφώς ότι αφ’ ενός είναι αδιανόητο να γίνεται λόγος για πολλαπλές συντάξεις και αφ’ ετέρου να υπάρχουν επαγγελματικές ομάδες χωρίς συνεισφορές, ενώ παράλληλα πολλά άτομα της τρίτης ηλικίας λαμβάνουν σύνταξη κάτω από €500 μηνιαίως.  Και μεταξύ αυτών βρίσκονται γυναίκες και άνδρες που έδωσαν στην κοινωνία πολλά παιδιά και εγγόνια.

Η κρίση αφορά όλους μας. Ως εκ τούτου, οι ενέργειες αυτές, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα τους, προβληματίζουν. Προφανώς αν η οποιαδήποτε επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα επικαλείται λόγους για εξαιρέσεις είναι εύκολο να ακολουθήσουν και άλλοι. Για παράδειγμα, μπορούν όταν υπάρξει προηγούμενο να επιχειρηματολογήσουν ανάλογα οι εργαζόμενοι του δημόσιου στον ιατρικό και εκπαιδευτικό τομέα.

Ούτως ή άλλως, παρακολουθώντας διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου τα τελευταία χρόνια έχω παρατηρήσει διάφορα φαινόμενα τα οποία με προβληματίζουν έντονα.  Στη σημερινή συγκυρία θεωρώ ότι δεν υπάρχει μια κοινωνία με τη σημασία του όρου – αντίθετα είμαστε ένα άθροισμα ιδιωτών ή και ομάδων συμφερόντων.  Και δεν υπάρχει τομέας που είναι στο απυρόβλητο.  Ακόμα και ο τομέας της δικαιοσύνης, όπως πολλοί έγκριτοι νομικοί αναφέρουν, έχει τα δικά του ελλείμματα: μεταξύ άλλων, σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις με αρνητικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει έκδηλη παρανομία και όχι απλά μια λανθασμένη διοικητική πράξη η αδικία διαιωνίζεται. Αναφέρονται επίσης κατά καιρούς καταπιεστικές συμπεριφορές και ρεβανσισμοί σε αρκετές εκφάνσεις του δημόσιου βίου.  Και τέτοιες συμπεριφορές σε αρκετές περιπτώσεις γίνονται ανεκτές ή ακόμα και στηρίζονται από την ευρύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εξουσίας.

Παράλληλα αρκετές φορές σε διεθνές επίπεδο έχουν εγερθεί ερωτηματικά για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.  Εννοείται ότι και η δικαστική εξουσία λειτουργεί στα πλαίσια του ευρύτερου πολιτικοοικονομικοκοινωνικού γίγνεσθαι. Εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να αποφευχθεί ο επηρεασμός – αρνητικός ή θετικός. Και προφανώς η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αλλά και η επικρατούσα αναξιοκρατία και ευνοιοκρατία – καθώς και ο παραμερισμός του στόχου για επιλογή των «άριστων των αρίστων» - αποτελούν σημαντικά αρνητικά δεδομένα τα οποία πλήττουν την κοινωνική συνοχή.  Και αυτά έχουν ως αφετηρία τις κατά καιρούς επιλογές της εκάστοτε εξουσίας.

Θα καταλήξω τονίζοντας ότι λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πολύ δύσκολες περιστάσεις και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος, ήλθε η ώρα των υπερβάσεων και της ανάληψης ευθυνών.  Θα πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της βαθειάς αξιακής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα μας.

01 December 2016

Μετά το Μοντ Πελαράν η ώρα του πραγματισμού

Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα σε σχέση με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού και τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί σε ένα μέρος της κοινής γνώμης αλλά και της πολιτικής ηγεσίας, θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας σοβαρός προβληματισμός για την περαιτέρω πορεία μας.  Αναμφίβολα ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε προσέλθει στις συνομιλίες με ευελιξία, παρακάμπτοντας την κριτική αλλά πολύ περισσότερο τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια λύση.  Δεν ήταν θέμα ελληνοκυπριακού μαξιμαλισμού η αποτυχία των συνομιλιών όπως υποστήριξε η τουρκοκυπριακή πλευρά. Η πραγματικότητα είναι ότι τα περιθώρια ελιγμών του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μ. Ακιντζί ήταν περιορισμένα, καθώς είχαν προσδιορισθεί από την Άγκυρα. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η Τουρκία του Ερντογάν η οποία ζητεί ξεκάθαρα την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης.  

Δεν θα παραλείψω επίσης να σημειώσω ότι ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής και των ψευδαισθήσεων.  Ακόμα και οι θεωρητικοί των μοντέλων συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) αναγνωρίζουν τις τεράστιες δυσκολίες σε τέτοια πολιτεύματα και υποδεικνύουν ότι και στις καλύτερες περιπτώσεις υπάρχουν τριβές.  Και όμως οι ένθερμοι υποστηρικτές της οποιασδήποτε διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας αγνοούν παντελώς τις πραγματικότητες. Επιπρόσθετα, τις τελευταίες μέρες η προσμονή για επικείμενη λύση συνοδευόταν ως επί το πλείστον με υπερβολικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες.

Θυμάμαι από τα εφηβικά μου χρόνια τις υπερβολές, τις ψευδαισθήσεις και τους ευσεβοποθισμούς.  Με την ανακοίνωση του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, αρχές του Νοεμβρίου 1976, και την εκλογή του Τζίμι Κάρτερ ως Προέδρου των ΗΠΑ ήχησαν οι καμπάνες στην Κύπρο.  Προφανώς υπήρχε η πεποίθηση ότι οι προεκλογικές δηλώσεις του Προέδρου Κάρτερ θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση της Κύπρου. Και όταν λίγους μήνες αργότερα εκδηλώθηκε πρωτοβουλία από τις ΗΠΑ το περιεχόμενο της δεν ήταν το επιθυμητό.

Αλλά και πριν την επιστροφή του Πρόεδρου Μακαρίου στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974 υπήρχε η αίσθηση ότι θα ήταν δυνατό με την παρουσία του να λυθεί με δίκαιο τρόπο και να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις εστίες τους.  Ο ίδιος ο Μακάριος γνώριζε τις προσδοκίες του λαού και το βάρος των υποχρεώσεών του. Όμως δεν ήθελε να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και ως εκ τούτου έστελλε συστηματικά τα ανάλογα μηνύματα: «Δεν θα δώσω υποσχέσεις». Το μόνο που υποσχόταν ήταν ότι «θα αναλώσω εαυτόν στον αγώνα για τα δίκαια του λαού». Και όταν ο Μακάριος μιλούσε για μακροχρόνιο αγώνα επεξηγούσε ότι αυτό δεν ήταν επιλογή του αλλά αποτέλεσμα της σκληρής πραγματικότητας της τουρκικής αδιαλλαξίας. 

Στη σημερινή συγκυρία ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρεται αφ’ ενός σε αξιοπρεπή λύση και αφ’ ετέρου σε οδυνηρό συμβιβασμό. Υπάρχει σοβαρή αντίφαση. Ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα ηγεσία και λαός είναι κατά πόσον μια λύση στη βάση της φιλοσοφίας του Σχεδίου Ανάν μπορεί να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση. 

Ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός επιθυμεί διακαώς την αποκατάσταση της ενότητας της χώρας.  Και ένα ψηλό ποσοστό, πέραν του 67%, θα ήταν έτοιμο για ένα έντιμο συμβιβασμό στη βάση μιας πραγματικά ενοποιητικής ομοσπονδιακής διευθέτησης.  Αλλά δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πανηγυρίζουμε για ένα σχέδιο το οποίο στην πραγματικότητα θα ήταν Δούρειος Ίππος για τη Κυπριακή Δημοκρατία και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.

Εν κατακλείδι, ανεξάρτητα από το εάν η μη επίτευξη συμφωνίας στις συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν δημιούργησε διάφορα συναισθήματα, εκ των πραγμάτων θα πρέπει να επαναξιολογηθεί η στρατηγική για το Κυπριακό.  Θα πρέπει να αξιολογηθεί με σοβαρότητα και με πραγματισμό η προοπτική μιας εξελικτικής προσέγγισης. Εννοείται ότι ταυτόχρονα θα πρέπει να ενισχύεται συνεχώς η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αναβαθμίζεται η αποτελεσματικότητα του κράτους.

25 November 2016

Από τον συμβολισμό της 15ης Νοεμβρίου στην Ελβετία

Οι εκδηλώσεις στην κατεχόμενη Κύπρο για την επέτειο της μονομερούς ανακήρυξης της «ΤΔΒΚ» συνέπεσαν φέτος με την κορύφωση των προσπαθειών για επίλυση του Κυπριακού. Διαχρονικά υπήρξαν πολλές δηλώσεις καταδίκης αλλά και υποσχέσεις για μη αναγνώριση των τετελεσμένων. Και όμως σήμερα αν υπάρξει κατάληξη στις συνομιλίες με την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών είναι αμφίβολο κατά πόσον θα επέλθει βελτίωση του status quo.  Αντίθετα ελλοχεύει ο κίνδυνος να νομιμοποιηθούν και να επισφραγισθούν τα κατοχικά δεδομένα. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να κατανοήσουμε τα δεδομένα επαρκώς, συμπεριλαμβανομένων των συμβολισμών.

Κατ’ επανάληψιν είχα αναφερθεί στις δύο αντίθετες παραστάσεις στην ελεύθερη και κατεχόμενη Κύπρο ιδίως κάθε 20 Ιουλίου, επέτειο της τουρκικής εισβολής, και κάθε 8 Αυγούστου, επέτειο του βομβαρδισμού της Τηλλυρίας το 1964. Η πολιτική ηγεσία δείχνει  να  προσπερνά τη σημασία των αφηγημάτων καθώς και της διαδικασίας νομιμοποίησης. Και αυτό αποτελεί πολύ σοβαρό έλλειμμα. Πρέπει να κατανοηθεί ότι για μια ενοποιημένη κοινή πατρίδα για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου απαιτείται η σωστή αρχιτεκτονική, η οποία σήμερα δεν υφίσταται.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης μεταβαίνει ξανά στην Ελβετία για μια πολύ κρίσιμη διαπραγμάτευση. Από την αρχή της νέας διαδικασίας είχα εκφράσει σοβαρούς προβληματισμούς για την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών καθώς, ως επί το πλείστον, ομοσπονδιακά πολιτεύματα που στηρίζονται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες δεν έχουν ευοίωνο μέλλον.  Και τα δεδομένα καθίστανται δυσμενέστερα όταν υπάρχει ένα βεβαρυμένο ιστορικό παρελθόν. Πέραν τούτων, στη δική μας περίπτωση είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να λειτουργήσει μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδιακή Κύπρος με τους αυστηρούς κανόνες της Ευρωζώνης.

Ευχή μας είναι όπως οι προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας στεφθούν με επιτυχία. Υπάρχουν όμως μερικά δεδομένα τα οποία δεν μπορούμε να προσπερνούμε. Ας υποθέσουμε ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πετύχει τους στόχους της πλευράς μας στο εδαφικό. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ως αντάλλαγμα η τουρκοκυπριακή πλευρά, πέραν από την πολιτική ισότητα και την εκ περιτροπής προεδρία, απαιτεί όπως ο νέος συνεταιρισμός παραμερίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.  Επιπρόσθετα, η σημαία του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους θα είναι αυτή που σήμερα είναι το σύμβολο της «ΤΔΒΚ» και που εμείς θεωρούμε παράνομη.  Από την άλλη θα τεθεί το ερώτημα για το ποια θα είναι η σημαία του ομοσπονδιακού κράτους και ποια η σημαία του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους. Η τουρκοκυπριακή πλευρά απαιτεί νέα σημαία για το νέο κράτος καθώς δεν αποδέχεται την υφιστάμενη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θα έχει ένσταση εάν η σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνει η σημαία του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους – αντίθετα θα το στηρίξει καθώς αυτό θα αποτελεί, συμβολικά και ουσιαστικά, εξευτελισμό επειδή η νόμιμη σημαία του κράτους θα υποβαθμισθεί και θα εξισωθεί με το κατοχικό σύμβολο.

Εν ολίγοις είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να υπερβούμε τα προβλήματα που πηγάζουν από την ανάγκη νομιμοποίησης της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής.  Θα το επαναλάβω:  όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο προέβαλε τη θέση ότι στόχος της ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ακόμη και με βάση τις διακηρύξεις της Τουρκίας η λύση του Κυπριακού θα έπρεπε να συζητείται στα πλαίσια του μόνου νόμιμου κράτους στην Κύπρο, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ πριν από το 1974 υπήρχε αμφιταλάντευση και εν πολλοίς διχασμός ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους μεταξύ του στόχου της ένωσης και του ενιαίου κράτους με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης, μετά το 1974 σταδιακά επεκράτησε το ιδεολόγημα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας το οποίο αφ’ ενός αποδεικνύεται άπιαστο και αφ’ ετέρου εάν τελικά υλοποιηθεί θα εμβαθύνει τα κατοχικά δεδομένα.

Επιπρόσθετα, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις εξελίξεις στην Τουρκία καθώς και τους γεωπολιτικούς στόχους της χώρας αυτής.  Και σε συμβολικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πολιτική σημειολογία του γεγονότος ότι σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικές ώρες. Παρά ταύτα, θα είναι ευχής έργο εάν εκπλαγούμε όλοι ευχάριστα και τελικά υπάρξει ένα Σχέδιο το οποίο να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ηγεσίας και λαού.  Εάν όμως εξακολουθεί να υπάρχει στασιμότητα και εμβάθυνση του χάσματος, προφανώς θα πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά για την περαιτέρω πορεία μας.  Δυστυχώς ενώ διαφαίνεται ότι η τουρκική πλευρά εργάζεται στη βάση καλά οργανωμένων σχεδίων, η ελληνοκυπριακή πλευρά εν πολλοίς ζει με τις ψευδαισθήσεις της και με στρουθοκαμηλισμό αποφεύγει την επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων.

18 November 2016

Η επικράτηση Tράμπ και οι προεκτάσεις

Οι εκάστοτε αμερικανικές προεδρικές εκλογές προκαλούν παγκόσμιο ενδιαφέρον καθώς πέραν από τις προεκτάσεις για την ίδια τη χώρα, είναι δυνατό να επηρεασθεί και η διεθνής κοινότητα γενικότερα.  Στη σημερινή συγκυρία οι ΗΠΑ παραμένουν η πρώτη δύναμη σε ένα πολυπολικό και εν μέρει άναρχο διεθνές περιβάλλον.  Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις. Στο εσωτερικό ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και στην αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας.  Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την ΕΕ, τη Ρωσία, τη Β. Κορέα, το ζήτημα της Ουκρανίας και η αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή είναι μεταξύ των διεθνών ζητημάτων που θα πρέπει να διαχειρισθεί η νέα κυβέρνηση.

Παρά το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση υπήρξαν αρκετά μελανά σημεία παρατηρήθηκε και ένα έντονο πολιτικό-ιδεολογικό στίγμα.  Υπενθυμίζεται ότι πριν από το 2008 η εκλογή Αφροαμερικάνου Προέδρου στις ΗΠΑ εθεωρείτο ανέφικτη.  Και όμως οι πολιτικές συνθήκες οδήγησαν σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου ο Μπαράκ Ομπάμα κέρδισε όχι μόνο το 2008 αλλά και το 2012.  Στην εκλογική αναμέτρηση του 2016 οι δημοσκοπήσεις έδιναν σαφή προβάδισμα στην υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον.  Ο αντίπαλός της εθεωρείτο ιδιόρρυθμος αλλά και εκφραστής μιας νέας λαϊκής δεξιάς φιλοσοφίας που πολύ δύσκολα θα κέρδιζε.  Πέραν τούτου, τα τελευταία χρόνια παρατηρούντο δημογραφικές αλλαγές στη χώρα που ευνοούσαν το Δημοκρατικό Κόμμα. Και όμως η Κλίντον ηττήθηκε.  Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τράμπ ψηφίστηκε εν πολλοίς από την εργατική τάξη και τις αγροτικές περιοχές. 

Η επικράτηση Τράμπ σηματοδοτεί μια νέα φιλοσοφία που υπό προϋποθέσεις θέτει φρένο στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης.  Εξ ορισμού οι αλλαγές αυτές αναδεικνύουν ξανά τη σημασία του έθνους κράτους.  Η πολιτική αυτή ιδεολογικά έχει βαθειές ρίζες στις ΗΠΑ καθώς στη χώρα ανέκαθεν υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούσαν την έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ σε περιφερειακά ζητήματα και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.  Έτσι δεν αποκλείονται δομικές αλλαγές όχι μόνο στη χώρα αλλά και στην ευρύτερη αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος.

Η νίκη Τράμπ πρέπει να αξιολογηθεί και σε συνδυασμό με το Brexit καθώς πρόκειται για μια καθοριστική απόφαση για τη Βρετανία, την ΕΕ αλλά και τη διεθνή κοινότητα.  Υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση αυτή σοβαρό ρόλο διαδραμάτισαν τα μεταναστευτικά ζητήματα περιλαμβανομένου και του θέματος της πιθανής ελεύθερης διακίνησης των Τούρκων πολιτών. Επιπρόσθετα, οι Βρετανοί θεωρούν ότι το έθνος κράτος είναι σε καλύτερη θέση να προστατεύει τα συμφέροντα της χώρας τους. Και τούτο σε μια συγκυρία όπου η ΕΕ δεν αντικρίζει με ισοτιμία τα κράτη μέλη της.  Το Brexit εμπεριείχε επίσης, συμβολικά και ουσιαστικά, και το στοιχείο του προστατευτισμού έναντι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης.  Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος επιβράδυνε ουσιαστικά τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της ΕΕ για προώθηση της TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership) Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση.  Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει δηλώσει ότι θα επαναξιολογήσει αρκετές εμπορικές συμφωνίες.  Αν αξιολογηθούν οι δημογραφικές ομάδες του πληθυσμού που στήριξαν τον Τράμπ αφ’ ενός και το Brexit αφ’ ετέρου προκύπτουν ομοιότητες.

Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι η Χίλαρι Κλίντον είχε τοποθετηθεί με ένα έντονο τρόπο έναντι της Ρωσίας και του ηγέτη της, Βλαντίμιρ Πούτιν.  Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε κατ’ επανάληψιν δηλώσει ότι επιθυμεί να συνεργαστεί με την κυβέρνηση Πούτιν καθώς και με όλες τις χώρες που επιθυμούν να πράξουν ανάλογα. Ενδεχομένως η στάση της κυβέρνησης Τράμπ να διαφοροποιηθεί με τρόπο που να υπάρξει συνεργασία με τη Ρωσία και σε σχέση με τη Μέση Ανατολή καθώς και την Ουκρανία.

Εν ολίγοις ενώ αναγνωρίζεται, ως γενική τοποθέτηση, ότι η εξωτερική πολιτική των χωρών δεν μεταβάλλεται εύκολα και ότι εν πολλοίς χαράσσεται σε τεχνοκρατικό επίπεδο από τα αρμόδια υπουργεία, όταν υπάρχουν τεκτονικές αλλαγές τα δεδομένα διαφοροποιούνται.  Το 1992 όταν εκλέχθηκε ο Μπιλ Κλίντον η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ διαφοροποιήθηκε καθώς συνέπεσε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.  Σε σχέση με το Κυπριακό υπενθυμίζεται ότι προηγουμένως η θέση των ΗΠΑ, όπως και της Βρετανίας, ήταν η λύση να προηγηθεί της ενταξιακής πορείας και μάλιστα ως προϋπόθεση.  Η στάση αυτή διαφοροποιήθηκε μετά το 1992.  Στην περίπτωση που όντως υπάρξει μια ευρύτερη αλλαγή σήμερα στη στάση των ΗΠΑ θα επηρεασθεί το διεθνές περιβάλλον.  Στη σημερινή συγκυρία η Κύπρος, αναλογιζόμενη το Brexit αλλά και την επικράτηση Ντόναλτ Τράμπ, καλείται να ενισχύσει την κρατική της υπόσταση και να καταστεί ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό κράτος, ικανό να κατανοεί και να τοποθετείται αποτελεσματικά έναντι των διεθνών αλλαγών.

11 November 2016

Οι εξελίξεις στο Κυπριακό και οι οιωνοί

Παρά τις σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πλευρών οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό έχουν εισέλθει σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή και είναι δυνατόν να υπάρξουν ισχυρές παραινέσεις, αν όχι πιέσεις, από εξωτερικούς παράγοντες για την επίλυση του προβλήματος. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα θα πρέπει να υπάρξει ένας σοβαρός προβληματισμός.

Πρώτα απ’ όλα είναι αμφίβολο κατά πόσον η υφιστάμενη βάση των συνομιλιών μπορεί να οδηγήσει σε μια βιώσιμη διευθέτηση.  Στην παρούσα συγκυρία οι θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς εν πολλοίς ισοδυναμούν με νομιμοποίηση και ενδεχομένως εμβάθυνση των αποτελεσμάτων της εισβολής. Ιδίως η τουρκοκυπριακή επιμονή για εκ περιτροπής προεδρία – θέση που δεν θεωρείται αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων - συμβολικά παραπέμπει σε όρους παράδοσης.  Με βασικό επιχείρημα την ερμηνεία της πολιτικής ισότητας, η τουρκοκυπριακή πλευρά εγείρει αιτήματα στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης όπου κατ’ ουσίαν θα υπάρχουν διπλές πλειοψηφίες.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά θεωρεί επίσης καθοριστικής σημασίας την έννοια του νέου συνεταιρισμού στα πλαίσια μιας συμφωνίας δύο ιδρυτικών συνιστώντων κρατών.  Προφανώς στα πλαίσια αυτά η Κυπριακή Δημοκρατία θα παραμερισθεί, έστω και αν κάποιοι Ελληνοκύπριοι θα θεωρούν ότι υπάρχει συνέχεια επειδή το νέο κράτος δεν θα υποβάλει αίτηση για ένταξη στον ΟΗΕ και στην ΕΕ. Η πραγματικότητα είναι ότι θα υπάρξει αντικατάσταση (και όχι συνέχεια) της Κυπριακής Δημοκρατίας από το νέο κρατικό μόρφωμα.  Και μια τέτοια εξέλιξη θα είναι μη αναστρέψιμη όπως, έστω και μόλις πρόσφατα, προειδοποίησαν μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας.

Διαχρονικά παρατηρούμε ότι οι υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν πολύ σοβαρές.  Δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του τεράστιου ανισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών.  Ήταν επίσης και αποτέλεσμα της πλάνης ότι η οποιαδήποτε λύση βελτιώνει το status quo.

Αλλά και στο οικονομικό πεδίο τα πράγματα είναι περίπλοκα.  Υπό κανονικές συνθήκες η αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αναγνώρισή της από την Τουρκία και η ομαλοποίηση των σχέσεων θα δημιουργούσε πολύ θετικές προοπτικές.  Επιπλέον, η μορφή της λύσης όπως συζητείται, με ένα απαγορευτικό κόστος της δημόσιας διοίκησης, δημιουργεί δύσκολα δεδομένα.  Ασφαλώς το κόστος δεν μπορούν να το καταβάλλουν οι Ελληνοκύπριοι. Είναι αδύνατο για την Κύπρο να αντέξει τους σκληρούς κανόνες της Ευρωζώνης με τρεις κυβερνήσεις καθώς και την τοπική αυτοδιοίκηση.  Επιπρόσθετα, θα υπάρξουν επιπλοκές με το τραπεζικό σύστημα των κατεχομένων.  Ούτε η υιοθέτηση του ευρώ σε ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου θα είναι εύκολο εγχείρημα. 

Δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί δεδομένη η νομιμοποίηση του νέου κράτους και οι συνθήκες ενότητας στη χώρα.  Αντίθετα, στη βάση των ιστορικών δεδομένων της Κύπρου, η νομιμοποίηση και η νομιμοφροσύνη θα είναι προς τα δύο συνιστώντα κράτη αντίστοιχα και όχι προς το κοινό ομοσπονδιακό κράτος.  Επιπρόσθετα, στην απουσία ενός ελάχιστου κοινού πλαισίου στόχων θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα.  Ούτε μπορούμε να παραγνωρίσουμε την απουσία ενός κοινού αφηγήματος.  Τα δεδομένα αυτά θα ενισχύουν τις εθνικιστικές τάσεις στην Κύπρο.

Το ευρύτερο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από εντάσεις και ρευστότητα.  Στη Μέση Ανατολή υπάρχει αποσταθεροποίηση και διαδικασίες επαναχάραξης συνόρων.  Και η Τουρκία προσπαθεί να διεκδικήσει ένα ουσιαστικά αναβαθμισμένο γεωστρατηγικό ρόλο.  Διάφοροι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η Τουρκία έχει επεκτατικές βλέψεις έναντι της Κύπρου.  Στην καλύτερη περίπτωση για την Κύπρο η Τουρκία θα στοχεύσει μόνο στη Φιλλανδοποίηση/προτεκταροποίηση της Κύπρου.  Προφανώς στη χειρότερη περίπτωση προβάλλει η τουρκοποίηση ως απειλή σε βάθος χρόνου. Με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι μόνο με στρατιωτικά μέσα που είναι δυνατό να λάβει αυτό χώρα αλλά και διά της δημογραφικής διάστασης.

Και να μην υπήρχαν όλα αυτά τα αρνητικά δεδομένα τα πολύπλοκα μοντέλα συναινετικής δημοκρατίας μπορούν να έχουν κάποιες πιθανότητες να οδηγήσουν σε υποφερτά αποτελέσματα όταν μια κοινωνία χαρακτηρίζεται από τεράστια αποθέματα ανοχής, μεγαλοψυχίας και διάθεση για συναινετικές λύσεις.  Στην Κύπρο πέραν ενός αρνητικού παρελθόντος τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δυσεύρετα.  Αντίθετα υπάρχουν συχνά φαινόμενα καταπιεστικών συμπεριφορών σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.

Εν κατακλείδι λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα διαφαίνεται ότι εξελίξεις δεν είναι ευοίωνες. Παρά ταύτα εμείς θα πρέπει παρά τις αντιξοότητες να σεβασθούμε τη διαχρονική εθνική προσταγή «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης». Είναι λοιπόν απαραίτητο να επιστρατευθεί ο ορθολογισμός, η γνώση και τα αποθέματα ψυχικού σθένους για την περαιτέρω πορεία μας.

21 October 2016

Η ώρα της επαναξιολόγησης

Τους τελευταίους μήνες προβάλλονται έντονα σε διάφορα επίπεδα του δημόσιου διαλόγου (κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις για το Κυπριακό. Το χάσμα αυτό παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε μια βαθειά διχασμένη κοινωνία. Εάν αναλογισθούμε το τι τεκταίνεται και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογα εθνικά προβλήματα διαπιστώνουμε ότι η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση.

Επιπρόσθετα, τις τελευταίες μέρες καθίσταται προφανές ότι υπάρχουν ουσιαστικές δυσκολίες στον υπό εξέλιξη διάλογο για επίλυση του Κυπριακού. Πέραν των διαφορετικών προσεγγίσεων σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, ακόμα και ο Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακκιντζί, έχουν τα δικά τους όρια που πηγάζουν από τις ξεχωριστές ιδιαίτερές τους συνθήκες.  Παρατηρείται, όχι μόνο σε αυτή τη διαδικασία αλλά και σε προηγούμενες, μια δυστοκία όταν εισέρχονται οι συνομιλίες στην τελική ευθεία.  Αυτό είναι εύλογο καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος τα αποτελέσματα να είναι δυσμενή.

Όμως το κυριότερο ζήτημα είναι βαθύτερο.  Μεταξύ άλλων, το μείζον ερώτημα είναι κατά πόσον μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του status quo και σε μια βιώσιμη διευθέτηση.  Συνειδητά δεν χρησιμοποιώ την έννοια δίκαιη λύση. Υπενθυμίζω το ψηλό κόστος της δημόσιας διοίκησης σε ένα τέτοιο πολίτευμα καθώς και τα προβλήματα από την απουσία ενός ελάχιστου πλαισίου κοινών στόχων.

Αρκετοί διακεκριμένοι καθηγητές διακυβέρνησης και διανοητές έχουν εκφράσει την άποψη ότι τέτοιου είδους μοντέλα είναι θνησιγενή. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρξει επιτυχία ή τουλάχιστον ομαλός δημόσιος βίος.  Μεταξύ των καθοριστικών παραγόντων για θετική έκβαση είναι ένα ψηλό επίπεδο μεγαλοψυχίας και ανοχής, απουσία εξωτερικών παρεμβάσεων, καθώς και ένα ιστορικό υπόβαθρο χωρίς συγκρούσεις.  Στην Κύπρο οι παράγοντες αυτοί δεν υφίστανται.

Επιπρόσθετα, επισημαίνουν ότι στις πλείστες περιπτώσεις μοντέλων συναινετικής δημοκρατίας με εθνοκοινοτικούς πυλώνες υπάρχουν, στην καλύτερη περίπτωση, πολλές απογοητεύσεις.  Το χειρότερο όμως είναι όταν δημιουργούνται τριβές που καταλήγουν σε συγκρούσεις, οι οποίες πολλές φορές είναι βίαιες και αιματηρές.  Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, η πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Λίβανος και το σημερινό Ιράκ.  Αλλά και η ιδιόμορφη περίπτωση της Κύπρου δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία καθώς το σύστημα του 1960 κατέρρευσε νωρίς.

Προφανώς θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε ορισμένα δεδομένα όπως τις υπέρμετρες προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί από την εκλογή του Μ. Ακιντζί και τη συγκυρία των δύο συνομιλητών που υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν. Πέραν τούτου έφθασε ο καιρός να ξεκαθαρισθούν ορισμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μείζον θέμα της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια μιας ενοποιητικής ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού.  Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, είναι σημαντικό να επαναξιολογήσουμε πώς εμβολιάζεται η διαδικασία των συνομιλιών για να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις –όπως η κατάληξη σε ένα σχέδιο που θα απορριφθεί ή η κατάρρευση της διαδικασίας.

Παρατηρώντας τις εξελίξεις στη Βοσνία, με τις έντονες εθνοτικές τριβές και την αποτυχία της Συμφωνίας του Ντέιτον να οδηγήσει σε ένα ενοποιημένο πολιτικό σύστημα, θα πρέπει να προβληματισθούμε.  Το πολιτικό σύστημα στην Κύπρο θεωρεί για χρόνια τώρα το μοντέλο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας στα πλαίσια της συναινετικής δημοκρατίας ως μονόδρομο, καθώς θεωρείται ότι είναι ο μόνος τρόπος αποκατάστασης της ενότητας της Κύπρου.  Υπογραμμίζεται συναφώς το κεκτημένο του κύκλου των διακοινοτικών συνομιλιών εδώ και χρόνια.  Ως εκ τούτου υπάρχει η πεποίθηση ότι τυχόν προσπάθεια απεγκλωβισμού από μια τέτοια φιλοσοφία θα οδηγήσει σε δυσμενείς εξελίξεις.  Επισημαίνεται όμως ότι οι συνομιλίες στη βάση αυτού του μοντέλου δεν οδήγησαν σε ένα συμφωνημένο πλαίσιο λύσης.

Από τη στιγμή που καθίσταται προφανές ότι το συγκεκριμένο μοντέλο δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης θα πρέπει να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός.  Εν ολίγοις, εάν η υφιστάμενη βάση των συνομιλιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του status quo αλλά αντίθετα είναι δυνατόν να υπάρξει επιδείνωση της κατάστασης, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλα ομοσπονδιακά πλαίσια. Δεδομένου του γεγονότος ότι αποκλείονται το ενιαίο κράτος και μια χαλαρή ομοσπονδία με στοιχεία συνομοσπονδίας, το ζητούμενο θα πρέπει να είναι ένα ενοποιητικό ομοσπονδιακό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες.  Παράλληλα θα πρέπει να αξιολογήσουμε την προοπτική μιας εξελικτικής διαδικασίας σε διάφορα επίπεδα καθώς και την αξιοποίηση του Πρωτοκόλλου 10 της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να υπάρξει και μια εποικοδομητική εμπλοκή της ΕΕ από την οποία άλλωστε η Κύπρος νομιμοποιείται να έχει απαιτήσεις.

07 October 2016

Ο ΓΙΟΥΝΚΕΡ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΕ Η Ρητορική και η Πραγματικότητα

Η ομιλία του Προέδρου Γιούνκερ για την κατάσταση της Ένωσης υπογραμμίζει ότι η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και ότι πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική έτσι ώστε να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Προφανώς, εκτός από τις απαραίτητες διαδικασίες και τη βαθειά κατανόηση των θεμάτων, είναι απαραίτητο να υπάρχει η πολιτική βούληση για την κατάλληλη δράση.

Η ομιλία Γιούνκερ έλαβε χώρα τρεις μήνες μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία για το Brexit. Εκτός από τον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό και τα πρόσθετα εσωτερικά ζητήματα, όπως τα θέματα μετανάστευσης, οι διαρθρωτικές αδυναμίες και τα προβλήματα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας κρίσης στην Ευρωζώνη, συνέβαλαν στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Η τρομοκρατία στοιχειώνει και την ΕΕ. Οι πολίτες της ΕΕ πληρώνουν και αυτοί το οδυνηρό τίμημα της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς και την έλλειψη πολιτικών για την ενίσχυση της σταθερότητας και της ανάπτυξης σε αυτές τις περιοχές. Αυτό σχετίζεται επίσης με την προσφυγική κρίση και την αδυναμία της Ένωσης να ενεργοποιήσει η/και να συμβάλει σε διεθνείς ολοκληρωμένες πολιτικές για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων ή τουλάχιστο στον περιορισμό τους.

Επιπλέον, η ΕΕ απέτυχε στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων. Η υψηλή ανεργία, ο αποκλεισμός μιας σημαντικής μερίδας των Ευρωπαίων πολιτών, η αυξανόμενη ανισότητα και η αβεβαιότητα αποτελούν σημαντικά θέματα. Αναπόφευκτα τα αρνητικά αυτά δεδομένα οδήγησαν στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού.

Ο Πρόεδρος Γιούνκερ δήλωσε επίσης ότι «Εμείς θα ενισχύσουμε και θα μεταρρυθμίσουμε την Οικονομική και Νομισματική μας Ένωση» και υπογράμμισε «την ανάγκη για εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με βάση την κοινή λογική». Εμμέσως υπάρχει μια αποδοχή του τεράστιου χάους που δημιουργήθηκε εξ αιτίας των πολιτικών σκληρής λιτότητας. Τυχόν διατήρηση αυτών των πολιτικών θα προκαλέσει αναπόφευκτα περαιτέρω εντάσεις στην Ευρωζώνη και την ΕΕ στο σύνολό της. Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη καθιστά δύσκολο για μια χώρα να ακολουθήσει πολιτικές με διακριτική ευχέρεια για την αντιμετώπιση μιας σοβαρής ύφεσης, δεδομένου ότι πρέπει να ακολουθήσει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην εμβάθυνση της κρίσης με περαιτέρω περικοπές των δημόσιων δαπανών και αύξηση των φόρων. Στην πραγματικότητα έχουμε μια κατάσταση αυτόματων αποσταθεροποιητών οι οποίοι, σε συνδυασμό με μια σφιχτή νομισματική πολιτική, οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο αποπληθωρισμού. Για να λειτουργήσει η Ευρωζώνη θα πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα δημοσιονομικής στήριξης από το κέντρο, μια φιλοσοφία που προς το παρόν δεν υφίσταται.

Ο Γιούνκερ τόνισε επίσης τη σημασία της αλληλεγγύης η οποία «είναι η κόλλα που κρατά η Ένωσή μας ενωμένη». Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Ένωση έχει αποτύχει και σε αυτό τον τομέα. Δεν είναι μόνο το πώς γίνεται η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης. Η Ιταλία έχει λάβει πρόσφατα βοήθεια για την αντιμετώπιση της τραπεζικής της κρίσης (η οποία συνδέεται με περίπου €400 δις μη εξυπηρετούμενα δάνεια) χωρίς bail-in, όπως είχε γίνει στην Κύπρο με καταστροφικά αποτελέσματα τον Μάρτιο του 2013. Προφανώς, αυτό είναι μια περίπτωση δύο μέτρων και δύο σταθμών. Σύμφωνα με τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Ισπανίας, Μ. Μορατίνος, στην περίπτωση της Κύπρου η ΕΕ ενήργησε μυωπικά και με τις υπαγορευμένες  πολιτικές της εμβάθυνε την κρίση.

Το ιστορικό της Κύπρου και της Ελλάδας καταδεικνύει ότι, δεδομένων των ενδογενών διαρθρωτικών προβλημάτων αυτών των δύο χωρών, οι συνταγές της Τρόικας επιδείνωσαν την κατάσταση και υπονόμευσαν την κοινωνική συνοχή τους, θέτοντας σε κίνδυνο και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΕ στην ευρύτερη περιοχή. Τέτοιες συμπεριφορές και πρακτικές σχετίζονται με την υφιστάμενη δυσμενή κατάσταση στην ΕΕ. Επιπλέον, εκτός από το τεράστιο έλλειμμα αλληλεγγύης, υπάρχουν βαθιές θεσμικές, δομικές και πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, υπάρχει ένα όριο σε σχέση με το πόσο βαθειά μπορούν να προχωρήσουν οι ενιαίες πολιτικές της ΕΕ. Αντιθέτως, είναι σημαντικό για τα εθνικά κράτη να είναι πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των δικών τους προκλήσεων.

Ο Γιούνκερ αναφέρθηκε επίσης στην επίλυση του Κυπριακού και εξέφρασε την υποστήριξη της ΕΕ. Αναμφίβολα υπάρχει μια δικοινοτική διάσταση του προβλήματος, αλλά οι διεθνείς και γεωστρατηγικές πτυχές είναι ακόμη πιο σημαντικές. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της Τουρκίας είναι καθοριστικός και η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει ότι η Τουρκία κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος. Μια λύση του Κυπριακού με βάση εθνοκοινοτικούς πυλώνες θα οδηγήσει σε απογοητεύσεις και ενδεχομένως σε αποσταθεροποίηση. Η Κύπρος θα έχει καλύτερες προοπτικές με ένα ενοποιητικό ομοσπονδιακό μοντέλο. Η ΕΕ θα μπορούσε να ενθαρρύνει μια τέτοια προσέγγιση με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης μιας εξελικτικής διαδικασίας. Μια τέτοια πορεία θα είναι επίσης σημαντική για την ίδια ΕΕ ειδικά αν επιθυμεί να έχει έναν ουσιαστικό ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι. 

22 September 2016

Ας μιλήσουμε με επιχειρήματα και όχι αφορισμούς

Αναμφίβολα η Κύπρος διέρχεται μια πολύ δύσκολη περίοδο με εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις.  Πρώτα απ’ όλα είναι το Κυπριακό με τις διαπραγματεύσεις να λαμβάνουν χώρα σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον.  Συγκεκριμένα, στο οικονομικό πεδίο έχει επέλθει σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας ενώ εξακολουθεί να υπάρχει ψηλή ανεργία και δημογραφική αιμορραγία. Επιπρόσθετα, η Κύπρος παραμένει η πρώτη χώρα μη εξυπηρετούμενων δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ.  Προφανώς η Λευκωσία διαπραγματεύεται το υπαρξιακό ζήτημα του Κυπριακού σε μια συγκυρία σχετικής αδυναμίας η οποία επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τη δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι τυχαίο που η Τουρκία απροκάλυπτα προχωρεί προς την ισλαμοποίηση και ενσωμάτωση των κατεχομένων τόσο σε ουσιαστικό όσο και συμβολικό επίπεδο.  Δεν μπορεί να παραβλεφθεί άλλωστε, σημειολογικά, η ευθυγράμμιση της ώρας στα κατεχόμενα με την Τουρκία.

Ταυτόχρονα η ΕΕ αντιμετωπίζει μια βαθειά και πολυδιάστατη κρίση.  Το γεγονός αυτό δεν είναι ανεξάρτητο και από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για Brexit στις 23 Ιουνίου 2016.  Παράλληλα υπάρχει ένα ασταθές περιβάλλον στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής με έντονες ενδοεθνικές και ενδοθρησκευτικές συγκρούσεις που οδηγούν στην επαναχάραξη συνόρων.  Επιπρόσθετα, η Τουρκία βρίσκεται σήμερα σε μια ιδιαίτερη καμπή καθώς το καθεστώς Ερτογάν προσπαθεί αφ’ ενός να εμπεδώσει την αλλαγή υποδείγματος που έχει λάβει χώρα και παράλληλα να καταστεί μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη με ευρύτερη εμβέλεια.

Η Κύπρος δεν μένει ανεπηρέαστη από όλα αυτά τα δεδομένα.  Η Λευκωσία καλείται να τα αξιολογήσει και να τοποθετηθεί με τρόπο που να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Κρίνοντας από την πολιτική που ακολουθείται σε αρκετά μείζονος σημασίας θέματα και την ευρύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πολλές φορές δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με τον βαθμό που είναι κατανοητές οι προκλήσεις αυτές.  Η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος καθώς και οι συστηματικές προσπάθειες δημιουργίας εντυπώσεων ή ακόμα και ψευδαισθήσεων, δεν μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Και όταν ένα μήνυμα επαναλαμβάνεται συνεχώς τότε μπορεί να θεωρείται και ως δεδομένο παρά το γεγονός ότι μπορεί να απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Κατά καιρούς τα μηνύματα στελεχών της ευρύτερης κυβερνητικής παράταξης αναφέρονταν σε οικονομική έκρηξη στην περίπτωση λύσης και σε success story ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης και των μνημονίων. Οι σκληρές πραγματικότητες όμως παραπέμπουν σε άλλα δεδομένα.  Για παράδειγμα, στην περίπτωση λύσης με βάση το υπό συζήτηση μοντέλο θα επέλθει επιδείνωση σε διάφορα επίπεδα ενώ η σταθερότητα του όλου συστήματος δεν θα είναι δεδομένη.  Και είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει η νέα οντότητα να αντεπεξέλθει στους σκληρούς κανόνες της Ευρωζώνης.  Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που και ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σε πρόσφατες δηλώσεις του αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα δημιουργίας ειδικού ταμείου για το κόστος της λύσης. Πέραν τούτου είναι προφανές ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν ενδιαφέρεται για συμβίωση σε ένα ενοποιημένο κράτος αλλά για μια διευθέτηση με στοιχεία χαλαρής ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας.  Προφανώς μια τέτοια εξέλιξη θα ενταφιάζει οριστικά και αμετάκλητα την Κυπριακή Δημοκρατία.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες προβάλλονται σε διάφορα επίπεδα πολιτικής αλλά και κοινωνικής δικτύωσης διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις για το Κυπριακό. Το χάσμα αυτό παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε μια βαθειά διηρημένη κοινωνία. Εάν αναλογισθούμε το τι τεκταίνεται και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογα εθνικά προβλήματα, η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση.  Η ιδιαιτερότητα όμως στη χώρα μας είναι η έντονη ιδεολογικοποίηση του Κυπριακού, η οποία δεν συμβάλλει στην εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.

Θα πρέπει όμως με πραγματισμό να συζητήσουμε τα ζητήματα αυτά και να καταλήξουμε σε συγκεκριμένη στρατηγική επιβίωσης καθώς και σε οδικό χάρτη εφ’ όλης της ύλης.  Για να γίνει πραγματικός διάλογος θα πρέπει να είναι σεβαστές όλες οι απόψεις.  Το καθοριστικό για τη συζήτηση θα είναι η επιχειρηματολογία και η τεκμηρίωση και όχι οι αφορισμοί.

Πλησιάζουμε ήδη σε ένα πολύ οριακό σημείο.  Στην περίπτωση που υπάρξει κατάληξη σε περίγραμμα λύσης και ο λαός κληθεί να τοποθετηθεί σε δημοψήφισμα θα υπάρχουν οδυνηρά διλήμματα ακόμα και για αυτούς που το προέκριναν. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κατάληξη αλλά αποτυχία της διαδικασίας θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικά σενάρια.

16 September 2016

Συναινετική δημοκρατία και συγκρουσιακές συμπεριφορές

Τις τελευταίες μέρες δημιουργείται ένα κλίμα ευφορίας για επικείμενη λύση του Κυπριακού.  Και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θεωρεί ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα εμπεριέχει σαφείς βελτιώσεις σε σχέση με εκείνο που απορρίφθηκε το 2004.  Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε ορισμένα ζητήματα λαμβάνοντας υπ’ όψιν και βασικά ιστορικά δεδομένα.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1960 στη βάση ενός μοντέλου συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) το οποίο στηρίζεται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες.  Πολλοί συνταγματολόγοι και πολιτικοί αναλυτές είχαν έγκαιρα εκφράσει τη θέση ότι το μέλλον του κράτους αυτού θα ήταν δυσοίωνο.  Επισημαίνεται ότι υπήρχαν και άλλα προβλήματα όπως η απουσία επαρκούς πολιτικής παράδοσης και κατανόησης της φιλοσοφίας των συναινετικών διαδικασιών.  Επιπρόσθετα, οι έξωθεν παρεμβάσεις καθώς και οι εθνικές ιδεολογίες αφ’ ενός της ένωσης και αφ’ ετέρου της διχοτόμησης εξ ορισμού δεν ενθάρρυναν τη διακοινοτική συνεργασία. 

Μετά τα γεγονότα της περιόδου 1963-64 και του 1967 έλαβαν χώρα νέες προσπάθειες για οριστική επίλυση του Κυπριακού στη βάση ενός ενιαίου κράτους με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Μετά την τραγωδία του 1974 η βάση των συνομιλιών διαφοροποιήθηκε δραστικά και ουσιαστικά στηρίχθηκε σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες, στη συναινετική δημοκρατία και στον γεωγραφικό διαχωρισμό.  Πέραν του ρόλου της Τουρκίας, ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι: εάν η διευθέτηση του 1960 τελικά κατέρρευσε, πώς ένα Σύνταγμα χειρότερο από εκείνο μπορεί να λειτουργήσει σήμερα;

Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθούν δύο επιπρόσθετα ζητήματα. Το κυπριακό πολιτικό σύστημα, το οποίο διακατέχεται από μια τάση εσωστρέφειας και στρουθοκαμηλισμού, δεν κατανοεί επαρκώς τις εξελίξεις σε περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο στα συναφή θέματα. Επίσης για χρόνια τώρα η πολιτική ηγεσία δεν αξιολογεί σωστά τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα.  Για παράδειγμα, πεισματικά αρνείται να αξιολογήσει τις αδυναμίες ομοσπονδιακών μοντέλων βασισμένων σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες καθώς και τα αποτελέσματα τους όπου έχουν εφαρμοσθεί.  Κλασσικά παραδείγματα αποτυχίας η Γιουγκοσλαβία, η Βοσνία και ο Λίβανος.  Αλλά και το Βέλγιο, στην καρδιά της ΕΕ, έχει τα δικά του προβλήματα δυσλειτουργίας.  Και σίγουρα η Κύπρος δεν είναι Βέλγιο.  Ούτε και Ελβετία.

Θα αναμένετο ιδίως από τους υπερμάχους τέτοιων μοντέλων – όπως το Βοσνιακό και του Ανάν – να ενδιατρίψουν και να εμπεδώσουν τη φιλοσοφία τους: ότι εν πολλοίς στηρίζονται στους πυλώνες των συναινετικών διαδικασιών, της μεγαλοψυχίας, της ανοχής, του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών και ούτω καθ’ εξής.  Επειδή στη σημερινή κυπριακή κοινωνία αυτά τα χαρακτηριστικά απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον είναι σοφό να συντηρούνται ψηλές προσδοκίες από μια τέτοια λύση.  Επιπρόσθετα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον εποικισμό και την ισλαμοποίηση στην κατεχόμενη Κύπρο τα δεδομένα καθίστανται δυσμενέστερα.

Είναι σεβαστές οι προθέσεις όλων των συμπατριωτών μας που στηρίζουν ακόμα και αυτά τα προβληματικά και διαιρετικά μοντέλα ως το μόνο μέσο αποκατάστασης της ενότητας της Κύπρου. Οικοδομώντας στις θετικές αυτές προθέσεις είναι σημαντικό να καταβληθούν προσπάθειες για να πεισθούν ότι οι προοπτικές μιας διευθέτησης που θα αντέξει στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν ουσιαστικά με άλλα ομοσπονδιακά ενοποιητικά (integrationalist) στοιχεία. Ταυτόχρονα πρέπει να κατανοηθεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας να επιστρατευθούν εξελικτικές διαδικασίες. 

Από την άλλη είναι δύσκολο να επιδειχθεί επιείκεια σε εκείνους τους υπερμάχους της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που ενώ μιλούν για συμφιλίωση και λύση εδώ και τώρα, η καθημερινότητά τους σε επαγγελματικό επίπεδο έναντι των Ελληνοκυπρίων συμπατριωτών τους χαρακτηρίζεται από καταπίεση, παρανομία, ετσιθελισμό, εμπάθεια και αλαζονεία. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι δυστυχώς σε αρκετές εκφάνσεις του δημόσιου βίου, αρκετά προβλήματα δεν επιλύονται με συναινετικές διαδικασίες αλλά με το στοιχείο της διαπλοκής, της διαβολής και της επιβολής.  Το εύλογο ερώτημα είναι πώς είναι δυνατό με τέτοιες νοοτροπίες να οικοδομηθεί ένα ευοίωνο μέλλον. 

Εκ των πραγμάτων και με την πολιτική που έχει ακολουθηθεί, αναπόφευκτα η Κύπρος θα βρεθεί και πάλιν ενώπιον υπαρξιακών διλημμάτων. Στην περίπτωση κατάληξης σε σχέδιο λύσης ο λαός θα κληθεί να το εγκρίνει ή να το απορρίψει. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει κατάληξη είναι σημαντικό να μην καταρρεύσει αλλά να εμπλουτισθεί η διαδικασία με τρόπο που να συμπεριληφθούν και εξελικτικές προσεγγίσεις με τελικό στόχο την αποκατάσταση της ενότητας Κύπρου στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού πλαισίου. Προς αυτή την κατεύθυνση και ο ρόλος της παιδείας είναι καθοριστικός καθώς καλείται να καλλιεργήσει συστηματικά τη φιλοσοφία της κριτικής σκέψης, της ελευθερίας, της συνεργασίας, της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού και ταυτόχρονα να αποθαρρύνει κάθε μορφή φασισμού.

09 September 2016

SigmaLive App

Κατεβάστε την εφαρμογή στο κινητό σας για άμεση και γρήγορη ενημέρωση.

AppStore App LinkGoogle PlayStore App Link

Ακολουθήστε μας

Παρακολουθήστε τις εξελίξεις μέσω των social media του SigmaLive


Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter και μείνετε πάντα ενήμεροι!

Εγγραφή στο Newsletter