Η ώρα της επαναξιολόγησης
Ανδρέας Θεοφάνους
07.10.2016
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τους τελευταίους μήνες προβάλλονται έντονα σε διάφορα επίπεδα του δημόσιου διαλόγου (κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις για το Κυπριακό. Το χάσμα αυτό παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε μια βαθειά διχασμένη κοινωνία. Εάν αναλογισθούμε το τι τεκταίνεται και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογα εθνικά προβλήματα διαπιστώνουμε ότι η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση.
Επιπρόσθετα, τις τελευταίες μέρες καθίσταται προφανές ότι υπάρχουν ουσιαστικές δυσκολίες στον υπό εξέλιξη διάλογο για επίλυση του Κυπριακού. Πέραν των διαφορετικών προσεγγίσεων σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, ακόμα και ο Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακκιντζί, έχουν τα δικά τους όρια που πηγάζουν από τις ξεχωριστές ιδιαίτερές τους συνθήκες. Παρατηρείται, όχι μόνο σε αυτή τη διαδικασία αλλά και σε προηγούμενες, μια δυστοκία όταν εισέρχονται οι συνομιλίες στην τελική ευθεία. Αυτό είναι εύλογο καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος τα αποτελέσματα να είναι δυσμενή.
Όμως το κυριότερο ζήτημα είναι βαθύτερο. Μεταξύ άλλων, το μείζον ερώτημα είναι κατά πόσον μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του status quo και σε μια βιώσιμη διευθέτηση. Συνειδητά δεν χρησιμοποιώ την έννοια δίκαιη λύση. Υπενθυμίζω το ψηλό κόστος της δημόσιας διοίκησης σε ένα τέτοιο πολίτευμα καθώς και τα προβλήματα από την απουσία ενός ελάχιστου πλαισίου κοινών στόχων.
Αρκετοί διακεκριμένοι καθηγητές διακυβέρνησης και διανοητές έχουν εκφράσει την άποψη ότι τέτοιου είδους μοντέλα είναι θνησιγενή. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρξει επιτυχία ή τουλάχιστον ομαλός δημόσιος βίος. Μεταξύ των καθοριστικών παραγόντων για θετική έκβαση είναι ένα ψηλό επίπεδο μεγαλοψυχίας και ανοχής, απουσία εξωτερικών παρεμβάσεων, καθώς και ένα ιστορικό υπόβαθρο χωρίς συγκρούσεις. Στην Κύπρο οι παράγοντες αυτοί δεν υφίστανται.
Επιπρόσθετα, επισημαίνουν ότι στις πλείστες περιπτώσεις μοντέλων συναινετικής δημοκρατίας με εθνοκοινοτικούς πυλώνες υπάρχουν, στην καλύτερη περίπτωση, πολλές απογοητεύσεις. Το χειρότερο όμως είναι όταν δημιουργούνται τριβές που καταλήγουν σε συγκρούσεις, οι οποίες πολλές φορές είναι βίαιες και αιματηρές. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, η πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Λίβανος και το σημερινό Ιράκ. Αλλά και η ιδιόμορφη περίπτωση της Κύπρου δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία καθώς το σύστημα του 1960 κατέρρευσε νωρίς.
Προφανώς θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε ορισμένα δεδομένα όπως τις υπέρμετρες προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί από την εκλογή του Μ. Ακιντζί και τη συγκυρία των δύο συνομιλητών που υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν. Πέραν τούτου έφθασε ο καιρός να ξεκαθαρισθούν ορισμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μείζον θέμα της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια μιας ενοποιητικής ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα, είναι σημαντικό να επαναξιολογήσουμε πώς εμβολιάζεται η διαδικασία των συνομιλιών για να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις –όπως η κατάληξη σε ένα σχέδιο που θα απορριφθεί ή η κατάρρευση της διαδικασίας.
Παρατηρώντας τις εξελίξεις στη Βοσνία, με τις έντονες εθνοτικές τριβές και την αποτυχία της Συμφωνίας του Ντέιτον να οδηγήσει σε ένα ενοποιημένο πολιτικό σύστημα, θα πρέπει να προβληματισθούμε. Το πολιτικό σύστημα στην Κύπρο θεωρεί για χρόνια τώρα το μοντέλο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας στα πλαίσια της συναινετικής δημοκρατίας ως μονόδρομο, καθώς θεωρείται ότι είναι ο μόνος τρόπος αποκατάστασης της ενότητας της Κύπρου. Υπογραμμίζεται συναφώς το κεκτημένο του κύκλου των διακοινοτικών συνομιλιών εδώ και χρόνια. Ως εκ τούτου υπάρχει η πεποίθηση ότι τυχόν προσπάθεια απεγκλωβισμού από μια τέτοια φιλοσοφία θα οδηγήσει σε δυσμενείς εξελίξεις. Επισημαίνεται όμως ότι οι συνομιλίες στη βάση αυτού του μοντέλου δεν οδήγησαν σε ένα συμφωνημένο πλαίσιο λύσης.
Από τη στιγμή που καθίσταται προφανές ότι το συγκεκριμένο μοντέλο δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης θα πρέπει να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός. Εν ολίγοις, εάν η υφιστάμενη βάση των συνομιλιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του status quo αλλά αντίθετα είναι δυνατόν να υπάρξει επιδείνωση της κατάστασης, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλα ομοσπονδιακά πλαίσια. Δεδομένου του γεγονότος ότι αποκλείονται το ενιαίο κράτος και μια χαλαρή ομοσπονδία με στοιχεία συνομοσπονδίας, το ζητούμενο θα πρέπει να είναι ένα ενοποιητικό ομοσπονδιακό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες. Παράλληλα θα πρέπει να αξιολογήσουμε την προοπτική μιας εξελικτικής διαδικασίας σε διάφορα επίπεδα καθώς και την αξιοποίηση του Πρωτοκόλλου 10 της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να υπάρξει και μια εποικοδομητική εμπλοκή της ΕΕ από την οποία άλλωστε η Κύπρος νομιμοποιείται να έχει απαιτήσεις.