Μετά το Μοντ Πελαράν η ώρα του πραγματισμού
Ανδρέας Θεοφάνους
25.11.2016
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα σε σχέση με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού και τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί σε ένα μέρος της κοινής γνώμης αλλά και της πολιτικής ηγεσίας, θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας σοβαρός προβληματισμός για την περαιτέρω πορεία μας. Αναμφίβολα ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε προσέλθει στις συνομιλίες με ευελιξία, παρακάμπτοντας την κριτική αλλά πολύ περισσότερο τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια λύση. Δεν ήταν θέμα ελληνοκυπριακού μαξιμαλισμού η αποτυχία των συνομιλιών όπως υποστήριξε η τουρκοκυπριακή πλευρά. Η πραγματικότητα είναι ότι τα περιθώρια ελιγμών του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μ. Ακιντζί ήταν περιορισμένα, καθώς είχαν προσδιορισθεί από την Άγκυρα. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η Τουρκία του Ερντογάν η οποία ζητεί ξεκάθαρα την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Δεν θα παραλείψω επίσης να σημειώσω ότι ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής και των ψευδαισθήσεων. Ακόμα και οι θεωρητικοί των μοντέλων συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) αναγνωρίζουν τις τεράστιες δυσκολίες σε τέτοια πολιτεύματα και υποδεικνύουν ότι και στις καλύτερες περιπτώσεις υπάρχουν τριβές. Και όμως οι ένθερμοι υποστηρικτές της οποιασδήποτε διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας αγνοούν παντελώς τις πραγματικότητες. Επιπρόσθετα, τις τελευταίες μέρες η προσμονή για επικείμενη λύση συνοδευόταν ως επί το πλείστον με υπερβολικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες.
Θυμάμαι από τα εφηβικά μου χρόνια τις υπερβολές, τις ψευδαισθήσεις και τους ευσεβοποθισμούς. Με την ανακοίνωση του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, αρχές του Νοεμβρίου 1976, και την εκλογή του Τζίμι Κάρτερ ως Προέδρου των ΗΠΑ ήχησαν οι καμπάνες στην Κύπρο. Προφανώς υπήρχε η πεποίθηση ότι οι προεκλογικές δηλώσεις του Προέδρου Κάρτερ θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση της Κύπρου. Και όταν λίγους μήνες αργότερα εκδηλώθηκε πρωτοβουλία από τις ΗΠΑ το περιεχόμενο της δεν ήταν το επιθυμητό.
Αλλά και πριν την επιστροφή του Πρόεδρου Μακαρίου στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974 υπήρχε η αίσθηση ότι θα ήταν δυνατό με την παρουσία του να λυθεί με δίκαιο τρόπο και να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις εστίες τους. Ο ίδιος ο Μακάριος γνώριζε τις προσδοκίες του λαού και το βάρος των υποχρεώσεών του. Όμως δεν ήθελε να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και ως εκ τούτου έστελλε συστηματικά τα ανάλογα μηνύματα: «Δεν θα δώσω υποσχέσεις». Το μόνο που υποσχόταν ήταν ότι «θα αναλώσω εαυτόν στον αγώνα για τα δίκαια του λαού». Και όταν ο Μακάριος μιλούσε για μακροχρόνιο αγώνα επεξηγούσε ότι αυτό δεν ήταν επιλογή του αλλά αποτέλεσμα της σκληρής πραγματικότητας της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Στη σημερινή συγκυρία ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρεται αφ’ ενός σε αξιοπρεπή λύση και αφ’ ετέρου σε οδυνηρό συμβιβασμό. Υπάρχει σοβαρή αντίφαση. Ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα ηγεσία και λαός είναι κατά πόσον μια λύση στη βάση της φιλοσοφίας του Σχεδίου Ανάν μπορεί να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση.
Ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός επιθυμεί διακαώς την αποκατάσταση της ενότητας της χώρας. Και ένα ψηλό ποσοστό, πέραν του 67%, θα ήταν έτοιμο για ένα έντιμο συμβιβασμό στη βάση μιας πραγματικά ενοποιητικής ομοσπονδιακής διευθέτησης. Αλλά δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πανηγυρίζουμε για ένα σχέδιο το οποίο στην πραγματικότητα θα ήταν Δούρειος Ίππος για τη Κυπριακή Δημοκρατία και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.
Εν κατακλείδι, ανεξάρτητα από το εάν η μη επίτευξη συμφωνίας στις συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν δημιούργησε διάφορα συναισθήματα, εκ των πραγμάτων θα πρέπει να επαναξιολογηθεί η στρατηγική για το Κυπριακό. Θα πρέπει να αξιολογηθεί με σοβαρότητα και με πραγματισμό η προοπτική μιας εξελικτικής προσέγγισης. Εννοείται ότι ταυτόχρονα θα πρέπει να ενισχύεται συνεχώς η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αναβαθμίζεται η αποτελεσματικότητα του κράτους.