Συναινετική δημοκρατία και συγκρουσιακές συμπεριφορές
Ανδρέας Θεοφάνους
09.09.2016
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τις τελευταίες μέρες δημιουργείται ένα κλίμα ευφορίας για επικείμενη λύση του Κυπριακού. Και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θεωρεί ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα εμπεριέχει σαφείς βελτιώσεις σε σχέση με εκείνο που απορρίφθηκε το 2004. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε ορισμένα ζητήματα λαμβάνοντας υπ’ όψιν και βασικά ιστορικά δεδομένα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1960 στη βάση ενός μοντέλου συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) το οποίο στηρίζεται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες. Πολλοί συνταγματολόγοι και πολιτικοί αναλυτές είχαν έγκαιρα εκφράσει τη θέση ότι το μέλλον του κράτους αυτού θα ήταν δυσοίωνο. Επισημαίνεται ότι υπήρχαν και άλλα προβλήματα όπως η απουσία επαρκούς πολιτικής παράδοσης και κατανόησης της φιλοσοφίας των συναινετικών διαδικασιών. Επιπρόσθετα, οι έξωθεν παρεμβάσεις καθώς και οι εθνικές ιδεολογίες αφ’ ενός της ένωσης και αφ’ ετέρου της διχοτόμησης εξ ορισμού δεν ενθάρρυναν τη διακοινοτική συνεργασία.
Μετά τα γεγονότα της περιόδου 1963-64 και του 1967 έλαβαν χώρα νέες προσπάθειες για οριστική επίλυση του Κυπριακού στη βάση ενός ενιαίου κράτους με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Μετά την τραγωδία του 1974 η βάση των συνομιλιών διαφοροποιήθηκε δραστικά και ουσιαστικά στηρίχθηκε σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες, στη συναινετική δημοκρατία και στον γεωγραφικό διαχωρισμό. Πέραν του ρόλου της Τουρκίας, ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι: εάν η διευθέτηση του 1960 τελικά κατέρρευσε, πώς ένα Σύνταγμα χειρότερο από εκείνο μπορεί να λειτουργήσει σήμερα;
Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθούν δύο επιπρόσθετα ζητήματα. Το κυπριακό πολιτικό σύστημα, το οποίο διακατέχεται από μια τάση εσωστρέφειας και στρουθοκαμηλισμού, δεν κατανοεί επαρκώς τις εξελίξεις σε περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο στα συναφή θέματα. Επίσης για χρόνια τώρα η πολιτική ηγεσία δεν αξιολογεί σωστά τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα. Για παράδειγμα, πεισματικά αρνείται να αξιολογήσει τις αδυναμίες ομοσπονδιακών μοντέλων βασισμένων σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες καθώς και τα αποτελέσματα τους όπου έχουν εφαρμοσθεί. Κλασσικά παραδείγματα αποτυχίας η Γιουγκοσλαβία, η Βοσνία και ο Λίβανος. Αλλά και το Βέλγιο, στην καρδιά της ΕΕ, έχει τα δικά του προβλήματα δυσλειτουργίας. Και σίγουρα η Κύπρος δεν είναι Βέλγιο. Ούτε και Ελβετία.
Θα αναμένετο ιδίως από τους υπερμάχους τέτοιων μοντέλων – όπως το Βοσνιακό και του Ανάν – να ενδιατρίψουν και να εμπεδώσουν τη φιλοσοφία τους: ότι εν πολλοίς στηρίζονται στους πυλώνες των συναινετικών διαδικασιών, της μεγαλοψυχίας, της ανοχής, του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών και ούτω καθ’ εξής. Επειδή στη σημερινή κυπριακή κοινωνία αυτά τα χαρακτηριστικά απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον είναι σοφό να συντηρούνται ψηλές προσδοκίες από μια τέτοια λύση. Επιπρόσθετα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον εποικισμό και την ισλαμοποίηση στην κατεχόμενη Κύπρο τα δεδομένα καθίστανται δυσμενέστερα.
Είναι σεβαστές οι προθέσεις όλων των συμπατριωτών μας που στηρίζουν ακόμα και αυτά τα προβληματικά και διαιρετικά μοντέλα ως το μόνο μέσο αποκατάστασης της ενότητας της Κύπρου. Οικοδομώντας στις θετικές αυτές προθέσεις είναι σημαντικό να καταβληθούν προσπάθειες για να πεισθούν ότι οι προοπτικές μιας διευθέτησης που θα αντέξει στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν ουσιαστικά με άλλα ομοσπονδιακά ενοποιητικά (integrationalist) στοιχεία. Ταυτόχρονα πρέπει να κατανοηθεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας να επιστρατευθούν εξελικτικές διαδικασίες.
Από την άλλη είναι δύσκολο να επιδειχθεί επιείκεια σε εκείνους τους υπερμάχους της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που ενώ μιλούν για συμφιλίωση και λύση εδώ και τώρα, η καθημερινότητά τους σε επαγγελματικό επίπεδο έναντι των Ελληνοκυπρίων συμπατριωτών τους χαρακτηρίζεται από καταπίεση, παρανομία, ετσιθελισμό, εμπάθεια και αλαζονεία. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι δυστυχώς σε αρκετές εκφάνσεις του δημόσιου βίου, αρκετά προβλήματα δεν επιλύονται με συναινετικές διαδικασίες αλλά με το στοιχείο της διαπλοκής, της διαβολής και της επιβολής. Το εύλογο ερώτημα είναι πώς είναι δυνατό με τέτοιες νοοτροπίες να οικοδομηθεί ένα ευοίωνο μέλλον.
Εκ των πραγμάτων και με την πολιτική που έχει ακολουθηθεί, αναπόφευκτα η Κύπρος θα βρεθεί και πάλιν ενώπιον υπαρξιακών διλημμάτων. Στην περίπτωση κατάληξης σε σχέδιο λύσης ο λαός θα κληθεί να το εγκρίνει ή να το απορρίψει. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει κατάληξη είναι σημαντικό να μην καταρρεύσει αλλά να εμπλουτισθεί η διαδικασία με τρόπο που να συμπεριληφθούν και εξελικτικές προσεγγίσεις με τελικό στόχο την αποκατάσταση της ενότητας Κύπρου στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού πλαισίου. Προς αυτή την κατεύθυνση και ο ρόλος της παιδείας είναι καθοριστικός καθώς καλείται να καλλιεργήσει συστηματικά τη φιλοσοφία της κριτικής σκέψης, της ελευθερίας, της συνεργασίας, της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού και ταυτόχρονα να αποθαρρύνει κάθε μορφή φασισμού.