Κατακερματισμένη Κοινωνία - Ώρα για Κοινωνικό Συμβόλαιο
Ανδρέας Θεοφάνους
01.12.2016
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Αφορμή, αλλά όχι η αιτία, για το κείμενο αυτό αποτέλεσε δημοσίευμα για πρόσφατη απόφαση των δικαστών «να καταργήσουν από την 1η Ιανουαρίου 2017 την αποκοπή 20% από τους μισθούς τους, που αποτελεί τη δική τους εισφορά προς το κράτος εξαιτίας των δημοσιονομικών προβλημάτων και που για τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα γίνεται με νόμο. Η απόφαση πάρθηκε πριν μερικές μέρες από το Ανώτατο Δικαστήριο και ενημερώθηκε με επιστολή ο υπουργός Οικονομικών». Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι δικαστές θεωρούν ότι «η διατήρηση της αντιμισθίας των δικαστών, αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η οποία διασφαλίζεται μέσα και από την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων τους».
Ταυτόχρονα οι δικαστές σημειώνουν ότι η οικονομία εν πολλοίς έχει επανέλθει. (Αυτό δεν αντικατοπτρίζει τα υφιστάμενα δεδομένα. Η πραγματικότητα είναι ότι έχει επέλθει μια σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας). Η ενέργεια αυτή ακολούθησε πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο καλεί την κυβέρνηση να καταβάλει τις αποκοπές σε έξι πολύσυνταξιούχους. Η απόφαση του Δικαστηρίου είχε σχολιασθεί αρνητικά σε διάφορους κύκλους. Μπορεί να υπήρχαν νομικά ερείσματα για τη συγκεκριμένη απόφαση, η ουσία όμως παραμένει αναλλοίωτη: όταν υπάρχει κρίση το κόστος θα πρέπει να το επωμιζόμαστε όλοι αναλογικά. Πέραν του γεγονότος ότι υπάρχουν συνταξιούχοι διαφόρων ταχυτήτων, προφανώς θα πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες οι οποίες είναι δυνατό να ενισχύσουν αλυσιδωτά διεκδικήσεις, η υλοποίηση των οποίων θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλοκές για την οικονομία με αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο. (Αναγκαία σημείωση: Από το 2009 διέβλεπα την επερχόμενη οικονομική κρίση και υπογράμμιζα την ανάγκη για δημοσιονομική περισυλλογή. Ωστόσο, το επιχείρημα που προέβαλλαν οι διαφωνούντες για μια τέτοια περισυλλογή ήταν οι συλλογικές συμβάσεις που προνοούσαν προσαυξήσεις και ΑΤΑ και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και αυξήσεις. Θα έπρεπε προ πολλού να είχε επεξηγηθεί ότι για την εφαρμογή των εκάστοτε συλλογικών συμβάσεων θα πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη οικονομική δυνατότητα.)
Σημειώνεται συναφώς ότι αφ’ ενός είναι αδιανόητο να γίνεται λόγος για πολλαπλές συντάξεις και αφ’ ετέρου να υπάρχουν επαγγελματικές ομάδες χωρίς συνεισφορές, ενώ παράλληλα πολλά άτομα της τρίτης ηλικίας λαμβάνουν σύνταξη κάτω από €500 μηνιαίως. Και μεταξύ αυτών βρίσκονται γυναίκες και άνδρες που έδωσαν στην κοινωνία πολλά παιδιά και εγγόνια.
Η κρίση αφορά όλους μας. Ως εκ τούτου, οι ενέργειες αυτές, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα τους, προβληματίζουν. Προφανώς αν η οποιαδήποτε επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα επικαλείται λόγους για εξαιρέσεις είναι εύκολο να ακολουθήσουν και άλλοι. Για παράδειγμα, μπορούν όταν υπάρξει προηγούμενο να επιχειρηματολογήσουν ανάλογα οι εργαζόμενοι του δημόσιου στον ιατρικό και εκπαιδευτικό τομέα.
Ούτως ή άλλως, παρακολουθώντας διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου τα τελευταία χρόνια έχω παρατηρήσει διάφορα φαινόμενα τα οποία με προβληματίζουν έντονα. Στη σημερινή συγκυρία θεωρώ ότι δεν υπάρχει μια κοινωνία με τη σημασία του όρου – αντίθετα είμαστε ένα άθροισμα ιδιωτών ή και ομάδων συμφερόντων. Και δεν υπάρχει τομέας που είναι στο απυρόβλητο. Ακόμα και ο τομέας της δικαιοσύνης, όπως πολλοί έγκριτοι νομικοί αναφέρουν, έχει τα δικά του ελλείμματα: μεταξύ άλλων, σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις με αρνητικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει έκδηλη παρανομία και όχι απλά μια λανθασμένη διοικητική πράξη η αδικία διαιωνίζεται. Αναφέρονται επίσης κατά καιρούς καταπιεστικές συμπεριφορές και ρεβανσισμοί σε αρκετές εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Και τέτοιες συμπεριφορές σε αρκετές περιπτώσεις γίνονται ανεκτές ή ακόμα και στηρίζονται από την ευρύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εξουσίας.
Παράλληλα αρκετές φορές σε διεθνές επίπεδο έχουν εγερθεί ερωτηματικά για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Εννοείται ότι και η δικαστική εξουσία λειτουργεί στα πλαίσια του ευρύτερου πολιτικοοικονομικοκοινωνικού γίγνεσθαι. Εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να αποφευχθεί ο επηρεασμός – αρνητικός ή θετικός. Και προφανώς η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αλλά και η επικρατούσα αναξιοκρατία και ευνοιοκρατία – καθώς και ο παραμερισμός του στόχου για επιλογή των «άριστων των αρίστων» - αποτελούν σημαντικά αρνητικά δεδομένα τα οποία πλήττουν την κοινωνική συνοχή. Και αυτά έχουν ως αφετηρία τις κατά καιρούς επιλογές της εκάστοτε εξουσίας.
Θα καταλήξω τονίζοντας ότι λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πολύ δύσκολες περιστάσεις και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος, ήλθε η ώρα των υπερβάσεων και της ανάληψης ευθυνών. Θα πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της βαθειάς αξιακής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα μας.