Απόψεις: SigmaLive
«Si vis pacem, para bellum» - «Αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο»
Όπως λέει το λατινικό ρητό, αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε έναν ολοένα και πιο ασταθή κόσμο, η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τη δική της άμυνα και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Αυτό δεν θα είναι εφικτό χωρίς συγκεκριμένες δράσεις και πολιτική βούληση, η οποία έχει απουσιάσει για δεκαετίες από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η επερχόμενη θητεία του πρώτου Ευρωπαίου Επιτρόπου για την Άμυνα και το Διάστημα υπόσχεται να αφυπνίσει την ΕΕ από το λήθαργό της.
Πιο λεπτομερείς τρόποι ενίσχυσης της άμυνας της Ευρώπης συζητήθηκαν πρόσφατα εντός της πολιτικής μας οικογένειας, της Ομάδας του ΕΛΚ, καταλήγοντας στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής έκθεσης με τίτλο «Μια Ευρώπη που προστατεύει: μια Ευρώπη που προάγει την πραγματική ειρήνη, οικοδομώντας μια πραγματική Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση». Η λύση είναι σαφής: πρέπει να δράσουμε τώρα και να το κάνουμε αποφασιστικά, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της κατάστασης, την τελευταία δεκαετία η Μόσχα και το Πεκίνο αύξησαν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς κατά σχεδόν 300% και 600% αντίστοιχα. Την ίδια στιγμή, οι χώρες της ΕΕ αύξησαν τους δικούς τους μόνον κατά 20%. Ακόμη και τώρα, δεν έχουν εκπληρώσει όλοι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ τον στόχο του 2% του ΑΕΠ. Πρέπει να ενισχύσουμε τις προσπάθειές μας – είναι ζήτημα αξιοπιστίας. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η Ρωσία θα είναι σε θέση να εξαπολύσει μια πλήρους κλίμακας επίθεση κατά της ΕΕ και του ΝΑΤΟ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Η Ευρώπη πρέπει, επομένως, να αναλάβει επιτέλους την ευθύνη της ασφάλειάς της και να γίνει ικανή και πρόθυμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα συμφέροντά της. Στη στρατηγική μας έκθεση, προτείνουμε πέντε συγκεκριμένα βήματα για να το πετύχουμε αυτό.
Πρώτον, χρειαζόμαστε μια πραγματική Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά Άμυνας. Η συνεχιζόμενη αναποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς άμυνας οδηγεί σε περιττές επικαλύψεις, χαμηλή αποτελεσματικότητα των δαπανών άμυνας και, συνεπώς, σε σπατάλη των χρημάτων των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Δεν είναι ιδανικό το γεγονός ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ προμηθεύονται ακόμη το 78% του στρατιωτικού τους εξοπλισμού από μη ευρωπαϊκές πηγές. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δείχνει επίσης ότι οι κατακερματισμένες δυνατότητες και η έλλειψη παραγωγικής και επισκευαστικής ικανότητας οδηγούν σε μακρές και ευάλωτες αλυσίδες εφοδιασμού για πυρομαχικά, ανταλλακτικά και συντήρηση. Μια πλήρως ανεπτυγμένη Ενιαία Αγορά Άμυνας πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις στη βιομηχανική μας ικανότητα, τη συμμετοχή των ΜΜΕ, την άρση των διασυνοριακών εμποδίων και την προώθηση πανευρωπαϊκής αξίας εφοδιαστικών αλυσίδων. Πρέπει να βελτιστοποιήσουμε επειγόντως την παραγωγή μέσω τυποποίησης, αμοιβαίας αναγνώρισης πιστοποίησης και προτεραιοποίησης. Πρέπει να ενσωματώσουμε την Ουκρανία στην αγορά μας και να ευνοήσουμε τις κοινές προμήθειες μεταξύ των κρατών μελών.
Δεύτερον, πρέπει να σκεφτούμε φιλόδοξα και να επενδύσουμε στο μέλλον των αμυντικών τεχνολογιών της ΕΕ. Πρέπει να αυξήσουμε σημαντικά την επένδυσή μας σε αναδυόμενες και αποτρεπτικές τεχνολογίες άμυνας, όπως την κυβερνοάμυνα, το διάστημα, τα νέα υλικά και τις κατασκευές, την τεχνητή νοημοσύνη, τους κβαντικούς υπολογιστές, το cloud computing, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (IoT), τη η ρομποτική, τη βιοτεχνολογία και τη νανοτεχνολογία. Σε στενή συνεργασία με τους διατλαντικούς εταίρους μας, πρέπει να αντιμετωπίσουμε φιλόδοξα ευρωπαϊκά έργα, όπως μια κοινή και διαλειτουργική ασπίδα πυραυλικής άμυνας, μια ευρωπαϊκή πυρηνική ασπίδα, και μια ευρωπαϊκή DARPA (Defence Advanced Research Programme Agency - Υπηρεσία Έρευνας Προηγμένων Αμυντικών Προγραμμάτων).
Τρίτον, χρειαζόμαστε περισσότερη αμυντική συνεργασία και ενσωματωμένες ευρωπαϊκές δυνατότητες. Η Ομάδα του ΕΛΚ οραματίζεται μια Αμυντική Ένωση με κοινές δυνατότητες σε ξηρά, θάλασσα, αέρα, διάστημα και κυβερνοχώρο, σε συμφωνία με το ΝΑΤΟ, και με τη Ικανότητα Άμεσης Ανάπτυξης (RDC) ως μόνιμης και άμεσα διαθέσιμης δύναμης. Η Στρατιωτική Κινητικότητα πρέπει να ακολουθηθεί με συγκεκριμένα μέτρα, ιδίως με έναν οδικό χάρτη για την επίτευξη μιας «στρατιωτικής Σένγκεν», που θα εγγυάται τη στρατιωτική κινητικότητα εντός των συνόρων της ΕΕ. Πρέπει να καθιερώσουμε ένα πλήρως στελεχωμένο και εξοπλισμένο Κοινό Επιτελείο, το οποίο θα συνδυάζει πολιτικά και στρατιωτικά εργαλεία, ώστε να αξιοποιείται πλήρως η ολοκληρωμένη προσέγγιση της ΕΕ στη διαχείριση κρίσεων, από τον στρατηγικό σχεδιασμό και τα επιχειρησιακά σχέδια μέχρι την πραγματική διεξαγωγή αποστολών και επιχειρήσεων.
Τέταρτον, χρειαζόμαστε περισσότερες επενδύσεις, έξυπνη νομοθεσία, ανάπτυξη βιομηχανικής ικανότητας και καλύτερες υποδομές. Οι φιλοδοξίες μας στην άμυνα πρέπει να συνοδευτούν από την κατάλληλη χρηματοδότηση στον μελλοντικό πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ. Πρέπει επειγόντως να επικεντρωθούμε σε περισσότερες, καλύτερες και κοινές επενδύσεις. Ταυτόχρονα, ζητάμε λιγότερους κανονισμούς και διοικητικά βάρη. Η επερχόμενη Λευκή Βίβλος για το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Άμυνας πρέπει να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την πραγματοποίηση των προβλέψεων της έκθεσης Draghi, η οποία υπογραμμίζει την ανάγκη για επιπλέον 500 δισ. ευρώ επενδύσεων στον ευρωπαϊκό τομέα άμυνας μέσα στην επόμενη δεκαετία. Πρέπει να εξετάσουμε νέους τρόπους χρηματοδότησης των προγραμμάτων μας. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει μια αναθεώρηση της εντολής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και πρόσθετες απαλλαγές ΦΠΑ. Οι δανειοδοτήσεις της ΕΤΕπ πρέπει να στηρίζουν ιδιωτικές επενδύσεις στη βιομηχανία άμυνας της Ευρώπης.
Τέλος, η Ευρώπη χρειάζεται μια ισχυρή φωνή στον κόσμο όταν πρόκειται για άμυνα και ασφάλεια. Για την Ομάδα του ΕΛΚ, η στενή διατλαντική σχέση και η συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ παραμένει θεμέλιος λίθος της ασφάλειάς μας. Ωστόσο, αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση ότι εμείς, οι Ευρωπαίοι, πρέπει να είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τα δικά μας συμφέροντα, οικοδομώντας τις δικές μας συμπληρωματικές και διαλειτουργικές αμυντικές δυνατότητες. Μια αληθινή συνεργασία σημαίνει κοινές ευθύνες, κοινές προσπάθειες και ίσο καταμερισμό βαρών.
Δεν μπορούμε να στεκόμαστε άπραγοι ενώ ο κόσμος γύρω μας συνεχίζει να εξοπλίζεται. Το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας εξαρτάται όχι μόνον από πολιτικές, αλλά και από πολιτική βούληση. Είναι καιρός η Ευρώπη να αναλάβει την ευθύνη για την άμυνά της. Ο κόσμος μας παρακολουθεί...
Των
Αndrius Kubilius
Andrzej Halicki.
Λουκά Φουρλά
Μιχάλη Χατζηπαντέλα
21 November 2024
Η επόμενη κίνηση της Μόσχας μετά την επίθεση του Κίεβου με ATACMS
Η πρόσφατη πυραυλική επίθεση των Ουκρανών σε ρωσικό έδαφος, με τη στήριξη των ΗΠΑ, φέρνει στο προσκήνιο την επόμενη κίνηση της Ρωσίας. Η Μόσχα είχε προειδοποιήσει ότι τέτοιες ενέργειες θα θεωρηθούν ως άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, γεγονός που εντείνει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ωστόσο, ο Πούτιν, όπως έχουμε δει στο παρελθόν, δεν συνηθίζει να αντιδρά παρορμητικά ή ασύμμετρα. Αντίθετα, οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται από μακροπρόθεσμο στρατηγικό υπολογισμό και αποφυγή ενεργειών που δεν εξυπηρετούν τους ευρύτερους στόχους του.
Αντίθετα, κατά την εκτίμησή μου, η Ρωσία είναι πιθανό να αξιοποιήσει το περιστατικό ως το απόλυτο πρόσχημα για μια συντονισμένη και μεγάλης κλίμακας επίθεση. Ο στρατηγικός στόχος φαίνεται να είναι η μετατροπή της Ουκρανίας σε περίκλειστο κράτος, στερώντας της την πρόσβαση στη θάλασσα και μειώνοντας δραστικά τη γεωπολιτική της σημασία.
Ήδη από τις 10 Μαρτίου του 2022, σε δημόσιες τοποθετήσεις, είχα επισημάνει τη στρατηγική σημασία πόλεων όπως η Οδησσός, η Χερσώνα και το Μικολάιβ. Παράλληλα, η εκτίμηση ότι η Ρωσία δεν θα σταματούσε τις εχθροπραξίες πριν εξασφαλίσει τον έλεγχο, ειδικά της Οδησσού, διατυπώθηκε στο άρθρο μου με τίτλο «Παίγνια της Ισχύος ΙΙ, ο Κόσμος σε μη Αντιστρέψιμη Τροχιά Παγκοσμίου Πολέμου», που δημοσιεύθηκε στις 18 Μαρτίου 2024. Αυτή η εκτίμηση, αν επαληθευτεί, θα ολοκλήρωνε το σχέδιο απομόνωσης της Ουκρανίας από τη Μαύρη Θάλασσα. Οι πρόσφατες εξελίξεις ίσως επιβεβαιώσουν τη σημασία αυτής της στρατηγικής ανάλυσης και μας οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια τέτοια κίνηση, αν πραγματοποιηθεί, θα μπορούσε να βασίζεται στη βαθιά δυσπιστία της Μόσχας απέναντι στους Δυτικούς. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται να θεωρεί ότι οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία, η οποία θα επιδιώκει τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης, είναι πιθανό να μην τηρηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιστορική εμπειρία της Ρωσίας, με περιστατικά αθέτησης υποσχέσεων και παραβίασης συμφωνιών, ενισχύει την άποψη ότι η διασφάλιση του «μαλακού υπογαστρίου» της θα πρέπει να γίνει μέσω φυσικού ελέγχου εδαφών, αντί να βασίζεται σε καλές προθέσεις ή γραπτές δεσμεύσεις.
Επιπλέον, ο πρόεδρος Πούτιν, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για μια μεγάλης κλίμακας επίθεση, φαίνεται να λαμβάνει μέτρα ώστε να περιορίσει τις απώλειες στο ρωσικό ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό είναι κρίσιμο για την αποφυγή εσωτερικών αντιδράσεων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί στρατηγική παραπλάνησης. Επί μήνες, η Ρωσία έδειχνε να χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, παρουσιάζοντας μια εικόνα αδυναμίας στα μάτια των Δυτικών. Ωστόσο, αυτή η τακτική μπορεί να είχε σκοπό να αποπροσανατολίσει και να υποτιμηθεί η πραγματική ικανότητα της Μόσχας να αναλάβει πρωτοβουλία. Η τακτική αυτή ευθυγραμμίζεται με τη σοφία του Σούν Τζού, ο οποίος δίδασκε ότι «το να φαίνεσαι αδύναμος όταν είσαι ισχυρός» είναι κλειδί για την παραπλάνηση του αντιπάλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναφορές για συμμετοχή Βορειοκορεατών στρατιωτών αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώ αρχικά παρουσιάστηκαν ως βοήθεια για να καλύψουν την υποτιθέμενη αδυναμία της Ρωσίας, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην επερχόμενη επίθεση μεγάλης κλίμακας, ενισχύοντας τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Μόσχας στο σενάριο μιας τέτοιας επιχείρησης. Αυτή η κίνηση, εάν επιβεβαιωθεί, εντάσσεται σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που αποσκοπεί τόσο στην εσωτερική σταθερότητα όσο και στην επιτυχή υλοποίηση μιας συντονισμένης επίθεσης.
Από την πλευρά των ΗΠΑ, όπως έχω αναλύσει και στο άρθρο μου της 24/07/24 με τίτλο «Απόπειρα Εναντίον του Τραμπ: Αναλύοντας τα Αίτια, την Πολυπλοκότητα, τους Παράγοντες Ακρίβειας και Γιατί Απέτυχε», όπου και επιβεβαιώθηκα, η διοίκηση Μπάιντεν και το βαθύ κράτος φαίνεται να επιδιώκουν την κλιμάκωση, πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος τους είναι να τον παγιδεύσουν στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Δημοκρατικών, δεσμεύοντας τον ουσιαστικά να ακολουθήσει πολιτικές που δύσκολα θα μπορεί να ανατρέψει ή να εγκαταλείψει. Αυτή η στρατηγική είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης από τη νέα κυβέρνηση.
Ο Μπάιντεν, σε αυτή τη συγκυρία, λειτουργεί ως βολικό πρόσωπο για τους Δημοκρατικούς και το βαθύ κράτος. Κάθε πολιτική αποτυχία ή γεωπολιτική κρίση μπορεί να του αποδοθεί, μετατρέποντάς τον στον αποδιοπομπαίο τράγο της πολιτικής τους—μια τακτική που εξασφαλίζει ότι οι πραγματικοί αρχιτέκτονες των αποφάσεων παραμένουν ανεπηρέαστοι και ανεύθυνοι για τις συνέπειες των ενεργειών τους.
Κατά την τελική μου εκτίμηση, το Ουκρανικό ζήτημα φαίνεται να έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν εδώ και αρκετούς μήνες, πριν ακόμα ο Τραμπ εξασφαλίσει την επιστροφή του στην εξουσία. Απλά, οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται να διευκολύνουν τη Ρωσία στην εδραίωση εδαφικών κερδών, χωρίς να προκαλούν αρνητικό αντίκτυπο στις υποσχέσεις του Τραμπ ότι θα τερματίσει τον πόλεμο. Αυτό το πλαίσιο καθιστά τις εξελίξεις βολικές και για τις δύο πλευρές, καθώς εξυπηρετούν τις στρατηγικές τους επιδιώξεις με αμοιβαία επωφελή τρόπο.
Κρίς Κωνσταντινίδης Οικονομολόγος, Διεθνολόγος
21 November 2024
Η νίκη Τραμπ ως εξέγερση της μεσαίας τάξης και η νέα ευσεβής Αμερική
Η επιβλητική νίκη του Donald J. Trump με 312 εκλέκτορες, υπεροχή 5 εκατομμυρίων στην λαϊκή ψήφο και έλεγχο της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων διέψευσε τα προγνωστικά αναλυτών και επισήμων ΜΜΕ. Ο Trump ως πολιτικό φαινόμενο αντανακλά την ανάγκη της αμερικανικής μεσαίας τάξης να υπερασπισθεί τις ιστορικές αξίες και ιδρυτικές αρχές των ΗΠΑ και την ανάγκη για εσωτερική συνοχή ενώπιον της μαζικής μετανάστευσης και του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού. Όσο οι Δημοκρατικοί των καθεστωτικών ΜΜΕ/πανεπιστημίων/Hollywood υποτιμούσαν αλαζονικά τα λαϊκά στρώματα ή ασχολούνταν με περιθωριακά θέματα, ο Trump αντιλήφθηκε τα πραγματικά ζητήματα: οικονομία, ασφάλεια, μαζική μετανάστευση, ιστορική ταυτότητα, τα έθεσε χωρίς υποχωρήσεις στην πολιτική ορθότητα και δικαιώθηκε.
Η νίκη Trump σηματοδοτεί την εξέγερση των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων κατά της νέας κοινωνικής συνθήκης στις δυτικές κοινωνίες, της νεοφεουδαλικής τάξης με έντονη ιεραρχική διάρθρωση και ανισότητες. Η νεοφεουδαλική τάξη ως ερμηνευτική αναφορά αντιστοιχεί στις τρεις τάξεις πριν το 1789 (Πρώτη Τάξη: ιερατείο, Δεύτερη Τάξη: αριστοκρατία, Τρίτη Τάξη: αστοί, αγρότες, εργάτες). Η νεοφεουδαλική τάξη απαρτίζεται από ολιγάρχες που ελέγχουν τα ΜΜΕ (Δεύτερη Τάξη) και ένα αντιπαραδοσιακό woke ιερατείο (Πρώτη Τάξη) που ελέγχει τα πανεπιστήμια, την δημοσιογραφία και το Hollywood. Το ιερατείο έχει τις ίδιες ιδέες με τις ολιγαρχικές ελίτ: ανοικτά σύνορα, κατάργηση του δυτικού πολιτισμού, έναν αφαιρετικό νομικισμό χωρίς ιστορικές αναφορές που αντιστοιχεί στην θεολογική αρχή, αποδόμηση της οικογένειας, διαγραφή του ιστορικού παρελθόντος, υβριδικές μορφές πολιτισμού και ταυτότητας, ακόμη και σωματικής. Η Τρίτη Τάξη αποτελείται από την μεσαία τάξη με ιδιοκτησία (το ιστορικό θεμέλιο της πραγματικής δημοκρατίας) που τελεί σε παρακμή και ένα χαμηλότερο στρώμα νέων δουλοπάροικων των πόλεων (αστικοί νομάδες χωρίς ιδιοκτησία, συχνά με υψηλό μορφωτικό κεφάλαιο).
Το ιδεοληπτικό woke ιερατείο έχει ξεκινήσει πόλεμο στις παραδοσιακές συλλογικές αξίες του δυτικού πολιτισμού (Χριστιανισμό, οικογένεια, πατριωτισμό, ιδιοκτησία) που έχουν συνδεθεί ιστορικώς με την δημοκρατική μεσαία τάξη, προωθώντας αφαιρετικές ιδέες κατάλληλες για τους ανέστιους νομάδες χωρίς ρίζες των πόλεων (μια αφαιρετική οικολογία χωρίς σύνδεση με την γη και τις αξίες της, έναν κοσμοπολίτικο αντιπατριωτισμό που αιτείται συνεχή μετανάστευση, την διαγραφή του ιστορικού παρελθόντος και μία υβριδική αντίληψη της ταυτότητας). Απέναντι σε αυτά στέκεται η έμφαση των Ρεπουμπλικάνων στο κράτος-έθνος, την μεσαία και εργατική τάξη, την ιστορική παράδοση, τις αμερικανικές αξίες και την τοπική κλίμακα αντί την παγκόσμια, ο οικονομικός εξορθολογισμός, η πρόκριση της αυτονομίας των πολιτειών και των αξιών των τοπικών κοινοτήτων που πλέον αποκτούν ως συμμάχους τους ευσεβείς Καθολικούς ισπανόφωνους.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Trump απέσπασε το 55% της ψήφου των λευκών (έναντι μόλις 43% για την Harris), ανέβασε τα ποσοστά στην ψήφο των Αφροαμερικανών σε 12%, ενώ κέρδισε το εντυπωσιακό 45% των ισπανόφωνων λευκών και την πλειοψηφία 56% της ψήφου των Καθολικών στα swing states. Για πρώτη φορά οι Ρεπουμπλικάνοι διαμορφώνουν συμμαχία της αμερικανικής μεσαίας τάξης από όλες τις ομάδες (λευκοί, ισπανόφωνοι λευκοί, Αφροαμερικανοί, κοινότητες Μουσουλμάνων) απέναντι στην ριζοσπαστική ατζέντα των Δημοκρατικών ηγεμονικών ελίτ τερματίζοντας μία κοινωνική-πολιτική συνθήκη 100 ετών. Η συμμαχία μεταναστευτικής καταγωγής κοινοτήτων-Δημοκρατικών θεμελιώθηκε επί Μεγάλης Ύφεσης από τον Franklin D. Roosevelt μέσω του κοινωνικού κράτους και ένωσε ετερόκλητες ομάδες επί δεκαετίες. Μετά το 1960 η συμμαχία εξέπεσε σε θεσμοθετημένη εθνοτική κοινωνική διαίρεση με την εργαλειακή χρήση των μειονοτικών μεταναστευτικών ταυτοτήτων στην δημόσια σφαίρα, σε αντίθεση με το ιδρυτικό σύνθημα των ΗΠΑ, το οποίο πρεσβεύει την ενότητα εκ της πολλαπλότητας (e pluribus unum). Σήμερα, ο αποφασιστικός παράγοντας πολιτικής μεταβολής είναι ο αντιπαραδοσιακός ριζοσπαστισμός των Δημοκρατικών που χάνουν την επαφή με την κοινή λογική του μέσου πολίτη και η νέα αυτοαντίληψη των ισπανόφωνων Καθολικών με παραδοσιακές αξίες που αποτελούν πλέον το 14% των ψηφοφόρων και αυξάνονται σταθερά. Νέες κοινωνικές συμμαχίες αναδύονται με έμφαση σε απλές, διαχρονικές αξίες και μία νέα Αμερική διαμορφώνεται.
- Ιωάννης Ε. Κωτούλας (Δρ Ιστορίας, Δρ Γεωπολιτικής), Προσκεκλημένος Διαλέκτης, National Intelligence University ΗΠΑ
07 November 2024
Πώς η Προεδρία Τράμπ θα ωφελήσει τα αυμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να συμβάλει στη διεθνή σταθερότητα, μειώνοντας τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των ήδη διαμορφωμένων κέντρων, με τον Δυτικό συνασπισμό από τη μία πλευρά και τον άξονα του παγκόσμιου Νότου από την άλλη. Ουσιαστικά οι θέσεις του αποκλίνουν από τις τρέχουσες στρατηγικές των Δημοκρατικών που αυξάνουν τις παγκόσμιες εντάσεις. Με μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη Ρωσία και ισχυρότερη στήριξη στο Ισραήλ στη Μέση Ανατολή σε σύγκριση με τη διοίκηση Μπάιτεν, η ηγεσία του Τραμπ μπορεί να αναπροσαρμόσει τις ισορροπίες στην περιοχή, κάτι που ενδέχεται να ωφελήσει την Ελλάδα και την Κύπρο σε βάθος χρόνου.
Πρώτο, ο Ντ. Τράμπ, παρά τη φιλία του με τον Ερντογάν, δεν επιθυμεί να δει την Τουρκία να αναδεικνύεται ως ηγετική δύναμη του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή, αν και η Τουρκία επιδιώκει αυτόν τον ρόλο. Αντίθετα, επιδιώκει την αναγνώριση του Ισραήλ με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Αυτή η στάση του Τράμπ, σε συνδυασμό με τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, καθιστά δύσκολο το ενδεχόμενο να ωφεληθεί η Τουρκία από την εκλογή του.
Αυτή η κατάσταση έχει άμεσες επιπτώσεις στις ισορροπίες και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ζήτημα του Ισραήλ και αντίστροφα είναι καθοριστική για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς το Ισραήλ δεν περιορίζεται μόνο στο να επηρεάζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά και στο να την διαμορφώνει, προωθώντας κατευθύνσεις που ενδέχεται να ωφελήσουν παράλληλα τα Ελλαδικά και Κυπριακά συμφέροντα.
Δεύτερο, η προσέγγιση του τέως Αμερικανού προέδρου προς τη Ρωσία απομακρύνεται από το δόγμα της διπλής ανάσχεσης Ρωσίας - Κίνας που προωθεί η διοίκηση Μπάιντεν. Μια σύγκλιση της Ρωσίας με τη Δύση θα διευκόλυνε την ανάσχεση της Κίνας, με τη Ρωσική Ομοσπονδία να αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος αντί για τις ΗΠΑ, λόγω της γεωγραφικής και στρατηγικής εγγύτητας Ρωσίας-Κίνας. Αυτή η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας ενισχύει τη σημασία της Τουρκίας για τη Δύση. Με απλά λόγια , η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας προσαρμόζεται ανάλογα με την απόσταση ή εγγύτητα των δύο μεγάλων πόλων. Όταν οι δύο πλευρές βρίσκονται σε σύγκλιση, η ισορροπία μεταξύ του δυτικού συνασπισμού και της Ρωσικής Ομοσπονδίας λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς μειώνει τις εξαρτήσεις που έχουν οι Δυτικοί από την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα, αν η Τουρκία ζητά ανταλλάγματα σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, αυτά ενδέχεται να μην ικανοποιούνται.
Επιπλέον, η ενδεχομένη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας μπορεί να διευκολύνει τον αποχαρακτηρισμό της Συρίας από μη ασφαλή χώρα σε ασφαλή, γεγονός που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο μεταναστευτικό ζήτημα. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να περιορίσει τις ροές (όπως επίσης και τον επαναπατρισμό) προσφύγων και μεταναστών προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Ως αποτέλεσμα του περιορισμού αυτών των ροών και επαναπατρισμού, η εσωτερική ασφάλεια στην Κύπρο και την Ελλάδα θα ενισχυθεί, συμβάλλοντας στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της σταθερότητας.
Τρίτο, η στάση του Τραμπ προς τη διεθνή ασφάλεια προσφέρει μια σταθερότερη κατεύθυνση, ειδικά σε μια περίοδο κλιμακούμενων παγκόσμιων εντάσεων. Η διοίκηση Μπάιντεν έχει επενδύσει βαθιά στο Ουκρανικό ζήτημα, κάτι που καθιστά την αποχώρηση δύσκολη. Από την ανάποδη η Ρωσική Ομοσπονδία διεξάγει ένα πόλεμο υπαρξιακής σημασίας χωρίς κανένα περιθώριο απεμπλοκής. Αρά τα δυο μέρη βρίσκονται ουσιαστικά σε άτυπη σύγκρουση, χωρίς όμως επίσημη κήρυξη πολέμου, που σε περίπτωση εκλογής της αντιπρόεδρου Καμάλα Χάρις θα είναι απλά θέμα χρόνου.
Κατά την εκτίμησή μου, τα τρία μέτωπα – Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία – είναι αλληλένδετα. Οι συγκρούσεις είναι πλέον διασυνδεδεμένες, καθώς τα κέντρα ισχύος περιλαμβάνουν πολλαπλούς πόλους που εμπλέκονται σε όλα τα μέτωπα. Αυτό επιβεβαιώνεται από το «παράδοξο» της Ουκρανίας, όπου η Λεγεώνα των Ξένων (Γαλλία) συνεργάζεται με Αμερικανούς μισθοφόρους απέναντι σε Βορειοκορεάτες που πολεμούν ενσωματωμένοι στον Ρωσικό τακτικό στρατό. Στη Μέση Ανατολή, η Χεζμπολάχ στο Λίβανο υποστηρίζεται από τη Ρωσία, η οποία στέλνει επίσης οπλικά συστήματα στο Ιράν για να πολεμήσουν ενάντια στο Ισραήλ. Παράλληλα, η Κίνα, σύμμαχος της Ρωσίας, διεξάγει ασκήσεις προσομοίωσης για μια ενδεχόμενη κατάληψη της Ταϊβάν.
Αυτή η παγκόσμια συμμετοχή σε όλα τα μέτωπα μοιάζει να σηματοδοτεί όχι απλα τη προπαρασκευή, αλλά μάλλον τις πρόβες ενός τρίτου παγκόσμιου πόλεμου, εκτός αν υπάρξει αλλαγή στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αμερικανικές εκλογές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, καθώς η επικράτηση Τραμπ θα μπορούσε να αποτρέψει μια επικίνδυνη κλιμάκωση που θα έθετε την παγκόσμια ειρήνη σε κίνδυνο.
Τέταρτο, η ενδεχόμενη εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ένας ενδεχόμενος τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Η σταθεροποίηση των προμηθειών φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές ενέργειας, περιορίζοντας τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η αποκατάσταση των εμπορικών διαδρομών μέσω της Ουκρανίας θα διευκόλυνε τις εξαγωγές σιτηρών και άλλων αγαθών, βελτιώνοντας την προσφορά στις αγορές. Η παύση των συγκρούσεων θα ενίσχυε επίσης την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ευνοώντας τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα της παγκόσμιας αγοράς και προάγοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην ψηφιοποίηση του χρήματος και τα κρυπτονομίσματα κατά την πρώτη του θητεία (2017-2021). Αντίθετος με το Bitcoin και τα κρυπτονομίσματα, τα χαρακτήρισε ασταθή και “μη χρήματα”, ενώ δεν προώθησε πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ψηφιακού δολαρίου. Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2024, σε εκδήλωση στο Νάσβιλ, ανακοίνωσε την επιθυμία του να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες “υπερδύναμη του Bitcoin” και “πρωτεύουσα των κρυπτονομισμάτων”. Έκτοτε, ο τέως πρόεδρος έχει υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση, δεσμευόμενος να εφαρμόσει φιλικές πολιτικές προς τα κρυπτονομίσματα και να αντιστρέψει τις ρυθμίσεις της διοίκησης Μπάιτεν.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας παράλληλα με την οικονομία την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ.
Ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα είχε επίσης θετικές επιπτώσεις στην κυπριακή και ελλαδική οικονομία, οι οποίες έχουν πληγεί από τη φυγή των Ρώσων επενδυτών και την πτώση του ρωσικού τουρισμού. Η Κύπρος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, και η επανέναρξη των ροών Ρώσων τουριστών θα ενίσχυε σημαντικά τον κλάδο, προσφέροντας έσοδα και θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η βελτίωση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιστροφή ρωσικών κεφαλαίων και επενδύσεων, που είχαν μειωθεί λόγω των κυρώσεων και της πολιτικής αστάθειας. Συνολικά, η κυπριακή οικονομία θα ωφελούνταν από μια νέα περίοδο σταθερότητας, προσφέροντας ευκαιρίες για ανάκαμψη και ανάπτυξη σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και τα ακίνητα.
Τέλος, σε κοινωνικό επίπεδο η επιστροφή του Τράμπ ενδέχεται να βάλει φρένο στην «διαιώνιση» της woke ατζέντας, καθώς η νέα του διοίκηση φαίνεται να προτιμά μια πιο συντηρητική προσέγγιση σε κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα. Αυτή η αλλαγή μπορεί να σηματοδοτήσει την επανεξέταση των αξιών που προωθούνται, προσφέροντας τη δυνατότητα σε παραδοσιακές αξίες να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Συμπερασματικά, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο μπορεί να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, επηρεάζοντας θετικά τη γεωπολιτική ισορροπία και την οικονομική τους σταθερότητα. Η αναδιαμόρφωση των σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και η περεταίρω στήριξη στο Ισραήλ μπορεί να ενδυναμώσουν τη θέση των δύο χωρών απέναντι στην Τουρκία, ενώ οι προοπτικές συνεργασίας με τη Ρωσία και η σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ανάπτυξη και επενδύσεις. Σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων, η εκλογή Τραμπ μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας, προσφέροντας ταυτόχρονα ευκαιρίες για την περιοχή μας.
Κρις Κωνσταντιδής - Οικονομολόγος, Διεθνολόγος
06 November 2024
Ο ρεαλισμός του Θουκυδίδη και ο … ρεαλισμός του Γεραπετρίτη
Πριν από εβδομάδες, Αθήνα και Λευκωσία με συναίνεσή τους ανέτρεψαν την ΟΜΟΦΩΝΗ απόφαση των 27 κρατών της ΕΕ (από το 2019) για επιβολή μέτρων στην Τουρκία λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς της στην Ανατ. Μεσόγειο. Έτσι, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών προσκλήθηκε στο Συμβούλιο της ΕΕ, όπου ζήτησε δύο ξεχωριστά κράτη στην Κύπρο κι αποσύνδεση των Ευρωτουρκικών σχέσεων από το Κυπριακό, ενώ το παράνομο «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο», που καταδίκασε η ΕΕ αφού ακρωτηριάζει κυριαρχικά δικαιώματα κυρίως Ελλάδας-Κύπρου, παραμένει αναλλοίωτο. Τις προάλλες, στην ολομέλεια του ΟΗΕ ο Ερντογάν επανέλαβε τα ίδια ακόμη πιο έντονα. Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει κάποιος ρεαλιστικά σκεπτόμενος που προσδοκεί λύση στην Κύπρο στο συμφωνημένο πλαίσιο του ΟΗΕ για ένα επανενωμένο κράτος εντός της ΕΕ και που ερμηνεύει την τουρκική στάση ως διάθεση για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας-Κύπρου;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει σαφή απάντηση: η πολιτική του κατευνασμού εξέθρεψε το τουρκικό θηρίο. Εντούτοις, για την πολιτική ηγεσία πρωτίστως στην Αθήνα προέχει εμμονικά το καλό κλίμα. Κι ενώ η Τουρκία θέτει πλέον επίσημα στον ΟΗΕ και στην ΕΕ την επεκτατική της /πολιτική, θεωρώντας κεκτημένα την κατοχή της Κύπρου και τον ακρωτηριασμό των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Αν. Μεσόγειο, Μητσοτάκης και Γεραπετρίτης χαιρετίζουν «το καλό κλίμα» και τον «διμερή διάλογο». Έτσι, ο τουρκικός επεκτατισμός ουσιαστικά «ομαλοποιείται» σε ΕΕ και ΗΠΑ με πρωτοβουλία των θυμάτων του. Μάλιστα, το κυριότερο επιχείρημα για να προχωρήσει η πώληση αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών F-35, να ολοκληρωθεί η πώληση υπερσύγχρονων γερμανικών υποβρυχίων και αναβάθμιση των ευρωτουρκικών εμπορικών σχέσεων με «πάγωμα» του Κυπριακού, αποτελεί το «καλό κλίμα» ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Πάντως, ο σύγχρονος ισλαμοφασίστας μίλησε στον ΟΗΕ για «ειρήνη» στην Αν. Μεσόγειο και «λύση» στην Κύπρο κι είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν δύο εγχώρια πολιτικά συνθήματα. Το «θέλουμε λύση» και «θέλουμε ειρήνη» δεν αρκούν, αφού «λύση» και «ειρήνη» θέλει και ο Ερντογάν. Το ερώτημα είναι τι είδους λύση επιδιώκουμε και τι είδους ειρήνη π.χ. ειρήνη που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα ή «την ειρήνη των νεκροταφείων» που επιδιώκει ο ισλαμοφασισμός όπως και το 1974;
Παρεμπιπτόντως, ο Πρόεδρος Σίσι της Αιγύπτου με Προεδρικό Διάταγμα οριοθέτησε -μονομερώς- τα θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, αγνοώντας το «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο». Ούτε πόλεμος ξέσπασε, ούτε μύτη άνοιξε. Από την άλλη, η Αθήνα ξέγραψε την Κύπρο, το Καστελλόριζο, την Κάσο, όλα χάριν ... του καλού κλίματος, αλλά σε οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, που θα αποτελεί ΑΟΖ της ΕΕ, δεν προχωρεί, λόγω εμμονικής φοβίας της. Ο διαχρονικός Θουκυδίδης παραθέτει την πραγματικότητα: «Ο ισχυρός προχωρεί όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Στις πλέον ευνοϊκές συνθήκες, ο εχθρός της Αθήνας είναι η φοβία της και υποχωρεί σε όσα της επιβάλλει.
Επιγραμματικά, επιμένουμε στην κάθετη αμυντική προετοιμασία, γιατί θέλουμε ειρήνη και δικαιοσύνη. Το βέβαιο είναι ότι ο τουρκικός επεκτατισμός θα προχωρήσει όταν θα είμαστε εντελώς αδύνατοι, για να συντρίψει όλους μας, μαζί και όσους εγχώριους χαριεντίζονται με την «ειρήνη του ισλαμοφασισμού».
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ- S&D
28 September 2024
Ηγεσία ή προσωπική ατζέντα;
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τις πρόσφατες δηλώσεις του για τις «διαχρονικά δύσκολες» σχέσεις με την Ελλάδα και την απουσία ειλικρίνειας, φαίνεται να υιοθετεί ένα προφίλ που δίνει έμφαση στη διαφάνεια και την ανοιχτή συζήτηση για τα εθνικά ζητήματα. Ωστόσο, οι δηλώσεις αυτές εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τη συνέπεια και την ωριμότητα της στάσης του, δεδομένου ότι ο ίδιος υπήρξε επί σειρά ετών πρωταγωνιστής στην κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη, κατέχοντας καίριες θέσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του υπουργού Εξωτερικών.
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από αυτές τις δηλώσεις είναι η εξής αντίφαση: αν όντως υπήρχε έλλειψη ειλικρίνειας στις σχέσεις με την Ελλάδα, τότε γιατί ο Χριστοδουλίδης δεν το είχε θίξει όλα αυτά τα χρόνια που ήταν μέρος της εξουσίας; Είχε τότε τη δυνατότητα να εκφραστεί, να δράσει, ακόμη και να επιχειρήσει να ανατρέψει την κατάσταση. Γιατί λοιπόν επέλεξε τη σιωπή και τη συμμόρφωση με την επίσημη γραμμή; Μήπως η τωρινή του στάση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πολιτική προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του και να οικοδομήσει ένα νέο, υποτιθέμενα "εναλλακτικό" προφίλ ηγέτη;
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι, σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, η **ενότητα του έθνους** προηγείται των ατομικών φιλοδοξιών ή της προβολής μιας "διαφορετικής" εικόνας. Υπάρχουν θέματα που δεν εκθέτονται δημόσια ακριβώς επειδή οι εσωτερικές διαφωνίες ή οι αποκλίσεις απόψεων δεν πρέπει να αποδυναμώνουν την ενιαία εικόνα της συνεργασίας και της στρατηγικής συνοχής που πρέπει να προβάλλεται προς τα έξω. Αν ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν το κατανοεί αυτό, τότε είναι λογικό να τεθεί το ερώτημα: μήπως το προσωπικό του προφίλ ως "ειλικρινής και διαφανής" ηγέτης τοποθετείται **πάνω από την εθνική ανάγκη για συνοχή**;
Δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής στρατηγικής, αλλά ζήτημα πολιτικής ευθύνης. Οι σχέσεις Κύπρου-Ελλάδας, όσο κι αν έχουν κατά καιρούς τις διαφωνίες και τις προκλήσεις τους, είναι θεμέλιο για την ασφάλεια και την επιβίωση του ελληνισμού. Η προβολή τέτοιων διαφωνιών στον δημόσιο διάλογο δεν εξυπηρετεί τον εθνικό σκοπό, αλλά αντίθετα τον υπονομεύει. Αντιθέτως, το προσωπικό συμφέρον και η προσωπική ατζέντα του κάθε πολιτικού ηγέτη πρέπει να έρχονται **σε δεύτερη μοίρα** όταν μιλάμε για την εθνική ενότητα. Αν ο Χριστοδουλίδης δεν το κατανοεί αυτό ή επιλέγει να το παραβλέψει για να ενισχύσει την προσωπική του εικόνα, τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή δημόσια δήλωση.
Ο Χριστοδουλίδης, επί 9 χρόνια, υπηρέτησε με ευλάβεια την κυβέρνηση Αναστασιάδη. Ήταν από τους κεντρικούς συντελεστές της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου και είχε σαφή λόγο στις σχέσεις με την Ελλάδα. Αν τώρα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε ειλικρίνεια στις σχέσεις αυτές, τότε είτε παραδέχεται ότι όλα αυτά τα χρόνια συμμετείχε σε μια πολιτική που υποκρυπτόταν διαφωνίες, είτε ότι δεν είχε τη δύναμη ή το θάρρος να επισημάνει αυτά τα ζητήματα τη σωστή στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, η συνέπεια της στάσης του τίθεται υπό αμφισβήτηση, και εύλογα προκύπτει το ερώτημα αν η σημερινή του προσέγγιση είναι γνήσια ή αν απλά προσπαθεί να δημιουργήσει έναν "καινούριο" πολιτικό εαυτό.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να μην αναγνωρίζει τη σημασία της **διατήρησης της εθνικής ενότητας**. Σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, η στρατηγική συνοχή μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας είναι απαραίτητη. Όχι επειδή δεν υπάρχουν διαφωνίες, αλλά επειδή αυτές οι διαφωνίες επιλύονται εσωτερικά, χωρίς να εκτίθενται σε δημόσιο διάλογο και να δημιουργούν ρωγμές στην εικόνα του κοινού μετώπου. Όταν οι ηγέτες επιλέγουν να προτάξουν τα προσωπικά τους προφίλ, θυσιάζοντας την εθνική ενότητα στον βωμό της "διαφάνειας" ή της πολιτικής διαφοροποίησης, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για το σύνολο του έθνους.
Ο Χριστοδουλίδης πρέπει να κατανοήσει ότι δεν είναι θέμα "ειλικρίνειας" ή "ανοιχτής συζήτησης" όταν μιλάμε για την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις Κύπρου-Ελλάδας. Η εθνική ασφάλεια και η ενότητα πρέπει να προηγούνται οποιασδήποτε προσωπικής πολιτικής στρατηγικής. Και αν όντως υπήρχαν δυσκολίες στις σχέσεις με την Ελλάδα, το ζήτημα δεν είναι αν αυτές θα αποκαλυφθούν δημόσια, αλλά **πώς θα διαχειριστούν υπεύθυνα και σιωπηρά για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον**.
Συμπερασματικά, οι δηλώσεις του Νίκου Χριστοδουλίδη ενδέχεται να κρύβουν πολιτικούς υπολογισμούς και να στοχεύουν στη διαφοροποίησή του από την προηγούμενη διακυβέρνηση, ωστόσο δεν μπορούν να αποκρύψουν την έλλειψη συνέπειας και υπευθυνότητας. Αν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η διαφύλαξη της ενότητας του έθνους προηγείται των προσωπικών στόχων, τότε ενδέχεται τα πράγματα να ειναι για όλους μας ιδιαίτερα δύσκολα και περισσότερο για τα Εθνικά συμφέροντα. Η ηγεσία δεν είναι χώρος για προσωπικές ατζέντες, ειδικά όταν αυτές θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή του ελληνισμού και την ενότητα μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας.
Δρ Κυριάκος Α. Κενεβέζος
Π. Υπουργός, τ. Πρέσβης.
21 September 2024
Η ελευθερία της έκφρασης στην Κύπρο: Προς μια θεσμική αποσύνθεση
Η ελευθερία της έκφρασης στην Κύπρο: προς μια θεσμική αποσύνθεση
Για να μπορέσει μια οργανωμένη κοινωνία να ευημερήσει χρειάζεται ένα βασικό συστατικό στοιχείο: την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Και τί εννοούμε με τον όρο ευημερία: νοείται εκείνη η φάση της κοινωνικής ωρίμανσης, όπου η κοινωνία απαλλαγμένη από φοβίες, εκφοβισμούς και προκαταλήψεις μπορεί να ορθοποδήσει και να αναπτύξει ένα τέτοιο αξιακό σύστημα ώστε να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό και υγιές κράτος. Τότε, και μόνο τότε, θα υπάρξει πραγματική ευημερία – και όχι επίπλαστη ή προσωρινή – και η οποία θα αντανακλάται πάνω στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat, δημοσιεύει ετησίως τον δείκτη ευτυχίας των πολιτών. Η ευτυχία είναι άμεση συνδεδεμένη με την ευημερία. Και είναι αυτονόητο ότι η ευημερία προϋποθέτει ελευθερία.
Άλλωστε, οι θεσμοί καθορίζουν το αποτέλεσμα. Το έχω αναφέρει πολλάκις και στην αρθρογραφία μου, ότι όσο οι θεσμοί στην Κύπρο αμφισβητούνται (και ενδεχομένως όχι αδίκως), τόσο θα αποκρινόμαστε από το να συγκροτηθούμε σε ένα σύγχρονο και υγιές κράτος. Ουσιαστικά, με βάση τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε χώρα αλλά χώρος. Ένας χώρος που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, την ταυτότητά του και τα βασικά αξιακά χαρακτηριστικά του. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η διεργασία αυτή είναι άκρως επικίνδυνη αφού οι ελεγχόμενοι θεσμοί – απόρροια των υψηλών τάσεων της διαφθοράς και των διαπλεκόμενων συμφερόντων – στοχεύουν στο να ελέγξουν από την μια την ροή της πληροφορίας προς την βάση της κοινωνίας αλλά επίσης και στο να ελέγξουν την έκφραση μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αναφερόμενος σε ελευθερία της έκφρασης, δεν αναφέρομαι μόνο στην έκφραση που παράγεται ή/και που εξάγεται από τα ΜΜΕ (έντυπα, ηλεκτρονικά κ.α.). Αυτή είναι η μια πτυχή. Η ελευθερία της έκφρασης έχει να κάνει επίσης με το δικαίωμα του κάθε πολίτη να εκφράζεται ελεύθερα, να σχολιάζει, να κριτικάρει, να συζητά, να ανταλλάσσει απόψεις, να δημοσιεύει και να κοινοποιεί την άποψή του. Παραπέμπω στο Άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, περί ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης. Συγκεκριμένα: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές». Υπάρχει άλλωστε μια πλούσια νομολογία στην οποία θα μπορούσε να ανατρέξει και να μελετήσει ο οποιασδήποτε.
Στην μικρή μας κοινωνία όμως συμβαίνει κάτι που μόνο σε προβληματικά καθεστώτα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς. Γίνεται ένα απίστευτο. Εκφοβισμός. Σε διάφορα επίπεδα. Στο εργασιακό περιβάλλον, στην έκδοση διαφόρων αδειών, σε υποθέσεις ενώπιων της δικαιοσύνης, σε απλά και καθημερινά πράγματα, στις ζωές των πολιτών. Γι’ αυτό άλλωστε οι διεθνείς δείκτες μας έχουν σε προβληματική κατάταξη όσο αφορά την ελευθερία της έκφρασης. Δεν αρκεί απλά να έχουμε τα εργαλεία έκφρασης. Ναι, σαφώς και τα κοινωνικά δίκτυα βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όμως αρκετό. Σε αυτόν τον τόπο θα πρέπει να διεκδικήσουμε ως κοινωνία αρκετά αν θέλουμε επιτέλους να γίνουμε πραγματική χώρα και όχι χώρος. Χρειάζεται αλλαγή κουλτούρας. Και η αλλαγή κουλτούρας θα επέλθει μόνο όταν αισθανθεί επιτέλους ο πολίτης ελεύθερος να πει αυτό που θέλει. Όταν επιτέλους ο πολίτης απαλλαγεί από τα δεσμά της θεσμικής ανεπάρκειας και του θεσμικού.
Ας μην απωλέσουμε τα θεμελιώδη δικαιώματά μας. Είναι επικίνδυνο.
Του Δρος Ανδρέα Ν. Μασούρα
Ακαδημαϊκός, Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Νεάπολις, Πάφος.
21 September 2024
Ποιος υπερέβη «τα έσχατα όρια» των καθηκόντων του;
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παύση του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, έφερε στο προσκήνιο ένα θέμα για το οποίο επιμένουμε για χρόνια χωρίς αντίλογο: την ελλιπή απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο αίτημα του Γεν. Εισαγγελέα για παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς που τον καθιστά ανίκανο για Γενικό Ελεγκτή, δεν είναι υπεράνω κριτικής, ούτε φυσικά το λαϊκό αισθητήριο αποτελεί κριτήριο εκδίκασης. Αντί όμως μιας νηφάλιας και συνολικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς του, περιλαμβανομένης της επίδοσης στα καθήκοντά του, είχαμε μια εν πολλοίς συναισθηματική αξιολόγηση «του τρόπου και του ύφους» έκφρασής του, που συμπεριελάμβανε μέχρι και τον περίγυρο του (οικογενειακό, φιλικό κ.ά.). Άμεμπτος δεν υπήρξε, όπως κανένας μας, αλλά τα όσα ατοπήματα διαπιστώθηκαν αρκούν για να διαγράψουν τον έντιμο βίο, την προσήλωση στο καθήκον και την πρωτοφανή για την Κύπρο επίδοσή του; Επιπλέον, του καταλογίστηκαν βαριοί χαρακτηρισμοί, όπως «βάναυσο και ακραίο λεκτικό», συμπεριφορά που παραβίασε τα «έσχατα όρια», «πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου»… και άνθρωπος που παρασυρόταν «από τις Σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων». Αυτά κι άλλα υποδηλώνουν προσωπική έχθρα, που υπερβαίνει τα όρια ενός Δικαστηρίου. Έτσι, εκείνος που ξεχώρισε για την άκαμπτη στάση του κατά της διαφθοράς, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως παντελώς ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του Γενικού Ελεγκτή, χωρίς ποτέ να εξεταστεί το γιατί η σχέση του με τον προηγούμενο Γεν. Εισαγγελέα ήταν τόσο άψογη που έφερε κοσμογονικά αποτελέσματα κατά της διαφθοράς στην Κύπρο! Πάντως, η απόφαση του Ανωτάτου δεν διέλυσε την δυσπιστία των πολιτών αλλά έχει δημιουργήσει ευθεία αμφισβήτηση του κορυφαίου θεσμού απονομής δικαιοσύνης στο κυπριακό κράτος. Συμπερασματικά, η έλλειψη ευθυκρισίας είναι ευδιάκριτη στην απόφαση του Ανωτάτου και αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά στην οργή της κοινωνίας.
Τελικά, ποιος υπερέβη «τα έσχατα όρια» των καθηκόντων του; Τα πιο πάνω συνέβησαν καθώς παράλληλα υπάρχει δεσμευτικότητα του δικαίου της ΕΕ για τις καταχρηστικές πρακτικές/όρους σε συμβάσεις των κυπριακών τραπεζών από το 1996! Η παράνομη/καταχρηστική δράση τους έχει διαπιστωθεί από την Ευρ. Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο και μετά από αλλεπάλληλες διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Κύπρου, υποδεικνύουν ξανά (2/9/2024) ότι: «αποτελεί ευθύνη των εθνικών αρχών και δικαστηρίων να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών σε ατομικές συμβάσεις.»
Παρά την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις καθοδηγητικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ σε σχέση με τέτοιες παράνομες πρακτικές και όρους, στην Κύπρο επικρατεί για δεκαετίες ένα τεράστιο κενό στην απονομή της δικαιοσύνης. Από το χείριστο παράδειγμα τραπεζικών καταχρηστικών όρων/πρακτικών που αποτελεί η Κύπρος, δεν έχει παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της ΕΕ ένα έστω προδικαστικό ερώτημα από Κυπριακό Δικαστήριο. Κι όταν ο παραπονούμενος το ζήτησε, το Δικαστήριο το απέρριψε, ενώ οι προδικαστικές παραπομπές από άλλα κράτη-μέλη ξεπερνούν τις 600 τον χρόνο! Σε ένα κράτος με συστημική παρανομία δεκαετιών εις βάρος των αδυνάτων και είκοσι χρόνια από την ένταξή μας, το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί αποτελεσματικά.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής, ΔΗΚΟ – S&D
21 September 2024