Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να συμβάλει στη διεθνή σταθερότητα, μειώνοντας τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των ήδη διαμορφωμένων κέντρων, με τον Δυτικό συνασπισμό από τη μία πλευρά και τον άξονα του παγκόσμιου Νότου από την άλλη. Ουσιαστικά οι θέσεις του αποκλίνουν από τις τρέχουσες στρατηγικές των Δημοκρατικών που αυξάνουν τις παγκόσμιες εντάσεις. Με μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη Ρωσία και ισχυρότερη στήριξη στο Ισραήλ στη Μέση Ανατολή σε σύγκριση με τη διοίκηση Μπάιτεν, η ηγεσία του Τραμπ μπορεί να αναπροσαρμόσει τις ισορροπίες στην περιοχή, κάτι που ενδέχεται να ωφελήσει την Ελλάδα και την Κύπρο σε βάθος χρόνου.
Πρώτο, ο Ντ. Τράμπ, παρά τη φιλία του με τον Ερντογάν, δεν επιθυμεί να δει την Τουρκία να αναδεικνύεται ως ηγετική δύναμη του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή, αν και η Τουρκία επιδιώκει αυτόν τον ρόλο. Αντίθετα, επιδιώκει την αναγνώριση του Ισραήλ με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Αυτή η στάση του Τράμπ, σε συνδυασμό με τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, καθιστά δύσκολο το ενδεχόμενο να ωφεληθεί η Τουρκία από την εκλογή του.
Αυτή η κατάσταση έχει άμεσες επιπτώσεις στις ισορροπίες και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ζήτημα του Ισραήλ και αντίστροφα είναι καθοριστική για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς το Ισραήλ δεν περιορίζεται μόνο στο να επηρεάζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά και στο να την διαμορφώνει, προωθώντας κατευθύνσεις που ενδέχεται να ωφελήσουν παράλληλα τα Ελλαδικά και Κυπριακά συμφέροντα.
Δεύτερο, η προσέγγιση του τέως Αμερικανού προέδρου προς τη Ρωσία απομακρύνεται από το δόγμα της διπλής ανάσχεσης Ρωσίας - Κίνας που προωθεί η διοίκηση Μπάιντεν. Μια σύγκλιση της Ρωσίας με τη Δύση θα διευκόλυνε την ανάσχεση της Κίνας, με τη Ρωσική Ομοσπονδία να αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος αντί για τις ΗΠΑ, λόγω της γεωγραφικής και στρατηγικής εγγύτητας Ρωσίας-Κίνας. Αυτή η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας ενισχύει τη σημασία της Τουρκίας για τη Δύση. Με απλά λόγια , η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας προσαρμόζεται ανάλογα με την απόσταση ή εγγύτητα των δύο μεγάλων πόλων. Όταν οι δύο πλευρές βρίσκονται σε σύγκλιση, η ισορροπία μεταξύ του δυτικού συνασπισμού και της Ρωσικής Ομοσπονδίας λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς μειώνει τις εξαρτήσεις που έχουν οι Δυτικοί από την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα, αν η Τουρκία ζητά ανταλλάγματα σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, αυτά ενδέχεται να μην ικανοποιούνται.
Επιπλέον, η ενδεχομένη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας μπορεί να διευκολύνει τον αποχαρακτηρισμό της Συρίας από μη ασφαλή χώρα σε ασφαλή, γεγονός που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο μεταναστευτικό ζήτημα. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να περιορίσει τις ροές (όπως επίσης και τον επαναπατρισμό) προσφύγων και μεταναστών προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Ως αποτέλεσμα του περιορισμού αυτών των ροών και επαναπατρισμού, η εσωτερική ασφάλεια στην Κύπρο και την Ελλάδα θα ενισχυθεί, συμβάλλοντας στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της σταθερότητας.
Τρίτο, η στάση του Τραμπ προς τη διεθνή ασφάλεια προσφέρει μια σταθερότερη κατεύθυνση, ειδικά σε μια περίοδο κλιμακούμενων παγκόσμιων εντάσεων. Η διοίκηση Μπάιντεν έχει επενδύσει βαθιά στο Ουκρανικό ζήτημα, κάτι που καθιστά την αποχώρηση δύσκολη. Από την ανάποδη η Ρωσική Ομοσπονδία διεξάγει ένα πόλεμο υπαρξιακής σημασίας χωρίς κανένα περιθώριο απεμπλοκής. Αρά τα δυο μέρη βρίσκονται ουσιαστικά σε άτυπη σύγκρουση, χωρίς όμως επίσημη κήρυξη πολέμου, που σε περίπτωση εκλογής της αντιπρόεδρου Καμάλα Χάρις θα είναι απλά θέμα χρόνου.
Κατά την εκτίμησή μου, τα τρία μέτωπα – Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία – είναι αλληλένδετα. Οι συγκρούσεις είναι πλέον διασυνδεδεμένες, καθώς τα κέντρα ισχύος περιλαμβάνουν πολλαπλούς πόλους που εμπλέκονται σε όλα τα μέτωπα. Αυτό επιβεβαιώνεται από το «παράδοξο» της Ουκρανίας, όπου η Λεγεώνα των Ξένων (Γαλλία) συνεργάζεται με Αμερικανούς μισθοφόρους απέναντι σε Βορειοκορεάτες που πολεμούν ενσωματωμένοι στον Ρωσικό τακτικό στρατό. Στη Μέση Ανατολή, η Χεζμπολάχ στο Λίβανο υποστηρίζεται από τη Ρωσία, η οποία στέλνει επίσης οπλικά συστήματα στο Ιράν για να πολεμήσουν ενάντια στο Ισραήλ. Παράλληλα, η Κίνα, σύμμαχος της Ρωσίας, διεξάγει ασκήσεις προσομοίωσης για μια ενδεχόμενη κατάληψη της Ταϊβάν.
Αυτή η παγκόσμια συμμετοχή σε όλα τα μέτωπα μοιάζει να σηματοδοτεί όχι απλα τη προπαρασκευή, αλλά μάλλον τις πρόβες ενός τρίτου παγκόσμιου πόλεμου, εκτός αν υπάρξει αλλαγή στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αμερικανικές εκλογές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, καθώς η επικράτηση Τραμπ θα μπορούσε να αποτρέψει μια επικίνδυνη κλιμάκωση που θα έθετε την παγκόσμια ειρήνη σε κίνδυνο.
Τέταρτο, η ενδεχόμενη εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ένας ενδεχόμενος τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Η σταθεροποίηση των προμηθειών φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές ενέργειας, περιορίζοντας τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η αποκατάσταση των εμπορικών διαδρομών μέσω της Ουκρανίας θα διευκόλυνε τις εξαγωγές σιτηρών και άλλων αγαθών, βελτιώνοντας την προσφορά στις αγορές. Η παύση των συγκρούσεων θα ενίσχυε επίσης την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ευνοώντας τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα της παγκόσμιας αγοράς και προάγοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην ψηφιοποίηση του χρήματος και τα κρυπτονομίσματα κατά την πρώτη του θητεία (2017-2021). Αντίθετος με το Bitcoin και τα κρυπτονομίσματα, τα χαρακτήρισε ασταθή και “μη χρήματα”, ενώ δεν προώθησε πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ψηφιακού δολαρίου. Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2024, σε εκδήλωση στο Νάσβιλ, ανακοίνωσε την επιθυμία του να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες “υπερδύναμη του Bitcoin” και “πρωτεύουσα των κρυπτονομισμάτων”. Έκτοτε, ο τέως πρόεδρος έχει υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση, δεσμευόμενος να εφαρμόσει φιλικές πολιτικές προς τα κρυπτονομίσματα και να αντιστρέψει τις ρυθμίσεις της διοίκησης Μπάιτεν.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας παράλληλα με την οικονομία την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ.
Ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα είχε επίσης θετικές επιπτώσεις στην κυπριακή και ελλαδική οικονομία, οι οποίες έχουν πληγεί από τη φυγή των Ρώσων επενδυτών και την πτώση του ρωσικού τουρισμού. Η Κύπρος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, και η επανέναρξη των ροών Ρώσων τουριστών θα ενίσχυε σημαντικά τον κλάδο, προσφέροντας έσοδα και θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η βελτίωση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιστροφή ρωσικών κεφαλαίων και επενδύσεων, που είχαν μειωθεί λόγω των κυρώσεων και της πολιτικής αστάθειας. Συνολικά, η κυπριακή οικονομία θα ωφελούνταν από μια νέα περίοδο σταθερότητας, προσφέροντας ευκαιρίες για ανάκαμψη και ανάπτυξη σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και τα ακίνητα.
Τέλος, σε κοινωνικό επίπεδο η επιστροφή του Τράμπ ενδέχεται να βάλει φρένο στην «διαιώνιση» της woke ατζέντας, καθώς η νέα του διοίκηση φαίνεται να προτιμά μια πιο συντηρητική προσέγγιση σε κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα. Αυτή η αλλαγή μπορεί να σηματοδοτήσει την επανεξέταση των αξιών που προωθούνται, προσφέροντας τη δυνατότητα σε παραδοσιακές αξίες να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Συμπερασματικά, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο μπορεί να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, επηρεάζοντας θετικά τη γεωπολιτική ισορροπία και την οικονομική τους σταθερότητα. Η αναδιαμόρφωση των σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και η περεταίρω στήριξη στο Ισραήλ μπορεί να ενδυναμώσουν τη θέση των δύο χωρών απέναντι στην Τουρκία, ενώ οι προοπτικές συνεργασίας με τη Ρωσία και η σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ανάπτυξη και επενδύσεις. Σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων, η εκλογή Τραμπ μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας, προσφέροντας ταυτόχρονα ευκαιρίες για την περιοχή μας.
Κρις Κωνσταντιδής - Οικονομολόγος, Διεθνολόγος