Έκτακτες ειδήσεις
Απόψεις: Γιαννάκης Ομήρου
Η αποτροπή όρος επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας
«Οίς ει ξυγχωρήσετε, και άλλο τι
μείζον ευθύς επιταχθήσεσθε ως
φόβω και τούτο υπακούσοντες»
(εκείνοι εις τις απαιτήσεις των οποίων
Θα ενδώσετε, ευθύς αμέσως
θα σας διατάξουν να παραχωρήσετε
περισσότερα, με την πεποίθηση ότι
υπακούετε στις επιταγές τους λόγω
φόβου).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Α 140
Τρεις βασικές επισημάνσεις του Θουκυδίδη αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, διότι παραμένουν επίκαιρες και διαχρονικές. Πρώτον, εκείνος που ενδίδει, θα υφίσταται συνεχώς πιέσεις για περισσότερες υποχωρήσεις. Δεύτερον, ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τα σφάλματα εις τα οποία υποπίπτει ένας λαός και όχι από τα σχέδια των εχθρών. Τρίτον, όσο προθυμότερος γίνεται κανείς για μια στρατηγική αποτροπής, τόσο διστακτικότερος γίνεται ο εχθρός.
Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί ότι στην Κύπρο ο Ελληνισμός παραβίασε και παραγνώρισε με τη μεγαλύτερη απρονοησία αυτές τις θεμελιακές επισημάνεις Και ότι δια πράξεων και παραλείψεων επετράπη στην Τουρκία μια κατ’ εξακολούθησιν και συνεχώς οξυνόμενη προκλητική, θρασεία και προπετή συμπεριφορά η οποία συνεχώς αποδυναμώνει τις δυνάμεις αντίστασης του Ελληνισμού και ανοίγει το δρόμο για την υλοποίηση των μακροπρόθεσμων στόχων της Άγκυρας.
Η τουρκική συμπεριφορά με την κλιμακούμενη αδιαλλαξία αλλά και η άρνηση της Τουρκίας όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προς την Κυπριακή Δημοκρατία όπως αυτές καθορίστηκαν από την Ε.Ε. είναι εξόχως αποκαλυπτική των προθέσεων. Η Τουρκία αισθάνεται ότι μπορεί να επιτυγχάνει συνεχώς νίκες χωρίς κανένα απολύτως κόστος. Άλλωστε η παγερή αδιαφορία της Άγκυρας απέναντι στα διαβήματα και τις προειδοποιήσεις αξιωματούχων της Ε.Ε. είναι χαρακτηριστική της προπέτειας με την οποία αντιμετωπίζει τα θέματα της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της ως υποψήφιας για ένταξη χώρας.
Είναι γι΄ αυτό που η θέση της Κύπρου και της Ελλάδας πρέπει να είναι σαφής και κατηγορηματική όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας προς την Κύπρο. Καμία εξέλιξη των Ευρωτουρκικών σχέσεων χωρίς συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που της έχουν ανατεθεί. Τις λεγόμενες «Κυπρογενείς».
Πέραν όμως τούτων χρειάζεται επειγόντως μια συνολική επανεκτίμηση όλων των δεδομένων. Οι καιροί και η πολιτική συγκυρία απαιτούν αποφάσεις και πολιτικές αξιόπιστες που να εμπνεύσουν ξανά τη χαμένη αυτοπεποίθηση και την πίστη στις αστείρευτες δυνατότητες του λαού και του έθνους. Οφείλουμε Κύπρος και Ελλάδα να καλύψουμε το χαμένο χρόνο. Να μιλήσουμε ξανά και κυρίως να εννοούμε μια πολιτική εθνικής στρατιωτικής στρατηγικής, αμυντικής επάρκειας , ικανότητας και κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Με στόχο τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Ως εκ τούτου, η ανάγκη λήψης από μέρους μας εξισορροπητικών μέτρων για μια ορατή παρουσία της Ελλάδας, είναι όρος και προϋπόθεση για να μη συνθλιβούμε υπό το βάρος της καταθλιπτικής τουρκικής παρουσίας. Αυτή η αλήθεια δεν ισχύει μόνο όσο το Κυπριακό παραμένει άλυτο και όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή. Θα ισχύει και μετά τη λύση του Κυπριακού αν θέλουμε η Κύπρος να επιβιώσει ως κρατική οντότητα και ο Ελληνισμός να έχει διαχρονική παρουσία την περιοχή. Όσοι δεν αντιλαμβάνονται αυτές τις απλές αλήθειες, που στηρίζονται στα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά δεδομένα που διαμορφώνονται στην περιοχή μας βρίσκονται σε επικίνδυνη άγνοια και σε ασύγγνωστη πλάνη.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η αναβάθμιση της Αεροπορικής Βάσης Ανδρέα Παπανδρέου και της Ναυτικής Βάσης στο Μαρί λειτουργούν θετικά. Με μία κρίσιμη υποσημείωση. Να εξακολουθήσει το Κυπριακό κράτος να έχει την απόλυτη κυριαρχία.
Άλλωστε, η περιβόητη αξιοποίηση της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου φυλακίου και ως γέφυρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, προϋποθέτει τη στοιχειώδη διαφύλαξη της κυριαρχίας του κυπριακού κράτους και την ύπαρξη του ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος. Χωρίς αμυντική ισχύ, η Κύπρος αυτοαναιρείται και αυτοκαταργείται με αμφίβολη και τη δυνατότητα συμμετοχής της στα μελλοντικά προγράμματα ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.
Καθήκον μας η οριστική αποδέσμευση μας από ψυχώσεις και σύνδρομα εθνικής μειονεξίας. Η εθνική αυτοπεποίθηση μακριά και από σωβινισμούς και από ηττοπαθείς αντιλήψεις μέσα από μια διαδικασία δυναμικής αφύπνισης.
Η απόρριψη παγίδευσης μας σε ένα μόνιμο ιστορικό περιθώριο με ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων και με δημιουργική αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.
Ασφαλώς στο μεταδιπολικό κόσμο η πολιτική των σύνθετων πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών είναι επιβεβλημένη, Πιο επιβεβλημένη όμως είναι η ανάπτυξης μιας πολιτικής της μεγαλύτερης ισχύος στην ευρύτατη και πολυδιάστατη της έννοια.
Η δε στρατηγική της αποτροπής όρος, κυριολεκτικά, επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
*Πρώην Πρόεδρος της Βουλής
13 January 2025
Η Κύπρος ενώπιον των εξελίξεων στην περιοχή
Οι εξελίξεις στον Αραβικό κόσμο, το Μεσανατολικό, με επίκεντρο το Παλαιστινιακό και η αλλαγή εξουσίας στη Συρία συνιστούν θεμελιακές εξελίξεις που μας επηρεάζουν άμεσα.
Η εγγύτητα της Κύπρου με τις χώρες αυτές αλλά και η μακρά παράδοση σχέσεων εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Αραβικό κόσμο, αποτελούν ένα πολύτιμο πλεονέκτημα. Που μετατρέπεται πλέον σε πλεονέκτημα της Ε.Ε που μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της χώρας - μέλους της για προαγωγή του στόχου ανάπτυξης και εμβάθυνσης των σχέσεων με τον Αραβικό κόσμο και ταυτόχρονα με το κράτος του Ισραήλ.
Η Ε.Ε. θα πρέπει να αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στις εξελίξεις. Κατανοώντας ότι χωρίς ειρήνη και ασφάλεια, δεν υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας.
Η Ε.Ε μπορεί και πρέπει να ενδυναμώσει τις προσπάθειες της για διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή που θα επιτευχθεί με την επίλυση του Παλαιστινιακού. Στη βάση αναγνώρισης κρατικής υπόστασης για την Παλαιστίνη. Το δικαίωμα των Παλαιστινίων να έχουν το δικό τους κράτος με την ταυτόχρονη κατοχύρωση ύπαρξης και ασφάλειας του κράτους του Ισραήλ, σε διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα, στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Η πλήρης και απόλυτη ασφάλεια είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ειρήνη στην περιοχή. Η Ε.Ε. έχει να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο. Ιδιαίτερα για την επίτευξη μόνιμης εκεχειρίας και τερματισμό της αιματοχυσίας.
Σε ότι αφορά τη Συρία αυτό που χρειάζεται δεν είναι νέους ηγεμόνες. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι υστερόβουλες παρεμβάσεις για να διαμορφωθούν νέοι ζωτικοί χώροι γεωπολιτικών και οικονομικών επιρροών. Εκείνο που χρειάζονται είναι ειλικρινείς και ανιδιοτελείς φίλους που θα τους στηρίξουν στη δημοκρατική μετάβαση και στην εγκαθίδρυση αποτελεσματικών και λειτουργικών πολιτειακών θεσμών. Η Ε.Ε. έχει μια μεγάλη ευκαιρία. Να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο, σεβόμενη τις επιθυμίες και τις ιδιαιτερότητες του Συριακού λαού.
Θα ήταν παράλειψη, μιλώντας για τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, να μην αναφερθούμε στις τυχοδιωκτικές συμπεριφορές και κινήσεις της Τουρκίας. Κινήσεις και συμπεριφορές που σε συνδυασμό με την επιχειρηθείσα επέκταση της τουρκικής επιρροής στον ισλαμικό και τον αραβικό κόσμο, αποτέλεσαν απτή απόδειξη ενός νέου ρόλου που διεκδικεί η Τουρκία στην περιοχή και τον κόσμο. Στη Συρία απροκάλυπτα επιχειρεί τη μετατροπή της σε Τουρκικό προτεκτοράτο.
Ελλάδα και Κύπρος δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μειώσουν την αναγκαία επαγρύπνηση για αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Χρειάζεται να υπάρξει εκτίμηση για τις τουρκικές προθέσεις και η διαμόρφωση της ανάλογης στρατηγικής αντιμετώπισης κάθε πιθανής τυχοδιωκτικής ενέργειας.
Σε ότι αφορά τον επικρεμάμενο κίνδυνο μιας συμφωνίας για οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Συρίας – Τουρκίας κατά παραβίαση των νόμιμων δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα πρέπει να στραφούμε προς την Ε.Ε. Το Δίκαιο της θάλασσας με βάση την Συνθήκη του 1982 αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Συνεπώς η Ε.Ε έχει πολιτική και νομική υποχρέωση να μεριμνήσει για την προστασία ενός κράτους – μέλους της.
Τα δεδομένα αυτά, εμπεριέχουν αυτόδηλες τεράστιες παραμέτρους για μια δραστική γεωπολιτική αναβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στρατηγικά και ενεργειακά. Η Κύπρος για πρώτη φορά στην ιστορία της μπορεί να αξιοποιήσει τη γεωγραφική της θέση ως ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα που θα ενισχύσει και τον αγώνα του λαού μας για ελευθερία και δικαίωση.
Βρισκόμαστε ενώπιον κινδύνων, προκλήσεων και ευκαιριών. Καθήκον μας να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις και να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες.
Το Κυπριακό είναι προφανές ότι μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση αυτών των νέων γεωπολιτικών συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί στην περιοχή και ανέτρεψαν ισορροπίες δεκαετιών. Δεν μπορούμε να μένουμε μαρμαρωμένοι στο παρελθόν.
07 January 2025
Στην Κοπεγχάγη εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ
Η Σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοπεγχάγη, στις 12 και 13 Δεκεμβρίου 2002, υπήρξε καθοριστική για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου. Τα δεκαπέντε κράτη-μέλη της Ε.Ε. συνήλθαν στην πρωτεύουσα της Δανίας για να αποφασίσουν τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της Ένωσης. Διεύρυνση με δέκα υποψήφιες χώρες.
Οι χώρες αυτές ήταν η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Κύπρος.
Το πρώτο Σχέδιο Ανάν είχε κατατεθεί στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το αναθεωρημένο, δεύτερο, στις 10 Δεκεμβρίου. Γύρω από αυτό το θέμα το κλίμα στην Κύπρο ήταν εξαιρετικά τεταμένο, με έντονες αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενό του και το κατά πόσον θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό ως λύση του Κυπριακού. Σε ό,τι αφορά, δε, τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, οι συζητήσεις οξύνονταν περαιτέρω, καθώς υπήρχε η υπόνοια ότι στην πρωτεύουσα της Δανίας θα επιδιωκόταν η λύση του Κυπριακού με συνοπτικές διαδικασίες.
Φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Δανίας με πολλά ερωτηματικά, εικασίες και ανησυχίες. Στο Εθνικό Συμβούλιο, που συνήλθε στις 11 Δεκεμβρίου, σε ένα στενόχωρο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου είχαμε καταλύσει, οι ανησυχίες μας κάπως υποχώρησαν μετά την πρώτη ενημέρωση που είχαμε από τον Πρόεδρο Κληρίδη. Εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Βουλής και Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας, ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Τάσσος Παπαδόπουλος, ο υποφαινόμενος ως Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, ο Πρόεδρος του ΑΔΗΚ (Αγωνιστικό Δημοκρατικό Κίνημα) Ντίνος Μιχαηλίδης, ο Υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης, ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω Παντελής Κούρος, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Μιχάλης Παπαπέτρου, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου και ο Γενικός Εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης. Συνοπτικά, στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος Κληρίδης προέβη στην εξής ενημέρωση:
«Συναντήθηκα με τον Άλβαρο ντε Σότο. Με ερώτησε αν θα ήμουν διατεθειμένος να του δηλώσω ότι είμαι έτοιμος να υπογράψω λύση, στη βάση του Σχεδίου Ανάν, για να το διαβιβάσει προς την τ/κ πλευρά. Επίσης με ερώτησε ποια είναι η άποψή μου στο ενδεχόμενο να στείλει επιστολές ο Γ.Γ. του ΟΗΕ προς εμένα και τον Ντενκτάς για να υπογράψουμε το Σχέδιο Ανάν ως έχει. Του απάντησα ότι θα ήταν αφελής ο Κόφι Ανάν να στείλει τέτοιες επιστολές, δεδομένου ότι τόσο εγώ όσο και ο Ντενκτάς δηλώσαμε ήδη ότι ζητούμε διαπραγμάτευση του Σχεδίου».
Την ίδια μέρα, 11 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου, αυτή τη φορά με συμμετοχή του Έλληνα πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου.
Ο Κώστας Σημίτης προέβη σε ενημέρωση για τα πιθανά τελικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε ό,τι αφορά τη διεύρυνση με τις δέκα υποψήφιες χώρες, περιλαμβανομένης της Κύπρου.
Η νύχτα της 12ης προς τη 13η Δεκεμβρίου ήταν δραματική. Ο Παντελής Κούρος μας ενημέρωσε ότι είχε λάβει οδηγίες από τον Πρόεδρο Κληρίδη να μην τον ενοχλήσει κανένας.
Στις 7 η ώρα το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, τελευταίας ημέρας της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου μου. Πρόσκληση για Εθνικό Συμβούλιο στις 8 το πρωί. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν εξελίξεις.
Προσήλθαμε στη συνεδρία σε βαρύ κλίμα. Ο Πρόεδρος Κληρίδης ενημέρωσε το Εθνικό Συμβούλιο ότι υπήρξε παρέμβαση του ΟΗΕ προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να παρατείνει τις εργασίες του μέχρι τις 4:30 το απόγευμα, ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη λύσης του Κυπριακού.
Ο Πρόεδρος Κληρίδης δηλώνει ότι, για να αποδεχθεί τον Ερτορούρογλου ως συνομιλητή, πρέπει να προσκομιστούν τα απαραίτητα έγγραφα εξουσιοδότησης. «Διαφορετικά», ξεκαθαρίζει, «δεν τον δέχομαι ως διαπραγματευτή».
Στη συνέχεια αποφασίζεται να προσκληθούν για διαβούλευση και συνεννόηση ο Πρωθυπουργός Σημίτης κα ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, όπως και γίνεται.
Κ.Σ.: Υπάρχει μια γενική πεποίθηση στους 15 ότι πρέπει να υπάρξει λύση στο Κυπριακό. Υπάρχει μια αναμονή για να ανταποκριθείτε. Όμως πρέπει να περάσει αυτή η λύση σε δημοψήφισμα. Πρέπει να επιδειχθεί καλή θέληση. Και να δώσετε απάντηση ότι τουλάχιστον σε κάποιο χρόνο θα καταλήξετε σε λύση. Είναι βαριά η ευθύνη. Φαίνεται ότι η πρόταση του Σχεδίου Ανάν είναι καλή. Μπορεί να γίνει καλύτερη. Όμως θέληση ότι θα το λύσουμε πρέπει να υπάρξει.
Ο Κώστας Σημίτης απευθύνεται προς τον Δημήτρη Χριστόφια και τον ερωτά: «Τι λέτε;».
Δ.Χ.: Θέλουμε χρόνο για διαπραγμάτευση.
Κ.Σ.: Πόσο χρόνο;
Δ.Χ.: Τουλάχιστον μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Έχουμε άλλωστε συλλογικά όργανα τα οποία πρέπει να ενημερωθούν, να συζητήσουν, να αποφασίσουν.
Σε ερώτηση του Σημίτη προς τον Κληρίδη κατά πόσον θα ήταν έτοιμος να συμφωνήσει σε λύση, ο τελευταίος απάντησε με την ερώτηση κατά πόσον θα επιστραφεί η Καρπασία.
Σημίτης και Παπανδρέου αποχωρούν, προκειμένου να συναντηθούν με τον Ερντογάν για να πάρουν απάντηση στο ερώτημα του Κληρίδη. Στο μεταξύ έρχεται τηλεμήνυμα από τον Ντε Σότο, με το οποίο προσκαλείται η ε/κ πλευρά σε διαπραγματεύσεις σε κρατικό κτίριο της Κοπεγχάγης, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας για λύση μέχρι τις 4:30 το απόγευμα.
Ο Κληρίδης υπαγορεύει απάντηση προς τον Ντε Σότο, όπου αναφέρει:
1. Είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος διαπραγματευτής ο Ερτορούρογλου, δεδομένου ότι ο Ντενκτάς σε δηλώσεις του είχε αναφέρει ότι δεν έχει εξουσιοδοτήσει κανέναν να διαπραγματευθεί εκ μέρους του;
2. Τι συνομιλίες εννοεί ο Ντε Σότο; Απευθείας ή εκ του σύνεγγυς;
3. Μετά τις απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα και νοουμένου ότι θα γίνουν συνομιλίες, θα ήθελε να εγγράψει θέματα προς διαπραγμάτευση.
Μετά παρέλευση 30 λεπτών, έφτασε απαντητικό τηλεμήνυμα του Ντε Σότο. Απολογείτο, αναφέροντας ότι πράγματι δεν υπήρχε κατάλληλη εξουσιοδότηση προς τον Ερτορούρογλου.
Την ίδια ώρα επανήλθαν Σημίτης και Παπανδρέου, μετά τη συνάντηση με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν. Η απάντηση για την Καρπασία απόλυτη και προκλητική. Δεν την επιστρέφουν, «επειδή η Καρπασία είναι στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία».
Ο Σημίτης ερωτά τον Κληρίδη: «Γιατί επιμένετε για την Καρπασία;».
Ο Κληρίδης απάντησε ως εξής:
«Πρώτον, γιατί έχουμε χρέος προς τους εγκλωβισμένους, οι οποίοι παραμένουν για 28 χρόνια στα κατεχόμενα χωριά τους υπό μαρτυρικές συνθήκες. Δεύτερον, γιατί είναι μια περιοχή κατάσπαρτη με ελληνικά και χριστιανικά μνημεία. Και, τρίτον, διότι υπήρξε η συμφωνία της τρίτης Βιέννης, την οποία οι Τούρκοι δεν τήρησαν».
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προχώρησε στην ιστορική απόφαση της διεύρυνσης. Όσον αφορά την Κύπρο, στις παραγράφους 10-12 των συμπερασμάτων, το Συμβούλιο ανέφερε:
«Σύμφωνα με την παράγραφο 3, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Κύπρο ολοκληρώθηκαν, η Κύπρος θα γίνει δεκτή ως νέο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο εφιάλτης τέλειωσε. Οι μεθοδεύσεις για επιβολή λύσης στο Κυπριακό με διαδικασίες «εξπρές» είχαν πέσει στο κενό. Επιστρέψαμε στην Κύπρο μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας. Είχε διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., χωρίς να τεθεί ως προϋπόθεση η λύση του Κυπριακού.
Πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
16 December 2024
Απορίες περί ΝΑΤΟ
Είναι ασφαλώς κατανοητό ότι οι συνθήκες διεθνώς έχουν διαφοροποιηθεί στον μεταδιπολικό κόσμο. Και ότι δεν μπορούμε να ζούμε και να ενεργούμε ως να συνεχίζεται ο ψυχρός πόλεμος. Και ασφαλώς ότι θα πρέπει να ενδυναμώνουμε σε όλα τα επίπεδα τις σχέσεις μας με τις Η.Π.Α και τους Ευρωπαίους Εταίρους μας.
Ωστόσο από αυτή την παραδοχή μέχρι την αιφνιδιαστική εξαγγελία πρόθεσης ένταξης στο ΝΑΤΟ υπάρχει μεγάλη διαφορά. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία τουλάχιστον ξενίζει. Πρώτον, διότι όσο το Κυπριακό παραμένει άλυτο ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι αδύνατο. Είναι γνωστό ότι μια εκ των ισχυρότερων χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, διαθέτει βέτο και συνεπώς είναι βέβαιο ότι θα το ασκήσει για να εμποδίσει την αποδοχή μιας τυχόν αίτησης της Κύπρου για ένταξη στη Βορειατλαντική Συμμαχία. Όμως, πέραν αυτής της διαδικαστικής πτυχής, τι έχουν να απαντήσουν οι θιασώτες της Νατοϊκής ενσωμάτωσης της Κύπρου, για τη διαχρονική στάση του ΝΑΤΟ απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο;
Πρώτον, ο διακεκριμένος Έλληνας δημοσιογράφος Άγγελος Αλ.Αθανασόπουλος, αποκάλυψε προ μερικών μηνών σε κείμενο του στο Αθηναϊκό «Βήμα», ότι από το 1957 η Τουρκία κινήθηκε εντός του ΝΑΤΟ για να προωθήσει τις έωλες αξιώσεις της και τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς για την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου.
Πέντε μόλις χρόνια μετά την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η τελευταία ήγειρε θέμα αποστρατικοποίησης επικαλούμενη τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Το αίτημα της Τουρκίας έγινε αποδεκτό από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδο Χάστινγκς Ισμεϊ. Σε επιστολή του προς τους μονίμους αντιπροσώπους, ο Βρετανός Γ.Γ του ΝΑΤΟ επισύρει την προσοχή τους στην αποφυγή στρατιωτικοποίησης της νήσου Λέρου. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη υιοθέτησης από το ΝΑΤΟ των αβάσιμων αιτιάσεων της Τουρκίας με αναφορά στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, επί της οποίας η Τουρκία ουδεμίαν σχέσιν έχει και συνεπώς ούτε λόγον κατά την πάγιαν νομικήν αρχήν, «Res inter alios acta». Που σημαίνει ότι μία σύμβαση δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα κάποιου που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Κατά λαϊκότερη έκφραση «ένα θέμα μεταξύ άλλων δεν είναι δική μας δουλειά». Περαιτέρω βέβαια ο όποιος ισχυρισμός της Τουρκίας καταρρίπτεται και από το περιεχόμενο του άρθρου 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ.
Πρόκειται για το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» κάθε κράτους – μέλους του ΟΗΕ, σε περίπτωση «επικείμενης απειλής» και «απειλής χρήσης βίας» που πασίδηλα αντιμετωπίζει η Ελλάδα από τις εκ Τουρκίας προερχόμενες απειλές χρήσης βίας.
Όμως το «πρόθυμο» ΝΑΤΟ δεν περιορίστηκε στην υιοθέτηση των τουρκικών απόψεων στη Νήσο Λέρο. Πολύ αργότερα, στις 8 Μαΐου του 1980, ο τότε Γ.Γ του ΝΑΤΟ Ολλανδός Τζιόζεφ Λούνς στις περίφημες «Οδηγίες Λούνς» προς τους μονίμους αντιπροσώπους, υιοθέτησε τις τουρκικές απόψεις, όπως αυτές είχαν ήδη υιοθετηθεί από τον Χανστιγκς Ισμεϊ, και για τις νήσους Λήμνο και Κάρπαθο.
Ο διαβόητος και αλήστου μνήμης Λουνς είναι εκείνος που στην περίοδο πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 στην Κύπρο σε συνέντευξη του στο ΒBC έλεγε τον Ιούλιο του 1972 για τον Μακάριο τα εξής, μεταξύ άλλων:
«Και ο Αρχιεπίσκοπος, βέβαια που ερωτοτροπεί με τη Μόσχα, δεν είναι θάλεγα πολύ ισχυρό στοιχείο σταθερότητας. Ίσως να ακολουθεί επικίνδυνη πολιτική, αλλά υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στο νησί, όπως π.χ οι τρεις Μητροπολίτες, που τον κάλεσαν δύο φορές να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, προετοιμαζόμενος για ένα καλύτερο μέλλον».
Βέβαια η ενεργός στήριξη και συμμετοχή του ΝΑΤΟ στο επακολουθήσαν δίδυμο έγκλημα του 1974, είναι απολύτως τεκμηριωμένη και από αποκαλυφθέντα απόρρητα έγγραφα και αδιάσειστες μαρτυρίες. Αποτέλεσμα, η συμβολική ενέργεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, τι έπραξε το ΝΑΤΟ όταν τον Ιανουάριο του 1996 στα Ίμια υπήρξε ένοπλη αμφισβήτηση της Ελληνικής θαλάσσιας κυριαρχίας από την Τουρκία; Πως εφάρμοσε την υποχρέωση συνδρομής σε μια χώρα – μέλος που δέχεται στρατιωτική επίθεση; Ως γνωστόν, ουδέν έπραξε, πέραν της προντιοπιλατικής θέσης ότι «οι δύο χώρες πρέπει με διάλογο να επιλύσουν τις διαφορές τους».
Ασφαλώς «άξιος» συνεχιστής των προκατόχων του Ισμεϊ και Λούνς είναι ο μέχρι πρόσφατα Γ.Γ του ΝΑΤΟ Στολτεμπεργκ ο οποίος, ανερυθρίαστα, κάλεσε Ελλάδα και Τουρκία να επιλύσουν «μέσω διαλόγου τις διαφορές τους στο Αιγαίο» αγνοώντας και περιφρονώντας τις σαφείς διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Προκαλώντας δικαιολογημένη οργή στην Ελληνική Κυβέρνηση και την υπόλοιπη Ελληνική πολιτική ηγεσία.
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνά κανένας ότι η στρατιωτική κατοχή της Κύπρου συντηρείται με νατοϊκά όπλα από μια χώρα, μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.
Όμως εγείρεται και ένα ερώτημα για τους εισηγητές υποβολής ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Γιατί δεν εισηγούνται την υποβολή ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», που είναι πρόγραμμα της Ε.Ε, που συνδέεται με προγράμματα του ΝΑΤΟ; Κάτι που αν συμβεί, θα επιτρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία να συμμετέχει απρόσκοπτά και καθ’ ολοκληρίαν στον Ευρωπαϊκό πυλώνα άμυνας και ασφάλειας. Να υπενθυμίσουμε ότι στα τελικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2002, με βάση τα οποία η Κύπρος θα εντασσόταν στην Ε.Ε στην επόμενη διεύρυνση, αποφασίστηκε επίσης ότι Κύπρος και Μάλτα, επειδή δεν είναι ούτε μέλη του ΝΑΤΟ, ούτε μέλη του «Συνεταιρισμού για την Ειρήνη» δεν θα συμμετείχαν στα προγράμματα άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε.
Ως εκ τούτου γιατί οι εισηγούμενοι ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν υποστηρίζουν την συμμετοχή στον «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη»; Να σημειώσουμε ότι η προηγούμενη διακυβέρνηση όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση υποστήριζε ενθέρμως κάτι τέτοιο, ασκώντας σφοδρή κριτική στην τότε κυβέρνηση για την άρνηση της να υποβάλει το σχετικό αίτημα. Βέβαια η Τουρκία διαθέτει βέτο, πλην όμως θα εκτεθεί αφού θα παρουσιαστεί ως παρεμποδίζουσα ένα εκ των βασικών πυλώνων πολιτικής της Ε.Ε, όπως αποφάσισε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτό της άμυνας και της ασφάλειας.
Σημ -1-: Σε μια περίοδο που επιδιώκεται επανάληψη των διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού με την συνδρομή του Συμβουλίου Ασφαλείας, τι μήνυμα δίνεται άραγε προς δύο
μόνιμα μέλη, την Ρωσία και την Κίνα για πρόθεση ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Άκαιρη και ζημιογόνα η ανακίνηση ενός τέτοιου θέματος.
Σημ -2-: Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ομοφωνία των πολιτικών δυνάμεων, όπως υπήρχε για την ένταξη στην Ε.Ε, είναι ανυπερθέτως αναγκαίο να διενεργηθεί δημοψήφισμα εάν και όταν τεθεί θέμα αίτησης ένταξης στο ΝΑΤΟ.
09 December 2024
Μπροστά σε ιστορικές ευθύνες
Είμαστε σε μια κρίσιμη και καθοριστική στιγμή. Η αποτίμηση της πορείας των 50 χρόνων από την εθνική τραγωδία του 1974 οδηγεί σε αναντίλεκτο συμπέρασμα. Ότι η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο παρέμεινε διαχρονικά αναλλοίωτη αλλά έχει κορυφωθεί με την αξίωση, για λύση δύο κρατών και για τη λεγόμενη κυριαρχική ισότητα ως προϋπόθεσης συνομοσπονδίας.
Είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 που αναφέρονται σε ομοσπονδία, με μια κυριαρχία, διεθνή νομική προσωπικότητα και υπηκοότητα επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση συνομοσπονδιακής λύσης. Και αυτό γιατί η αξίωση για λύση δύο κρατών είναι πρόδηλο ότι κατατέθηκε στα πλαίσια μιας διαπραγματευτικής τακτικής. Με τελικό στόχο τη συνομοσπονδία, που θα παρουσιαστεί μάλιστα ως «υποχώρηση», αφού γίνει αποδεκτή η λεγόμενη «κυριαρχική ισότητα».
Η συνάντηση Προέδρου Χριστοδουλίδη – Τατάρ στη Ν.Υόρκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ κατέληξε στην συμφωνία πραγματοποίησης άτυπης πενταμερούς – για τετραμερή επιμένει η τουρκική πλευρά – προκειμένου να αναζητηθεί φόρμουλα για έναρξη διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο Τουρκία και υποχείρια Τ/Κ ηγεσία επιμένουν ότι δεν συζητούν ομοσπονδιακή λύση και θέτουν ως όρο την αναγνώριση της λεγόμενης κυριαρχικής ισότητας και ίσου διεθνούς καθεστώτος.
Η συμφωνία για έναρξη διαπραγματεύσεων με κοινή διαπραγματευτική βάση φαίνεται χλωμή αν όχι αδύνατη.
Ενώπιον αυτών των αδιαμφισβήτητων δεδομένων προκύπτουν αυτονόητα καθήκοντα.
1. Πρώτιστο καθήκον η προώθηση πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών, ενεργειών και πρωτοβουλιών που να κινούνται σε απόκρουση κάθε προσπάθειας για λύση συνομοσπονδίας ή αναγνώρισης του ψευδοκράτους μέσω απόδοσης λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας στις δύο κοινότητες».
2. Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ θα πρέπει να λάβει ευκρινές το μήνυμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική Κυπριακή πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προσέλθει σε νέα πενταμερή ή σε οποιεσδήποτε άλλες διαπραγματεύσεις όσο βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη η τουρκική αξίωση λύσης δύο κρατών.
3. Να προβάλλεται η ετοιμότητα μας για συνομιλίες μόνο στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
4. Δεδομένης της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως χώρας – μέλους της Ε.Ε. να απαιτήσουμε ανυποχώρητα την ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. στις διαδικασίες και τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συνεχιστεί η πρωτοβουλία για διορισμό ειδικού απεσταλμένου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το Κυπριακό, πολιτικής προσωπικότητας εγνωσμένου κύρους, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Και όχι τεχνοκράτη όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ασφαλώς το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και δεν είναι νοητή η απουσία της Ε.Ε.
5. Η εθνική συνεννόηση και ομοψυχία Κύπρου – Ελλάδας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για να είναι αποτελεσματική μια εθνική στρατηγική στο Κυπριακό. Χρειάζεται επανακαθορισμός προτεραιοτήτων, εις βάθος μελέτη των δεδομένων και ο πλήρης συντονισμός σε όλα τα επίπεδα. Αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών, Ένας εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και θα μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες στρατηγικές επιλογές μας.
Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών που θα είναι ότι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο. Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές.
25 November 2024