ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
«Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο. Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν, από τη στάση του σώματός της, κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι…». Αυτή είναι μόνο μια από τις πολλές μαρτυρίες επιζώντων της σφαγής στο Δίστομο από τα κατοχικά στρατεύματα των SS της ναζιστικής Γερμανίας. Πρόκειται για εγκλήματα πολέμου, ορισμένοι εκτελεστές των οποίων εξακολουθούν να ζουν ελεύθεροι…
Ήρθε η ώρα οι υπεύθυνοι των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να πληρώσουν. Για τις απώλειες, τον πόνο, τον θρήνο, τις κλοπές και τις φρικαλεότητες. Την απαισιοδοξία για το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει αποζημιώσεις από τη Γερμανία για τα δεινά που υπέστη στη διάρκεια του Πρώτου και κυρίως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήρθε να αντικαταστήσει η αισιοδοξία που προέκυψε από την ανάκτηση απόρρητων εγγράφων που αφορούν στο κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται μόνο για τις αποζημιώσεις υπέρ προσώπων που υπέφεραν, υπέστησαν ζημιές ή είχαν απώλειες από τις θηριωδίες κατά της ανθρωπότητας των SS, όπως, για παράδειγμα, οι φρικαλεότητες στο Δίστομο… Πρόκειται και για τις ζημιές που υπέστη το ίδιο το κράτος, αλλά και για τις γερμανικές παραβιάσεις των προνοιών περί του δικαίου του πολέμου.
Χρειάστηκαν επτά δεκαετίες, επτά μήνες και μια εξαμελής επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της Ελλάδος για να ανακαλυφθούν, σε υπόγεια και ξεχασμένα και φθαρμένα αρχεία, 50.000 έγγραφα από το Υπουργείο Εξωτερικών, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το Νομικό Λογιστήριο του Κράτους, έγγραφα που αφορούν στις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο. Παράλληλα, με οδηγίες της προηγούμενης κυβέρνησης, το Υπουργείο Πολιτισμού κατέγραψε για πρώτη φορά όλες τις καταστροφές και τις αρπαγές που έγιναν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Η νέα ρηματική διακοίνωση και το απαιτούμενο ποσό
Στην πραγματικότητα, η πρώτη ρηματική διακοίνωση με την οποία η Ελλάδα κάλεσε σε διάλογο τη Γερμανία ήταν το 1995 και πιο συγκεκριμένα στις 14/11/1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη Ιωάννη Μπουρλογιάννη - Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann. Τότε, ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα, με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Πριν από μερικές μέρες η Ελλάδα, με νέα ρηματική διακοίνωση, κάλεσε το Βερολίνο να προσέλθει σε διάλογο για εξεύρεση συμφωνίας στο ζήτημα που αφορά στις αποζημιώσεις και επανορθώσεις «για ζημίες που υπέστη η Ελλάδα και οι πολίτες της κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για πολεμικές αποζημιώσεις για τα θύματα και τους απογόνους των θυμάτων της γερμανικής κατοχής, την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και την επιστροφή των λεηλατηθέντων και παράνομα αφαιρεθέντων αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών αγαθών».
Μάλιστα, για πρώτη φορά, ζητείται συγκεκριμένο ποσό το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από το κόστος της απώλειας και του δανείου, τους τόκους που έτρεχαν από την παύση των γερμανικών αποπληρωμών μέχρι σήμερα. Το ποσό αυτό προσεγγίζει τα 376 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, το ποσό του καθαρού δανείου πριν τους τόκους, σύμφωνα με απόρρητη έκθεση του Λογιστηρίου του κράτους, ήταν 10 δισεκατομμύρια 340 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό, σχεδόν ίσο με εκείνο που κατέβαλε η Γερμανία στον μηχανισμό βοήθειας του πρώτου μνημονίου. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, πάντως, απάντησε άμεσα πως δεν προσέρχεται σε διάλογο και πως το θέμα θεωρείται νομικά και πολιτικά λήξαν.
Όταν ο Καγκελάριος Κολ κορόιδεψε την Ελλάδα
Στη συμφωνία του Λονδίνου του 1953, τέθηκε η αναφορά ότι η εξέταση των αιτημάτων για αποζημιώσεις από τη Γερμανία αναβάλλεται μέχρι και τη σύμβαση της Συμφωνίας Ειρήνης με τη Γερμανία. Μέχρι τότε, αναφέρει ξεκάθαρα η συμφωνία, ουδείς μπορεί να ζητήσει αποζημιώσεις από τη Γερμανία σε σχέση με τις πράξεις που είχε διαπράξει στη διάρκεια του Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδόν 4 δεκαετίες αργότερα και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1990 υπεγράφη η περιβόητη Συμφωνία 2+4.
Οι υπογραφές έπεσαν στη Μόσχα από τις δύο Γερμανίες -Ανατολική και Δυτική Γερμανία- και τις 4 συμμαχικές δυνάμεις - ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και ΕΣΣΔ, η οποία σήμανε και την επανένωση της Γερμανίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια συμφωνία ειρήνης, ωστόσο, όπως ο ίδιος ο τότε Καγκελάριος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, εξομολογήθηκε αργότερα, αποφεύχθηκε, με επιμονή του Βερολίνου, να χρησιμοποιηθεί ο όρος «συμφωνία ειρήνης», ώστε να μην ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες της Συμφωνίας του Λονδίνου, οι οποίες θα άνοιγαν τον δρόμο στην Ελλάδα, την Πολωνία και άλλες χώρες να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται.
Είναι απόλυτα σημαντικό, ωστόσο, το γεγονός ότι ούτε η Ελλάδα, ούτε και η Πολωνία -χώρες με συντριπτικές και τραγικές συνέπειες από τη δράση της ναζιστικής Γερμανίας- έχουν υπογράψει τη συνθήκη 2+4, ούτε και συμμετείχαν στη συζήτηση που προηγήθηκε. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, οι συμμαχικές δυνάμεις παραιτούνται από το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων και αυτό είναι το βασικό επιχείρημα των Γερμανών.
Η επιλογή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
Σε περίπτωση που η Γερμανία δεν προσέλθει σε διάλογο, ή που ο διάλογος δεν καταλήξει σε συμφωνία, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα της επιλογής να κινηθεί νομικά και να αποταθεί μέχρι και το δικαστήριο της Χάγης. Όπως εξήγησε μιλώντας στην εκπομπή του Σίγμα «Μεσημέρι και Κάτι» ο νομικός Σίμος Αγγελίδης, «το να αναγνωρίζεις και να απολογείσαι σε σχέση με πράξεις που διαπράχθηκαν στο παρελθόν», όπως κατ’ επανάληψη έχει πράξει η πολιτική ηγεσία και αρκετοί αξιωματούχοι της Γερμανικής Ομοσπονδίας, «είναι μεν φραστική ανάληψη ευθύνης, που όμως δεν έρχεται να υποστηριχθεί με έργα».
Εξήγησε, ωστόσο, πως το πολύπλοκο αυτό θέμα, αν δεν επιλυθεί πολιτικά, «νοουμένου ότι η Ελλάδα θα επιδείξει την αναγκαία πολιτική διάθεση, μπορεί η Αθήνα να το φέρει ενώπιον του δικαστηρίου της Χάγης και, από εκεί και πέρα, το Δικαστήριο της Χάγης θα κρίνει κατά πόσο υπάρχει βασιμότητα στους ισχυρισμούς.
Υπάρχει βέβαια και το ευρύτερο διεθνές δίκαιο και διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο, ειδικά με βάση τις συνθήκες της Χάγης του 1907, διέπει τον τρόπο που διεξάγεται ο πόλεμος, αλλά και τις ευθύνες τις οποίες έχει το κάθε κράτος, σε σχέση με ενέργειες που κάνει κατά τη διάρκεια της οποιαδήποτε εχθροπραξίας. Συνεπώς, υπάρχει ακόμη ένα μεγαλύτερο πλαίσιο διεθνούς δικαίου το οποίο μπορεί η Ελλάδα να αξιοποιήσει, νοουμένου ότι θα επιλέξει πως αυτή είναι η κατάλληλη οδός, η οδός της διεκδίκησης είτε στην πολιτική αρένα, είτε, στη συνέχεια, σε κάποια διεθνή δικαστήρια».
Το νομικό ατόπημα της Γερμανίας
Τον Απρίλιο του 1942 η Γερμανία και η Ιταλία, με μία πρωτοφανή κίνηση στην ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανάγκασαν (μόνο) την Ελλάδα να συνάψει ένα κατοχικό δάνειο. Το διεθνές πολεμικό δίκαιο προβλέπει ότι η κατεχόμενη χώρα οφείλει να συντηρεί τα στρατεύματα κατοχής. Ωστόσο, οι Γερμανοί, όπως αποκαλύπτουν τα απόρρητα έγγραφα του Λογιστηρίου του Κράτους της Ελλάδος, χρησιμοποίησαν μέρος του δανείου για τη συντήρηση του στρατού κατοχής στην Ελλάδα και μεγαλύτερο μέρος για τις επιχειρήσεις του Ρόμελ στην Αφρική, γεγονός που παραβιάζει τους κανόνες του δικαίου του πολέμου.
Αυτό αποτελεί μεγάλο νομικό εργαλείο στα χέρια της Αθήνας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στις διεκδικήσεις για αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, το οποίο ενισχύουν τα έγγραφα που έχει αποκαλύψει ο Γερμανός ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, που ζει και διδάσκει στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα οποία η ναζιστική Γερμανία και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο αναγνώρισαν το κατοχικό δάνειο, αλλά ακόμα και 6 μέρες προτού αναχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα, υπάρχει έγγραφο, που δείχνει ότι είχαν αρχίσει να το αποπληρώνουν.