Η χθεσινή μέρα, 23 Φεβρουαρίου, σηματοδοτεί τρία χρόνια από την έναρξη του πιο αιματηρού πολέμου στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, που ξεκίνησε τα μεσάνυχτα μεταξύ 23ης και 24ης Φεβρουαρίου, δεν αποτελεί μόνο μια τοπική σύγκρουση, αλλά την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Με την Ουκρανία να μετατρέπεται σε αρένα αντιπαράθεσης μεταξύ του δυτικού συνασπισμού και της Ρωσίας, η σύγκρουση αυτή επιβεβαιώνει ότι οι πόλεμοι του 21ου αιώνα δεν διεξάγονται μόνο για εδάφη και φυσικούς πόρους, αλλά κυρίως για σφαίρες επιρροής, στρατηγική επιβολή και τον καθορισμό του νέου διεθνούς συστήματος.
Το γεγονός ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε περίπου τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24η Φεβρουαρίου έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία, καθώς συνδέεται άμεσα με τους θεμελιώδεις λόγους που επικαλέστηκε η Μόσχα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Πρώτον, η Ουκρανία θεωρούνταν ανέκαθεν από τη Ρωσία αναπόσπαστο μέρος του Ρωσικού Κόσμου (Русский Мир). Δεύτερον, η ρωσική ηγεσία αντιλαμβάνεται την Ουκρανία ως χώρο υπαρξιακής σημασίας, κρίσιμο για τη γεωπολιτική ασφάλεια της χώρας και τη διατήρηση της ρωσικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή.
Η αντίληψη αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών διαμορφώθηκαν μέσα από αιώνες αλληλεπιδράσεων, συγκρούσεων και ανταγωνισμών.
Ιστορικό Πλαίσιο των Ρωσο-Ουκρανικών Σχέσεων
Οι ρίζες των Ρώσων και των Ουκρανών εντοπίζονται στο κράτος των Ρως του Κιέβου, το οποίο σχηματίστηκε από Βαράγγους εμπόρους και πολεμιστές, ελέγχοντας εμπορικές οδούς μεταξύ Σκανδιναβίας και Κωνσταντινούπολης. Το 988, το κράτος υιοθέτησε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, διαμορφώνοντας έναν κοινό πολιτιστικό πυρήνα. Ωστόσο, η Μογγολική εισβολή τον 13ο αιώνα διέλυσε το βασίλειο. Αργότερα, η Μοσχοβία ανεδείχθη ως η κεντρική ρωσική δύναμη, ενώ τα ουκρανικά εδάφη διαμοιράστηκαν μεταξύ της Πολωνο-Λιθουανικής κοινοπολιτείας και του Χανάτου της Κριμαίας.
Τον 16ο και 17ο αιώνα, η Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και η Μοσχοβία συγκρούστηκαν για την επιρροή στους Ανατολικούς Σλάβους. Στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Κοζάκοι εξεγέρθηκαν κατά της Πολωνίας και το 1654, στο Συμβούλιο του Περεγιασλάβ, δήλωσαν πίστη στον Τσάρο της Ρωσίας, οδηγώντας στην προσάρτηση της Ανατολικής Ουκρανίας. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, υπό τη Μεγάλη Αικατερίνη, η Ρωσία κατέλαβε και τις υπόλοιπες ουκρανικές περιοχές, εκτός από τη Γαλικία που πέρασε στην Αυστροουγγαρία.
Στα υπό Αυστροουγγρική κατοχή Ουκρανικά εδάφη είναι που ξεκίνησε να αναπτύσσεται η ουκρανική εθνική συνείδηση κατά τον 19ο αιώνα. Αργότερα, κατά τον μεσοπόλεμο και αφού τα δυτικά Ουκρανικά εδάφη πέρασαν στην Πολωνία, η υποστήριξη της εθνογεννετικής διαδικασίας πέρασε από τους Αψβούργους στο Ναζιστικό καθεστώς, την οποία χρηματοδοτούσε αδρά. Οι Ουκρανοί εθνικιστές διαποτίστηκαν από φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες, βλέποντας τη Γερμανία ως σύμμαχο κατά του Πολωνικού κράτους. Η εχθρότητα κατά της Σοβιετικής Ένωσης και της διάκρισης του Ουκρανικού λαού από τον Ρωσικό κόσμο εμφανίστηκε λίγο πρίν το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και κατά κύριο λόγο στους κόλπους της Ουκρανικής διασπορά στην Δύση.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και αφού όλα τα Ουκρανικά εδάφη ήταν πλέον μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, η Σοβιετική ηγεσία ακολούθησε μια πολιτική ρωσοποίησης της Ουκρανίας, με την εγκατάσταση Ρωσικών πληθυσμών σε ουκρανικά εδάφη και την προαγωγή της χρήσης της Ρωσικής γλώσσας, Η πολιτική αυτή πρακτικά ήταν μια αναίρεση της πολιτικής της Ιθαγενοποιησης της Λενινιστικής εποχής, μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στο να κατασταλή το εθνικό φρόνημα του Ρωσικού λαού. Η πολιτική της ρωσοποίησης ακολουθήθηκε μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, όταν η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της εγκαινιάζοντας μια νέα ταραχώδη φάση στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις.
Σύγχρονη Ιστορική Επισκόπηση (1991-2022)
Από την ανεξαρτησία της το 1991, η Ουκρανία βρέθηκε σε διαρκή πολιτική και γεωπολιτική αναταραχή, με τη Δύση να επιχειρεί την ενσωμάτωσή της στους δυτικούς θεσμούς και τη Ρωσία να επιδιώκει τη διατήρηση της επιρροής της. Το 1997 η Ουκρανία υπέγραψε τον Καταστατικό Χάρτη Συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, ενώ σταδιακά καλλιεργήθηκε ένας πολιτιστικός και γλωσσικός διαχωρισμός από τη Ρωσία. Το 2004 η Πορτοκαλί Επανάσταση οδήγησε στην ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και την ανάδειξη φιλοδυτικού προέδρου, εντείνοντας τις ρωσικές ανησυχίες. Η πολιτική αστάθεια συνεχίστηκε, με αποκορύφωμα τις ταραχές του 2014 που οδήγησαν στην ανατροπή του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς, στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης στο Ντονμπάς, όπου δημιουργήθηκαν δύο αποσχιστικές «λαϊκές δημοκρατίες».
Οι Συμφωνίες του Μινσκ (2015) προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν τη σύγκρουση, αλλά η Ουκρανία, υπό τη νέα ηγεσία της, προχώρησε σε αντιρωσικές πολιτικές, όπως η γλωσσική καταπίεση της ρωσικής μειονότητας και η θρησκευτική αυτονόμηση από το Πατριαρχείο Μόσχας. Παράλληλα, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ αύξησαν τη στρατιωτική και οικονομική στήριξη στην Ουκρανία, δημιουργώντας μια νέα εστία έντασης. Το 2021, οι εντάσεις κορυφώθηκαν όταν η κυβέρνηση Ζελένσκι ενέτεινε τη στρατιωτική δραστηριότητα στο Ντονμπάς και δήλωσε επίσημα τη στρατηγική επιδίωξη ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία, εκλαμβάνοντας αυτές τις κινήσεις ως υπαρξιακή απειλή, προχώρησε στη συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα ήδη από τις αρχές του 2021, ενώ η Δύση προειδοποιούσε για επικείμενη εισβολή.
Στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναγνώρισε τις αποσχιστικές δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, και στις 24 Φεβρουαρίου, η Ρωσία ξεκίνησε τη στρατιωτική της επιχείρηση, βάζοντας την Ουκρανία στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας γεωπολιτικής σύγκρουσης.
Η Σημασία της 23η Φεβρουαρίου
Η διαδικασία διαμόρφωσης της ουκρανικής ταυτότητας επηρεάστηκε βαθιά από εξωτερικές δυνάμεις, με τους Δυτικούς να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάκρισή της από τη Ρωσία. Σε διάφορες ιστορικές περιόδους, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και παρεμβάσεις ενίσχυσαν τις διαφορές μεταξύ των δύο λαών, ενώ παράλληλα υπήρξαν και εσωτερικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν την ουκρανική εθνική συνείδηση. Η πολυεθνική σύνθεση της περιοχής, οι πολιτικές της Ρωσίας για έλεγχο και ενσωμάτωση, αλλά και οικονομικοί παράγοντες, συνέβαλαν σε αυτή τη διαδικασία.
Για τη Ρωσία, η Ουκρανία αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος του ρωσικού κόσμου, ενώ ο Ουκρανικός λαός ξεκίνησε να απομακρύνεται από την αδελφική αυτή σχέση κυρίως μετά την διάλυσης της Σοβιετικής ένωσης και των γεγονότων της Πορτοκαλί Επανάστασης. Το στοιχείο αυτό εξηγεί και τον ιδιαίτερο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τη Ρωσία. Η ρωσική στρατιωτική μηχανή δεν κατέφυγε στην απόλυτη καταστροφή της Ουκρανίας, ούτε ισοπέδωσε το Κίεβο, όπως έκανε η Δύση σε άλλες συγκρούσεις (βλέπε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ). Για τη ρωσική ηγεσία, η σύγκρουση δεν είναι ένας απλός διακρατικός πόλεμος, αλλά ένας εμφύλιος μεταξύ λαών που προήλθαν από την ίδια μήτρα
Η προώθηση του ουκρανικού εθνικισμού, η αποκοπή από τη ρωσική πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, αλλά και η χρησιμοποίηση της χώρας ως ανάχωμα κατά της Ρωσίας, αποτέλεσαν βασικές επιδιώξεις της Δυτικής στρατηγικής. Παρελθούσες και πρόσφατες δηλώσεις των ηγετών επιβεβαιώνουν ότι η Δύση υπήρξε ο βασικός παράγοντας όξυνσης της κρίσης. Ο Τραμπ προσφάτως κατηγόρησε τον Ζελένσκι ότι υπονόμευσε τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ εξ αρχής ο Πούτιν καταλόγιζε στους Αμερικανούς την ευθύνη για την υποκίνηση του πολέμου. Επιπλέον η Μέρκελ παραδέχτηκε πως οι συμφωνίες του Μινσκ ήταν ένα τέχνασμα για να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία να εξοπλιστεί. Αυτά τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι η σύγκρουση δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά αποτέλεσμα μεθοδευμένων γεωπολιτικών σχεδιασμών της Δύσης.
Η 23η Φεβρουαρίου λοιπόν είναι η Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, η οποία γιορτάζεται επίσημα σε Ρωσία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιζία και Τατζικιστάν, αλλά και ανεπίσημα σε αρκετές χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Μολδαβία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η Ουκρανία. Η γιορτή έχει τις ρίζες της στην ίδρυση του Κόκκινου Στρατού το 1918, κατά τον Ρωσικό εμφύλιο, ενώ εορτάστηκε πρώτη φορά στις 23 Φεβρουαρίου 1919, ως φόρος τιμής στους στρατιώτες που πολέμησαν για τον Σοβιετικό αγώνα. Με την πάροδο του χρόνου, η γιορτή αυτή εξελίχθηκε και μετονομάστηκε αρκετές φορές, αντικατοπτρίζοντας τις πολιτικές και στρατιωτικές μεταβολές στη ρωσική ιστορία.
Από το 1919 έως το 1922, η εορτή ήταν γνωστή ως «Ημέρα του Κόκκινου Στρατού». Το 1923, επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει το ναυτικό, λαμβάνοντας την ονομασία «Ημέρα του Κόκκινου Στρατού και του Στόλου», τίτλος που διατηρήθηκε μέχρι το 1945. Από το 1946 έως το 1993, η εορτή ονομαζόταν ως «Ημέρα του Σοβιετικού Στρατού και του Ναυτικού», υπογραμμίζοντας τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων ως θεμέλιο του σοβιετικού κράτους. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, από το 1993 έως το 2001 η γιορτή έλαβε την πιο ουδέτερη ονομασία «Ημέρα των Υπερασπιστών της Πατρίδας», ενώ το 2002 ο Βλαντιμίρ Πούτιν έβαλε την προσωπική του σφραγίδα, μετονομάζοντάς την σε «Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας», διατηρώντας έτσι τη στρατιωτική και εθνική της σημασία για τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Τρία χρόνια μετά την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η 23η Φεβρουαρίου, Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, για τον Ρωσικό λαό δεν είναι πλέον μόνο μια συμβολική επέτειος του ρωσικού στρατού αλλά και η ημερομηνία που σηματοδότησε την έναρξη ενός πολέμου του οποίου οι προεκτάσεις υπερβαίνουν τις πολιτικές μηχανορραφίες, τις στρατηγικές επιδιώξεις και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, και που αγγίζουν την βαθιά ιστορία δύο συγγενικών λαών. Από την άλλη, όσον αφορά τον Ουκρανικό λαό, μένει να δούμε τι ακριβώς θα σημαίνει η ημέρα αυτή, όταν τα σύννεφα του πολέμου θα έχουν διαλυθεί και θα αποκτήσουμε διαυγή πρόσβαση στην συνείδησή του. Τα όσα είδαμε να λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια, ήταν σύμφωνα άραγε με την βούληση του Ουκρανικού λαού;
Κρίς Κωνσταντινίδης
MSc in International Relations, Strategy & Security
Τα ακίνητα της εβδομάδας
