Sigmalive

Απόψεις: Κρις Κωνσταντινίδης


23 Φεβρουαρίου: Η Ημερομηνία-Σύμβολο του Ρωσο-Ουκρανικού Πολέμου

Η χθεσινή μέρα, 23 Φεβρουαρίου, σηματοδοτεί τρία χρόνια από την έναρξη του πιο αιματηρού πολέμου στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, που ξεκίνησε τα μεσάνυχτα μεταξύ 23ης και 24ης Φεβρουαρίου, δεν αποτελεί μόνο μια τοπική σύγκρουση, αλλά την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Με την Ουκρανία να μετατρέπεται σε αρένα αντιπαράθεσης μεταξύ του δυτικού συνασπισμού και της Ρωσίας, η σύγκρουση αυτή επιβεβαιώνει ότι οι πόλεμοι του 21ου αιώνα δεν διεξάγονται μόνο για εδάφη και φυσικούς πόρους, αλλά κυρίως για σφαίρες επιρροής, στρατηγική επιβολή και τον καθορισμό του νέου διεθνούς συστήματος. 

Το γεγονός ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε περίπου τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24η Φεβρουαρίου έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία, καθώς συνδέεται άμεσα με τους θεμελιώδεις λόγους που επικαλέστηκε η Μόσχα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Πρώτον, η Ουκρανία θεωρούνταν ανέκαθεν από τη Ρωσία αναπόσπαστο μέρος του Ρωσικού Κόσμου (Русский Мир). Δεύτερον, η ρωσική ηγεσία αντιλαμβάνεται την Ουκρανία ως χώρο υπαρξιακής σημασίας, κρίσιμο για τη γεωπολιτική ασφάλεια της χώρας και τη διατήρηση της ρωσικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. 

Η αντίληψη αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών διαμορφώθηκαν μέσα από αιώνες αλληλεπιδράσεων, συγκρούσεων και ανταγωνισμών. 

Ιστορικό Πλαίσιο των Ρωσο-Ουκρανικών Σχέσεων 

Οι ρίζες των Ρώσων και των Ουκρανών εντοπίζονται στο κράτος των Ρως του Κιέβου, το οποίο σχηματίστηκε από Βαράγγους εμπόρους και πολεμιστές, ελέγχοντας εμπορικές οδούς μεταξύ Σκανδιναβίας και Κωνσταντινούπολης. Το 988, το κράτος υιοθέτησε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, διαμορφώνοντας έναν κοινό πολιτιστικό πυρήνα. Ωστόσο, η Μογγολική εισβολή τον 13ο αιώνα διέλυσε το βασίλειο. Αργότερα, η Μοσχοβία ανεδείχθη ως η κεντρική ρωσική δύναμη, ενώ τα ουκρανικά εδάφη διαμοιράστηκαν μεταξύ της Πολωνο-Λιθουανικής κοινοπολιτείας και του Χανάτου της Κριμαίας. 

Τον 16ο και 17ο αιώνα, η Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και η Μοσχοβία συγκρούστηκαν για την επιρροή στους Ανατολικούς Σλάβους. Στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Κοζάκοι εξεγέρθηκαν κατά της Πολωνίας και το 1654, στο Συμβούλιο του Περεγιασλάβ, δήλωσαν πίστη στον Τσάρο της Ρωσίας, οδηγώντας στην προσάρτηση της Ανατολικής Ουκρανίας. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, υπό τη Μεγάλη Αικατερίνη, η Ρωσία κατέλαβε και τις υπόλοιπες ουκρανικές περιοχές, εκτός από τη Γαλικία που πέρασε στην Αυστροουγγαρία. 

Στα υπό Αυστροουγγρική κατοχή Ουκρανικά εδάφη είναι που ξεκίνησε να αναπτύσσεται η ουκρανική εθνική συνείδηση κατά τον 19ο αιώνα. Αργότερα, κατά τον μεσοπόλεμο και αφού τα δυτικά Ουκρανικά εδάφη πέρασαν στην Πολωνία, η υποστήριξη της εθνογεννετικής διαδικασίας πέρασε από τους Αψβούργους στο Ναζιστικό καθεστώς, την οποία χρηματοδοτούσε αδρά. Οι Ουκρανοί εθνικιστές διαποτίστηκαν από φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες, βλέποντας τη Γερμανία ως σύμμαχο κατά του Πολωνικού κράτους. Η εχθρότητα κατά της Σοβιετικής Ένωσης και της διάκρισης του Ουκρανικού λαού από τον Ρωσικό κόσμο εμφανίστηκε λίγο πρίν το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και κατά κύριο λόγο στους κόλπους της Ουκρανικής διασπορά στην Δύση.

Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και αφού όλα τα Ουκρανικά εδάφη ήταν πλέον μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, η Σοβιετική ηγεσία ακολούθησε μια πολιτική ρωσοποίησης της Ουκρανίας, με την εγκατάσταση Ρωσικών πληθυσμών σε ουκρανικά εδάφη και την προαγωγή της χρήσης της Ρωσικής γλώσσας, Η πολιτική αυτή πρακτικά ήταν μια αναίρεση της πολιτικής της Ιθαγενοποιησης της Λενινιστικής εποχής, μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στο να κατασταλή το εθνικό φρόνημα του Ρωσικού λαού. Η πολιτική της ρωσοποίησης ακολουθήθηκε μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, όταν η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της εγκαινιάζοντας μια νέα ταραχώδη φάση στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις. 

Σύγχρονη Ιστορική Επισκόπηση (1991-2022) 

Από την ανεξαρτησία της το 1991, η Ουκρανία βρέθηκε σε διαρκή πολιτική και γεωπολιτική αναταραχή, με τη Δύση να επιχειρεί την ενσωμάτωσή της στους δυτικούς θεσμούς και τη Ρωσία να επιδιώκει τη διατήρηση της επιρροής της. Το 1997 η Ουκρανία υπέγραψε τον Καταστατικό Χάρτη Συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, ενώ σταδιακά καλλιεργήθηκε ένας πολιτιστικός και γλωσσικός διαχωρισμός από τη Ρωσία. Το 2004 η Πορτοκαλί Επανάσταση οδήγησε στην ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και την ανάδειξη φιλοδυτικού προέδρου, εντείνοντας τις ρωσικές ανησυχίες. Η πολιτική αστάθεια συνεχίστηκε, με αποκορύφωμα τις ταραχές του 2014 που οδήγησαν στην ανατροπή του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς, στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης στο Ντονμπάς, όπου δημιουργήθηκαν δύο αποσχιστικές «λαϊκές δημοκρατίες». 

Οι Συμφωνίες του Μινσκ (2015) προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν τη σύγκρουση, αλλά η Ουκρανία, υπό τη νέα ηγεσία της, προχώρησε σε αντιρωσικές πολιτικές, όπως η γλωσσική καταπίεση της ρωσικής μειονότητας και η θρησκευτική αυτονόμηση από το Πατριαρχείο Μόσχας. Παράλληλα, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ αύξησαν τη στρατιωτική και οικονομική στήριξη στην Ουκρανία, δημιουργώντας μια νέα εστία έντασης. Το 2021, οι εντάσεις κορυφώθηκαν όταν η κυβέρνηση Ζελένσκι ενέτεινε τη στρατιωτική δραστηριότητα στο Ντονμπάς και δήλωσε επίσημα τη στρατηγική επιδίωξη ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία, εκλαμβάνοντας αυτές τις κινήσεις ως υπαρξιακή απειλή, προχώρησε στη συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα ήδη από τις αρχές του 2021, ενώ η Δύση προειδοποιούσε για επικείμενη εισβολή. 

Στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναγνώρισε τις αποσχιστικές δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, και στις 24 Φεβρουαρίου, η Ρωσία ξεκίνησε τη στρατιωτική της επιχείρηση, βάζοντας την Ουκρανία στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας γεωπολιτικής σύγκρουσης. 

Η Σημασία της 23η Φεβρουαρίου

Η διαδικασία διαμόρφωσης της ουκρανικής ταυτότητας επηρεάστηκε βαθιά από εξωτερικές δυνάμεις, με τους Δυτικούς να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάκρισή της από τη Ρωσία. Σε διάφορες ιστορικές περιόδους, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και παρεμβάσεις ενίσχυσαν τις διαφορές μεταξύ των δύο λαών, ενώ παράλληλα υπήρξαν και εσωτερικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν την ουκρανική εθνική συνείδηση. Η πολυεθνική σύνθεση της περιοχής, οι πολιτικές της Ρωσίας για έλεγχο και ενσωμάτωση, αλλά και οικονομικοί παράγοντες, συνέβαλαν σε αυτή τη διαδικασία. 

Για τη Ρωσία, η Ουκρανία αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος του ρωσικού κόσμου, ενώ ο Ουκρανικός λαός ξεκίνησε να απομακρύνεται από την αδελφική αυτή σχέση κυρίως μετά την διάλυσης της Σοβιετικής ένωσης και των γεγονότων της Πορτοκαλί Επανάστασης. Το στοιχείο αυτό εξηγεί και τον ιδιαίτερο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τη Ρωσία. Η ρωσική στρατιωτική μηχανή δεν κατέφυγε στην απόλυτη καταστροφή της Ουκρανίας, ούτε ισοπέδωσε το Κίεβο, όπως έκανε η Δύση σε άλλες συγκρούσεις (βλέπε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ). Για τη ρωσική ηγεσία, η σύγκρουση δεν είναι ένας απλός διακρατικός πόλεμος, αλλά ένας εμφύλιος μεταξύ λαών που προήλθαν από την ίδια μήτρα

Η προώθηση του ουκρανικού εθνικισμού, η αποκοπή από τη ρωσική πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, αλλά και η χρησιμοποίηση της χώρας ως ανάχωμα κατά της Ρωσίας, αποτέλεσαν βασικές επιδιώξεις της Δυτικής στρατηγικής. Παρελθούσες και πρόσφατες δηλώσεις των ηγετών επιβεβαιώνουν ότι η Δύση υπήρξε ο βασικός παράγοντας όξυνσης της κρίσης. Ο Τραμπ προσφάτως κατηγόρησε τον Ζελένσκι ότι υπονόμευσε τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ εξ αρχής ο Πούτιν καταλόγιζε στους Αμερικανούς την ευθύνη για την υποκίνηση του πολέμου. Επιπλέον η Μέρκελ παραδέχτηκε πως οι συμφωνίες του Μινσκ ήταν ένα τέχνασμα για να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία να εξοπλιστεί. Αυτά τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι η σύγκρουση δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά αποτέλεσμα μεθοδευμένων γεωπολιτικών σχεδιασμών της Δύσης. 

Η 23η Φεβρουαρίου λοιπόν είναι η Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, η οποία γιορτάζεται επίσημα σε Ρωσία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιζία και Τατζικιστάν, αλλά και ανεπίσημα σε αρκετές χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Μολδαβία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η Ουκρανία. Η γιορτή έχει τις ρίζες της στην ίδρυση του Κόκκινου Στρατού το 1918, κατά τον Ρωσικό εμφύλιο, ενώ εορτάστηκε πρώτη φορά στις 23 Φεβρουαρίου 1919, ως φόρος τιμής στους στρατιώτες που πολέμησαν για τον Σοβιετικό αγώνα. Με την πάροδο του χρόνου, η γιορτή αυτή εξελίχθηκε και μετονομάστηκε αρκετές φορές, αντικατοπτρίζοντας τις πολιτικές και στρατιωτικές μεταβολές στη ρωσική ιστορία. 

Από το 1919 έως το 1922, η εορτή ήταν γνωστή ως «Ημέρα του Κόκκινου Στρατού». Το 1923, επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει το ναυτικό, λαμβάνοντας την ονομασία «Ημέρα του Κόκκινου Στρατού και του Στόλου», τίτλος που διατηρήθηκε μέχρι το 1945. Από το 1946 έως το 1993, η εορτή ονομαζόταν ως «Ημέρα του Σοβιετικού Στρατού και του Ναυτικού», υπογραμμίζοντας τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων ως θεμέλιο του σοβιετικού κράτους. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, από το 1993 έως το 2001 η γιορτή έλαβε την πιο ουδέτερη ονομασία «Ημέρα των Υπερασπιστών της Πατρίδας», ενώ το 2002 ο Βλαντιμίρ Πούτιν έβαλε την προσωπική του σφραγίδα, μετονομάζοντάς την σε «Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας», διατηρώντας έτσι τη στρατιωτική και εθνική της σημασία για τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. 

Τρία χρόνια μετά την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η 23η Φεβρουαρίου, Ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, για τον Ρωσικό λαό δεν είναι πλέον μόνο μια συμβολική επέτειος του ρωσικού στρατού αλλά και η ημερομηνία που σηματοδότησε την έναρξη ενός πολέμου του οποίου οι προεκτάσεις υπερβαίνουν τις πολιτικές μηχανορραφίες, τις στρατηγικές επιδιώξεις και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, και που αγγίζουν την βαθιά ιστορία δύο συγγενικών λαών. Από την άλλη, όσον αφορά τον Ουκρανικό λαό, μένει να δούμε τι ακριβώς θα σημαίνει η ημέρα αυτή, όταν τα σύννεφα του πολέμου θα έχουν διαλυθεί και θα αποκτήσουμε διαυγή πρόσβαση στην συνείδησή του. Τα όσα είδαμε να λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια, ήταν σύμφωνα άραγε με την βούληση του Ουκρανικού λαού;

Κρίς Κωνσταντινίδης

 MSc in International Relations, Strategy & Security

 

 

24 February 2025

ΗΠΑ, Τουρκία και Τζιχαντιστές Το Παιχνίδι Ισχύος Ενάντια στη Ρωσία στη Συρία

Η βασική αιτία του Συριακού Εμφυλίου υπήρξε τα γεωπολιτικά παίγνια ισχύος, τα οποία βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην εύθραυστη εσωτερική κατάσταση της χώρας. Το 2011, στο πλαίσιο της «Αραβικής Άνοιξης», οι διαμαρτυρίες για περισσότερες ελευθερίες και πολιτικές μεταρρυθμίσεις ήταν απλά η αφορμή που πυροδότησε μια κλιμακούμενη σύγκρουση, με το καθεστώς Άσαντ να αντιδρά με καταστολή. Γρήγορα, η σύγκρουση εξελίχθηκε σε έναν proxy war, με τις μεγάλες δυνάμεις και περιφερειακούς παίκτες να προωθούν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Η Ρωσία και το Ιράν στήριξαν τον Άσαντ για να διατηρήσουν την επιρροή τους και τη στρατηγική παρουσία τους στην περιοχή, ενώ ο δυτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, μαζί με τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Κατάρ, υποστήριξε διάφορες ομάδες ανταρτών για να αποδυναμώσει το καθεστώς με στόχο να εκτοπιστεί ο ρωσο-ιρανικός παράγοντας από τη Συρία.

Οι δύο βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην ένταση της σύγκρουσης ήταν ο αγωγός Τουρκίας-Κατάρ και η ναυτική βάση της Ρωσίας στη Συρία. Ο πρώτος αφορούσε την πρόταση του Κατάρ το 2009 για έναν αγωγό φυσικού αερίου, που θα περνούσε μέσω Σαουδικής Αραβίας, Ιορδανίας, Συρίας και Τουρκίας προς την Ευρώπη, παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Η διαδρομή αυτή θα μείωνε την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και θα ενίσχυε την ενεργειακή επιρροή του Κατάρ και της Τουρκίας. Το καθεστώς Άσαντ, όμως, απέρριψε την πρόταση και υποστήριξε έναν αγωγό από το Ιράν, ενισχύοντας τη συμμαχία του με τη Ρωσία και το Ιράν. Η επιλογή αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των δυτικών δυνάμεων.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η ναυτική βάση της Ρωσίας στη Συρία, η οποία αποτελεί θεμέλιο για τη στρατηγική της Μόσχας στη Μεσόγειο. Η διατήρησή της συνδέθηκε άμεσα με την υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή.

Η Συρία στο Σύγχρονο Γεωπολιτικό Σκάκι – 2024
Η Συρία παραμένει μέχρι σήμερα το επίκεντρο μιας γεωπολιτικής σύγκρουσης, καθώς ο ανταγωνισμός ισχύος συνεχίζεται. Ο δυτικός συνασπισμός, υπό την ηγεσία των Δημοκρατικών, επιδιώκει να φθείρει τη ρωσική επιρροή, χρησιμοποιώντας ξανά την αποσταθεροποίηση της Συρίας ως μέσο πίεσης στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Η HTS, μια από τις κυριότερες τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία, δημιουργήθηκε το 2017 ως διάδοχος του Μετώπου αλ-Νούσρα, που αποτελούσε παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία. Παρά τη διακήρυξη αποστασιοποίησής της από την Αλ Κάιντα, η HTS παραμένει προσηλωμένη σε έναν ριζοσπαστικό ισλαμιστικό λόγο, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους. Η δράση της εστιάζεται κυρίως στην περιοχή της Ιντλίμπ.

Η πρόσφατη επίθεση των τζιχαντιστών της HTS στο Χαλέπι και σε άλλες περιοχές, όπως η Ιντλίμπ και τα περίχωρα της Δαμασκού, δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Αντίθετα, εντάσσεται σε έναν ευρύτερο γεωπολιτικό σχεδιασμό που συνδέεται άμεσα με τις εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο. Καθώς η σύγκρουση στην Ουκρανία φαίνεται να εισέρχεται στην τελική της φάση, με τη Ρωσία να αποκτά πλεονέκτημα, η Δύση, υπό την ηγεσία της κυβέρνησης Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, φαίνεται να έχει εκ νέου στο στόχαστρο τον πρόεδρο Άσαντ.

Στόχος φαίνεται να είναι η δέσμευση ρωσικών πόρων και η απόσπαση της προσοχής της Μόσχας από το ουκρανικό μέτωπο, ενώ παράλληλος σκοπός του δυτικού συνασπισμού παραμένει η αποδυνάμωση και, ει δυνατόν, η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Μια τέτοια εξέλιξη θα περιόριζε τη ρωσική στρατηγική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ρωσικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Λατάκια και η ναυτική βάση στην Ταρτούς εξακολουθούν να αποτελούν κρίσιμα γεωστρατηγικά σημεία που βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των σχεδιασμών.

Αναμένεται ότι οι μάχες θα εντατικοποιηθούν τις επόμενες ημέρες, καθώς οι επιθέσεις από τις δυνάμεις της HTS συνεχίζονται. Παρότι η Δύση αρνείται οποιαδήποτε επίσημη εμπλοκή, η στήριξη προς τους τζιχαντιστές δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Η Στρατηγική της Τουρκίας
Η Τουρκία φαίνεται να ενεργεί προληπτικά, υποστηρίζοντας τους τζιχαντιστές της HTS. Ανησυχεί για τους σχεδιασμούς δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, που ενδεχομένως προωθούνται με τη στήριξη του Ισραήλ. Ωστόσο, η πολιτική της Άγκυρας δεν είναι μόνο αμυντική. Μέσα από τη στήριξη μη κρατικών δρώντων και τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στη Συρία, προωθεί την εδραίωση της επιρροής της σε κρίσιμες περιοχές. Αυτός ο επεκτατικός προσανατολισμός αποτελεί μέρος της στρατηγικής της Τουρκίας για αναβάθμιση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης, εντός ενός πλαισίου αναθεωρητικής πολιτικής.
Παρότι ΗΠΑ και Τουρκία αρνούνται οποιαδήποτε επίσημη ανάμιξη στις εξελίξεις, τα συμφέροντά τους φαίνεται να συγκλίνουν. Η πιθανότητα ανεπίσημης συνεννόησης δεν μπορεί να αποκλειστεί. Παράλληλα, η Τουρκία, με τη στρατηγική της στήριξη στους τζιχαντιστές, στέλνει ένα σαφές μήνυμα στη Δύση: ότι εξακολουθεί να είναι ένας πολύτιμος εταίρος, έτοιμος να αναλάβει τη «βρώμικη δουλειά» για λογαριασμό των δυτικών συμφερόντων. Παρόλες τις τριβές της με τη Δύση, υπογραμμίζει τη χρησιμότητά της και επιχειρεί να διατηρήσει τη θέση της ως αναντικατάστατος δρών στη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής.


Η Στάση του Ισραήλ

Το Ισραήλ, από την έναρξη του Συριακού Εμφυλίου το 2011, έχει ακολουθήσει μια ενεργή στρατηγική προστασίας των εθνικών του συμφερόντων, εστιάζοντας στην αποτροπή της ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας και της ενίσχυσης της Χεζμπολάχ στη Συρία. Μέσω στοχευμένων αεροπορικών επιδρομών, έχει καταστρέψει υποδομές και δίκτυα εφοδιασμού που συνδέονται με το Ιράν, ενώ έχει στοχεύσει και θέσεις του συριακού στρατού όταν αυτές θεωρήθηκαν απειλητικές για τα στρατηγικά του συμφέροντα.

Παρά την εχθρότητά του προς τον Άσαντ, το Ισραήλ δεν επιθυμεί ούτε τη διατήρηση του καθεστώτος του ούτε την επικράτηση των τζιχαντιστικών δυνάμεων. Αντίθετα, το ιδανικό σενάριο για το Ισραήλ θα ήταν μια Συρία που, όπως το Ιράν πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, θα διατηρούσε μια ουδέτερη ή ακόμα και φιλική στάση απέναντί του, χωρίς να αποτελεί άμεση απειλή. Αυτή η θέση το τοποθετεί σε έναν περίπλοκο γεωπολιτικό χάρτη, όπου πρέπει να εξισορροπήσει ανάμεσα στην αντιμετώπιση του Άσαντ, την αποτροπή της ιρανικής επιρροής και την άνοδο των τζιχαντιστών.

Ταυτόχρονα, το Ισραήλ φαίνεται να διατηρεί διακριτική υποστήριξη προς τους Κούρδους, τους οποίους θεωρεί σημαντικό παράγοντα για την αποτροπή τόσο της τουρκικής επιρροής όσο και της παρουσίας τζιχαντιστικών ή ιρανικών δυνάμεων στη Συρία. Αυτή η υποστήριξη συνδέεται με την προσπάθειά του να εξισορροπήσει στην περιοχή, ενισχύοντας τις θέσεις των Κούρδων, ενώ ενδέχεται να συμπαρασύρει και την αμερικανική πολιτική προς την ίδια κατεύθυνση. Η στρατηγική αυτή πιθανόν να δημιουργήσει περαιτέρω εντάσεις με την Τουρκία στο άμεσο μέλλον, καθώς η υποστήριξη των Κούρδων αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Άγκυρα.

Η περιπλοκότητα της κατάστασης επιτείνεται από τη συγκυριακή σύμπλευση Τουρκίας και Ιράν, που αν και έχουν διαφορετικές φιλοδοξίες στη Συρία, μοιράζονται έναν κοινό στόχο: την αποτροπή ενίσχυσης της κουρδικής παρουσίας, την οποία και οι δύο θεωρούν απειλή για τα εθνικά τους συμφέροντα. Αυτή η ιδιότυπη συνεργασία ενισχύει τις προκλήσεις για το Ισραήλ, το οποίο προσπαθεί να διασφαλίσει τη δική του στρατηγική ευελιξία σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο, ενταγμένο σε ένα νέο διεθνές σύστημα που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.

Η Συρία παραμένει το κεντρικό πεδίο όπου οι περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις συγκρούονται για την προώθηση των στρατηγικών τους στόχων. Με κάθε εμπλεκόμενο, από το Ισραήλ έως την Τουρκία, το Ιράν και τη Ρωσία, να επιδιώκει να διασφαλίσει τα συμφέροντά του, η περιοχή μετατρέπεται σε ένα περίπλοκο γεωπολιτικό σταυροδρόμι. Η αλληλεπίδραση αυτών των δυνάμεων δεν καθορίζει μόνο το μέλλον της Συρίας αλλά και τις ευρύτερες ισορροπίες ισχύος στο διεθνές σύστημα.

 

Η Συρία ως Νέο Ενεργό Μέτωπο;

Άρα ουσιαστικά η Συρία δεν είναι απλώς ένα πεδίο μάχης αλλά ένα επίκεντρο γεωπολιτικών παιχνιδιών ισχύος, όπου οι στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων συγκρούονται, οι ανταγωνισμοί εντείνονται, και οι φιλοδοξίες για περιφερειακή κυριαρχία επαναπροσδιορίζονται. Ενώ η Δύση επιμένει στην αποσταθεροποίηση, η ιστορία έχει δείξει ότι οι στρατηγικές συμμαχίες που βασίζονται σε μακροχρόνια συνεργασία είναι δύσκολο να καταρρεύσουν, ειδικά μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την δημιουργία του άξονα. Η Ρωσία, με την υποστήριξη των συμμάχων της, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει έναν τόσο κρίσιμο γεωπολιτικό χώρο, ενώ η Συρία συνεχίζει να επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, παρά τις έντονες πιέσεις που δέχεται μέχρι σήμερα.

Εάν η κατάσταση κλιμακωθεί περαιτέρω και η θέση του καθεστώτος Άσαντ απειληθεί σοβαρά, η Ρωσία και το Ιράν δεν θα διστάσουν να αναλάβουν πιο άμεση δράση, ακόμη και με την αποστολή στρατευμάτων. Η Συρία, πέρα από έναν πυλώνα στρατηγικής σημασίας για τον «Άξονα του Παγκόσμιου Νότου», ενδέχεται να εξελιχθεί σε ένα νέο ενεργό υπο-μέτωπο στη Μέση Ανατολή, όπου οι περιφερειακές και διεθνείς συγκρούσεις αποκτούν νέα δυναμική. Κάθε απειλή για την κυριαρχία της μεταφράζεται σε άμεση απειλή για τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των συμμάχων της. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η αναμέτρηση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσε να λάβει ακόμη πιο επικίνδυνες διαστάσεις, καθιστώντας τη Συρία ένα κομβικό σημείο στη σύγχρονη γεωπολιτική αντιπαράθεση των δύο κέντρων ισχύος. 

Τέλος οι επόμενοι μήνες προβλέπονται καθοριστικοί, καθώς οι εξελίξεις στη Συρία μπορεί να επηρεαστούν ριζικά από τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας. Η πιθανότητα ο Ντόναλντ Τραμπ να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική των ΗΠΑ, διαρρηγνύοντας τον «Άξονα του Παγκόσμιου Νότου» «ρυμουλκώντας» τη Ρωσία , θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά τις ισορροπίες και να ανατρέψει τους υφιστάμενους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή.

Κρις Κωνσταντινίδης Οικονομολόγος, Διεθνολόγος 

 

03 December 2024

Η επόμενη κίνηση της Μόσχας μετά την επίθεση του Κίεβου με ATACMS

Η πρόσφατη πυραυλική επίθεση των Ουκρανών σε ρωσικό έδαφος, με τη στήριξη των ΗΠΑ, φέρνει στο προσκήνιο την επόμενη κίνηση της Ρωσίας. Η Μόσχα είχε προειδοποιήσει ότι τέτοιες ενέργειες θα θεωρηθούν ως άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, γεγονός που εντείνει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ωστόσο, ο Πούτιν, όπως έχουμε δει στο παρελθόν, δεν συνηθίζει να αντιδρά παρορμητικά ή ασύμμετρα. Αντίθετα, οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται από μακροπρόθεσμο στρατηγικό υπολογισμό και αποφυγή ενεργειών που δεν εξυπηρετούν τους ευρύτερους στόχους του.

Αντίθετα, κατά την εκτίμησή μου, η Ρωσία είναι πιθανό να αξιοποιήσει το περιστατικό ως το απόλυτο πρόσχημα για μια συντονισμένη και μεγάλης κλίμακας επίθεση. Ο στρατηγικός στόχος φαίνεται να είναι η μετατροπή της Ουκρανίας σε περίκλειστο κράτος, στερώντας της την πρόσβαση στη θάλασσα και μειώνοντας δραστικά τη γεωπολιτική της σημασία.

Ήδη από τις 10 Μαρτίου του 2022, σε δημόσιες τοποθετήσεις, είχα επισημάνει τη στρατηγική σημασία πόλεων όπως η Οδησσός, η Χερσώνα και το Μικολάιβ. Παράλληλα, η εκτίμηση ότι η Ρωσία δεν θα σταματούσε τις εχθροπραξίες πριν εξασφαλίσει τον έλεγχο, ειδικά της Οδησσού, διατυπώθηκε στο άρθρο μου με τίτλο «Παίγνια της Ισχύος ΙΙ, ο Κόσμος σε μη Αντιστρέψιμη Τροχιά Παγκοσμίου Πολέμου», που δημοσιεύθηκε στις 18 Μαρτίου 2024. Αυτή η εκτίμηση, αν επαληθευτεί, θα ολοκλήρωνε το σχέδιο απομόνωσης της Ουκρανίας από τη Μαύρη Θάλασσα. Οι πρόσφατες εξελίξεις ίσως επιβεβαιώσουν τη σημασία αυτής της στρατηγικής ανάλυσης και μας οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Μια τέτοια κίνηση, αν πραγματοποιηθεί, θα μπορούσε να βασίζεται στη βαθιά δυσπιστία της Μόσχας απέναντι στους Δυτικούς. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται να θεωρεί ότι οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία, η οποία θα επιδιώκει τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης, είναι πιθανό να μην τηρηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιστορική εμπειρία της Ρωσίας, με περιστατικά αθέτησης υποσχέσεων και παραβίασης συμφωνιών, ενισχύει την άποψη ότι η διασφάλιση του «μαλακού υπογαστρίου» της θα πρέπει να γίνει μέσω φυσικού ελέγχου εδαφών, αντί να βασίζεται σε καλές προθέσεις ή γραπτές δεσμεύσεις.

Επιπλέον, ο πρόεδρος Πούτιν, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για μια μεγάλης κλίμακας επίθεση, φαίνεται να λαμβάνει μέτρα ώστε να περιορίσει τις απώλειες στο ρωσικό ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό είναι κρίσιμο για την αποφυγή εσωτερικών αντιδράσεων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί στρατηγική παραπλάνησης. Επί μήνες, η Ρωσία έδειχνε να χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, παρουσιάζοντας μια εικόνα αδυναμίας στα μάτια των Δυτικών. Ωστόσο, αυτή η τακτική μπορεί να είχε σκοπό να αποπροσανατολίσει και να υποτιμηθεί η πραγματική ικανότητα της Μόσχας να αναλάβει πρωτοβουλία. Η τακτική αυτή ευθυγραμμίζεται με τη σοφία του Σούν Τζού, ο οποίος δίδασκε ότι «το να φαίνεσαι αδύναμος όταν είσαι ισχυρός» είναι κλειδί για την παραπλάνηση του αντιπάλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναφορές για συμμετοχή Βορειοκορεατών στρατιωτών αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώ αρχικά παρουσιάστηκαν ως βοήθεια για να καλύψουν την υποτιθέμενη αδυναμία της Ρωσίας, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην επερχόμενη επίθεση μεγάλης κλίμακας, ενισχύοντας τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Μόσχας στο σενάριο μιας τέτοιας επιχείρησης. Αυτή η κίνηση, εάν επιβεβαιωθεί, εντάσσεται σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που αποσκοπεί τόσο στην εσωτερική σταθερότητα όσο και στην επιτυχή υλοποίηση μιας συντονισμένης επίθεσης.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, όπως έχω αναλύσει και στο άρθρο μου της 24/07/24 με τίτλο «Απόπειρα Εναντίον του Τραμπ: Αναλύοντας τα Αίτια, την Πολυπλοκότητα, τους Παράγοντες Ακρίβειας και Γιατί Απέτυχε», όπου και επιβεβαιώθηκα, η διοίκηση Μπάιντεν και το βαθύ κράτος φαίνεται να επιδιώκουν την κλιμάκωση, πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο στόχος τους είναι να τον παγιδεύσουν στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Δημοκρατικών, δεσμεύοντας τον ουσιαστικά να ακολουθήσει πολιτικές που δύσκολα θα μπορεί να ανατρέψει ή να εγκαταλείψει. Αυτή η στρατηγική είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης από τη νέα κυβέρνηση.

Ο Μπάιντεν, σε αυτή τη συγκυρία, λειτουργεί ως βολικό πρόσωπο για τους Δημοκρατικούς και το βαθύ κράτος. Κάθε πολιτική αποτυχία ή γεωπολιτική κρίση μπορεί να του αποδοθεί, μετατρέποντάς τον στον αποδιοπομπαίο τράγο της πολιτικής τους—μια τακτική που εξασφαλίζει ότι οι πραγματικοί αρχιτέκτονες των αποφάσεων παραμένουν ανεπηρέαστοι και ανεύθυνοι για τις συνέπειες των ενεργειών τους.

Κατά την τελική μου εκτίμηση, το Ουκρανικό ζήτημα φαίνεται να έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν εδώ και αρκετούς μήνες, πριν ακόμα ο Τραμπ εξασφαλίσει την επιστροφή του στην εξουσία. Απλά, οι τελευταίες εξελίξεις φαίνεται να διευκολύνουν τη Ρωσία στην εδραίωση εδαφικών κερδών, χωρίς να προκαλούν αρνητικό αντίκτυπο στις υποσχέσεις του Τραμπ ότι θα τερματίσει τον πόλεμο. Αυτό το πλαίσιο καθιστά τις εξελίξεις βολικές και για τις δύο πλευρές, καθώς εξυπηρετούν τις στρατηγικές τους επιδιώξεις με αμοιβαία επωφελή τρόπο.

Κρίς Κωνσταντινίδης  Οικονομολόγος, Διεθνολόγος   

21 November 2024

SigmaLive App

Κατεβάστε την εφαρμογή στο κινητό σας για άμεση και γρήγορη ενημέρωση.

AppStore App LinkGoogle PlayStore App Link

Ακολουθήστε μας

Παρακολουθήστε τις εξελίξεις μέσω των social media του SigmaLive


Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter και μείνετε πάντα ενήμεροι!

Εγγραφή στο Newsletter