Και ξαφνικά κάποιοι θυμήθηκαν πως είναι ανάθεμα να περνά κανείς τα οδοφράγματα και να επισκέπτεται την κατεχόμενη γη μας.
Είναι προδοσία να φέρνουμε σε επαφή Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους μαθητές, να τολμά κανείς να επιδιώκει να τους δώσει μια γεύση αληθινής συμφιλίωσης και ελπίδα για τη δημιουργία ενός κοινού μέλλοντος, βασισμένο στον αλληλοσεβασμό και ισότητα όλων των κοινοτήτων που διαβίουν στο πολύπαθο νησί μας. Κάποιοι αποφάσισαν πως πρέπει να παραιτηθεί η Υπουργός Παιδείας και Αθλητισμού, γιατί τόλμησε να επιτρέψει σε μια δικοινοτική οργάνωση να έχει πρόσβαση σε μαθητές, όπως και πολλές άλλες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο νησί.
Έχω διαβάσει πολλά άρθρα και σχόλια που έχουν αναρτηθεί για το θέμα και δυστυχώς μου ξύπνησαν τις μνήμες από την τραυματική περίοδο του 2003-2004, με τους μεν να θεωρούν τους δε ανάθεμα, με τους «ναινέκηδες» και τους «οχιάδες», με οικογένειες και οργανώσεις να διαλύονται λόγω της τρομερής πόλωσης που δημιουργήθηκε από τις εκστρατείες υπέρ και κατά του σχεδίου Ανάν. Και τότε υπήρξε μια τεράστια προσπάθεια δαιμονοποίησης της δράσης ΜΚΟ, και από την μια και από την άλλη πλευρά. Λέω τραυματική, γιατί ήταν η πρώτη φορά που πήρα μια γεύση (ως νεαρή 23χρονη τότε) του πως πρέπει να ήταν στην Κύπρο εκείνες τις δεκαετίες του εθνικού διχασμού, τις κρίσιμε δεκαετίες των 50-70 που διαμόρφωσαν μέσα από αιματοκύλισμα και αδελφοκτονίες την σύγχρονη ιστορία του τόπου μας.
Για όσους δεν το ξέρουν, εγώ δούλεψα ενεργά εναντίον του δημοψηφίσματος. Υπήρξα δραστήριο μέλος της προσπάθειας και τοποθετήθηκα δημόσια και έντονα υπέρ των απόψεων που είχαμε διαμορφώσει οι ομάδες δράσεις, βασισμένες στην ανάλυση και των 5 μορφών του σχεδίου, μελετώντας μέρα και νύχτα και τα 3 συντάγματα, αναλύοντας αμέτρητες ώρες διάφορες πτυχές και συγκρίνοντας με τα συστήματα άλλων κρατών και πολιτευμάτων. Δεν μετανιώνω για αυτή μου την εργασία γιατί, προσωπικά εγώ τουλάχιστο, βάσισα την δράση μου στις ειλικρινείς μου απόψεις και ανάλυση. Δεν είχα άλλες ατζέντες, δεν θεωρούσα πως θα αποτελούσε τον πολιτικό μου βατήρα, δεν έβλεπα την όλη διαδικασία ως «εμείς» και «εκείνοι» με μόνο στόχο να κερδίσει η ομάδα μου.
Πέραν όμως από την ψυχρή πολιτικοή ανάλυση, έβλεπα ένα κόσμο που δεν ήταν έτοιμος να αποδεκτεί τους συμβιβασμούς που απαιτούσε το Σχέδιο Ανάν. Έβλεπα στον δικό μας έντονο διχασμό τα ψήγματα του εμφυλίου που θα ερχόταν αν ξαφνικά έπρεπε να δουλέψουμε μαζί
χωρίς προεργασία, προετοιμασία, όσμωση. Εδώ είμασταν έτοιμοι να φαγωθούμε μεταξύ μας, πως θα διαχειριζόμασταν τους ακραίους της άλλη πλευράς; Γιατί δεν ήμουν (ούτε είμαι) αιθεροβάμων. Έβλεπα πως θα είχαμε τρομερά δύσκολο δρόμο για εφαρμογή μιας λύσης, ότι μορφή και αν είχε, όσο δίκαιη και ισορροπημένη και αν ήταν. Γι’ αυτό πάλεψα για να την απορρίψουμε, με την ελπίδα πως θα μπορούσαμε να την βελτιώσουμε και να την κλειδώσουμε με πολύ καλύτερους όρους που δεν θα ενείχαν τον κίνδυνο πλήρους διχοτόμησης στο εγγύς μέλλον.
Με την συντριπτική πλειοψηφία που απέρριψε το Σχέδιο Ανάν λοιπόν το 2004, ανακουφίστηκα πως ξεπεράστηκε ο κίνδυνος και θα μπορούσε να ξεκινήσει η εργασία για πιο ολοκληρωμένη και ουσιαστική συζήτηση της επόμενης μέρας. Συνεργασίες που θα μας έφερναν κοντά σε υπερπήδηση των πρακτικών εμποδίων εναντίον της επανένωσης, οδηγώντας μας σε επίλυση του Κυπριακού σε λίγα μόνο χρόνια από το 2004. Και εδώ είναι που η πραγματικότητα με απογοήτευσε. 21 χρόνια μετά από όλους εκείνους τους αγώνες, δεν έχουμε προχωρήσει και ιδιαίτερα σε επίλυση του Κυπριακού. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 θα οδηγούσε σε περισσότερη όσμωση, θα έκανε τους Τουρκοκύπριους να δουν πως είναι ασφαλής η συγκατοίκηση μας πάλι, πως δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Πως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούσε να καταστεί η μόνη εξωτερική εγγύηση ασφάλειας, ειρήνης και δικαιοσύνης που θα χρειαζόμασταν για να μπορέσουμε να ζήσουμε σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα. Πως το παράδειγμα της Ιρλανδίας θα μπορούσε να αποτελέσει καθοδήγηση για την δική μας περίπτωση.
Όταν η κρίσιμη συγκυρία του 2016-2017 χάθηκε και εξ υπαιτιότητας μας, με την πολιτική ελίτ του τόπου να είναι έτοιμη να θυσιάσει την Κύπρο ολόκληρη για να μην υποστεί η ίδια πολιτικό κόστος, κατάλαβα πως δεν είναι μόνο ανετοιμότητα αλλά και προδοσία. Οι προσωπικές ατζέντες και ένστικτο επιβίωσης μας είχαν στερήσει την επανένωση και την ειρήνη, όχι η αληθινή έγνοια για την Κύπρο μας.
Πίσω στην σημερινή συγκυρία λοιπόν και τις φάξιες που ξαφνικά θυμήθηκαν πως η δικοινοτική επαναπροσέγγιση είναι «προπαγάνδα ξένου δάκτυλου» και πως οι ΜΚΟ είναι ο μέγας εχθρός. Με ανησυχεί αλλά δεν με εκπλήττει η αντίδραση τους. Ο Παύλος Μυλωνάς, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Παιδείας με τις δηλώσεις του για άσχετα με το θέμα μας θέματα έχει θέσει τον εαυτό του εκτός του ΔΗΚΟ και απαιτούν από τον ίδιο να παραιτηθεί από μέλος του κόμματος, αλλά αυτό θα σημαίνει αυτόματα και την παύση του από πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής Παιδείας. Βλέπετε, οι ανεξάρτητοι βουλευτές δεν δικαιούνται να έχουν προεδρίες επιτροπών, η προεδρία διανέμεται στα κόμματα και θα πάει στον επόμενο βουλευτή του κόμματος, με τον Παύλο Μυλωνά να μπορεί ελεύθερα να κινείται προεκλογικά για εξασφάλιση της επανεκλογής του από άλλο μετερίζι. Πόσο έντεχνα όμως προετοιμάζει την εκστρατεία του ο κύριος Μυλωνάς ενάμιση χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2026, ανακινώντας το θέμα της δικοινοτικής προσπάθειας του Home for Cooperation ως το Βατερλώ του. Πόσο έντεχνα μας υπόσχεται πως θα παραιτηθεί ακόμη και από πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας αν δεν παραιτηθεί η υπουργός Παιδείας από τη δική της θέση, θεωρώντας πως δεν είναι κοινή γνώση πως θα τον παύσουν από πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής λόγω των πολιτικών του κινήσεων οσωνούπω…
Ελπίζω πως αυτή τη φορά, 20 κάτι χρόνια μετά τον τεράστιο διχασμό του 2004, θα έχουμε όλοι καλύτερη γνώση και αναλυτικές ικανότητες για να μπορούμε να ερμηνεύουμε αυτό που γίνεται μπροστά μας με καθαρό μυαλό και διαύγεια. Δεν είναι ανάγκη να γίνουμε πάλι από 2 στρατόπεδα γιατί έρχονται εκλογές και κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν το πολιτικό τους μέλλον περισσότερο από το ότι θέλουν το καλό του τόπου μας. Γιατί ο στόχος της όλης διαλεκτικής που ακούμε όλες αυτές τις μέρες δεν είναι το Υπουργείο Παιδείας και τα παιδιά
που ήθελαν να γνωρίσουν την κατεχόμενη μας πατρίδα και τους Τουρκοκύπριους μαθητές που επίσης συμμετέχουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ο στόχος είναι όλοι εμείς οι Ελληνοκύπριοι που «τολμούμε» να περνάμε τα οδοφράγματα και μεταλαμπαδίζουμε την ελπίδα επανένωσης στα παιδιά μας. Που θέλουμε να έχουμε προσωπικές μνήμες των κατεχόμενων μας και όχι μόνο τις αναμνήσεις των παλιών. Που πιστεύουμε ακράδαντα πως μπορεί να υπάρξει συνοδοιπορία με τους Τουρκοκύπριους και θα παλέψουμε με νύχια και με δόντια για να το πετύχουμε. Που δεν βλέπουμε τους Τουρκοκύπριους σαν ξένο σώμα στον τόπο μας αλλά σαν ισότιμους συμπολίτες μας. Αυτό είναι το διακύβευμα αυτής όλης της φασαρίας που δημιουργείται, και να μην το ξεχνάμε.
Έφη Ξάνθου
Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου
VOLT Κύπρου