21.03.2024
Μάριος Πούλλαδος
Τα σκάνδαλα γύρω από τα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τη Μονή του Οσίου Αββακούμ στο Φτερικούδι αρχίζουν να λαμβάνουν τρομακτικές διαστάσεις. Πέρα από την οικονομική, ηθική, πολιτική, οικολογική πτυχή του ζητήματος, η ουσία έγκειται στην καθαρά θρησκευτική διάσταση και τη βιομηχανία θαυμάτων που φαίνεται να ενορχηστρώθηκε από τους μοναχούς με σκοπό τον πλουτισμό. Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρηθεί μια συνοπτική προσέγγιση της έννοιας «θαύμα», έτσι όπως εξετάστηκε διαχρονικά μέσα από το θεολογικό και φιλοσοφικό καλειδοσκόπιο μεγάλων στοχαστών της Δύσης. Όσα θα ακολουθήσουν, αποτελούν παραπομπές από τη Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Έννοιες και ορισμοί
Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με την ετυμολογία, η λέξη "θαύμα" προέρχεται από το ελληνικό "θαυμάσιον" και είναι αυτό το οποίο προκαλεί θαυμασμό και κατάπληξη, ένα γεγονός έκτακτο και με κανόνες που δεν μπορεί να έχουν γενική εφαρμογή.
Η φιλοσοφική συζήτηση για τα θαύματα έχει επικεντρωθεί κυρίως στην αξιοπιστία ορισμένων ισχυρισμών στις εβραϊκές και χριστιανικές γραφές. Αλλά η έρευνα για την αξιοπιστία συγκεκριμένων αξιώσεων θαύματος αναπόφευκτα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την έννοια του θαύματος και τα επιχειρήματα σχετικά με συγκεκριμένους ισχυρισμούς δεν μπορούν να αξιολογηθούν έως ότου η φύση αυτής της έννοιας έχει τουλάχιστον διευκρινιστεί.
Μια κοινή προσέγγιση των στοχαστών είναι ο ορισμός του θαύματος ως διακοπής της τάξης ή της πορείας της φύσης. Ο ορισμός αυτός ενισχύεται από τον Θωμά τον Ακινάτη, που σημειώνει πως θαύμα είναι ένα γεγονός που υπερβαίνει την παραγωγική δύναμη της φύσης, όπου η «φύση» ερμηνεύεται αρκετά ευρέως ώστε να περιλαμβάνει τον εαυτό μας και οποιαδήποτε άλλα πλάσματα ουσιαστικά σαν εμάς. Ο Ντέιβιντ Χιουμ όρισε περίφημα το θαύμα ως «παραβίαση των νόμων της φύσης» και αυτός ο ορισμός αποτελεί έκτοτε το επίκεντρο ζωηρής συζήτησης. Ωστόσο, η εισαγωγή της έννοιας των φυσικών νόμων στον ορισμό του «θαύματος» είναι προβληματική και για διάφορους λόγους καθώς πολλοί συγγραφείς την βρήκαν αβάσιμη. Ουσιαστικά ορισμένοι ισχυρίζονται πως είναι δύσκολο να πούμε σε ορισμένες περιπτώσεις ποιοι φυσικοί νόμοι παραβιάζονται από το εν λόγω γεγονός, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν βαθιές φιλοσοφικές διαφωνίες σχετικά με τη φύση και ακόμη και την ύπαρξη φυσικών νόμων. Το να μιλάμε συνεπώς για θαύματα ως παραβιάσεις των νόμων της φύσης εγείρει επίσης ερωτήματα σχετικά με τη φύση της παραβίασης.
Το θρησκευτικό πλαίσιο
Σε κάθε περίπτωση, ορισμένοι συγγραφείς έχουν υποστηρίξει τον περιορισμό του όρου «θαύμα» σε γεγονότα που προκαλούνται υπερφυσικά και έχουν κάποια απτή θρησκευτική σημασία. Σε αυτό το πλαίσιο ο Σάμουελ Κλαρκ, ιερέας και φιλόσοφος που προσπάθησε να συμφιλιώσει τη λογική με τη θρησκεία, έγραφε το 1719 ότι «ο αληθινός Ορισμός του Θαύματος, με τη Θεολογική έννοια του Λόγου, είναι ότι είναι ένα έργο που πραγματοποιείται με τρόπο ασυνήθιστο ή διαφορετικό από την κοινή και κανονική Θεία Πρόνοια, με την παρεμβολή είτε του ίδιου του Θεού είτε κάποιου Ευφυούς Πράκτορα ανώτερου του Ανθρώπου, για την απόδειξη ή τη στοιχειοθέτηση κάποιου συγκεκριμένου Δόγματος, ή σε βεβαίωση στην Αρχή κάποιου συγκεκριμένου Προσώπου». Ο Χιουμ, επίσης, σε έναν από τους ορισμούς του για το «θαύμα», μιλά για ένα γεγονός που προκλήθηκε «από μια συγκεκριμένη βούληση της Θεότητας ή από την παρεμβολή κάποιου αόρατου παράγοντα». Από την άλλη, ορισμένοι στοχαστές θεωρούν πως η ενσωμάτωση της συνθήκης της υπερφυσικής δράσης στον ορισμό του θαύματος θα είχε την αμήχανη συνέπεια ότι το ερώτημα εάν ένα γεγονός θεωρείται θαυματουργό θα εξαρτάται από την ψυχολογική αίσθηση ενός ατόμου.
Μαρτυρίες και αυτόπτες μάρτυρες
Πολλά επιχειρήματα για θαύματα προβάλλουν τη μαρτυρία ειλικρινών και ικανών αυτοπτών μαρτύρων ως το βασικό στοιχείο από το οποίο εξαρτάται η ισχύς του επιχειρήματος. Δύο διαστάσεις ταξινόμησης βοηθούν στο να εστιάσουμε στη φύση των διαφόρων επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί για λογαριασμό θαυματουργών αξιώσεων, το ένα έχει να κάνει με τους στόχους των επιχειρημάτων και το άλλο με τη δομή του. Ως προς το δεύτερο, σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα επιχειρήματα για ισχυρισμούς θαύματος εμπίπτουν σε μιαν από τις τέσσερεις δομικές κατηγορίες: επαγωγικές, κριτηριολογικές, επεξηγηματικές ή πιθανολογικές. Ένα έγκυρο επαγωγικό επιχείρημα είναι εκείνο στο οποίο, δεδομένης της αλήθειας των υποθέσεων, το συμπέρασμα πρέπει επίσης να είναι αληθές.
Επιχειρήματα κατά θαυμάτων
Τα επιχειρήματα κατά των αξιώσεων θαυμάτων, όπως και τα επιχειρήματα υπέρ τους, έρχονται σε ποικίλες μορφές, επικαλούνται ποικίλες προϋποθέσεις και έχουν διακριτούς στόχους.
Ο πιο τολμηρός ισχυρισμός που θα μπορούσε να γίνει ενάντια στα αναφερόμενα θαύματα είναι ότι τέτοια γεγονότα είναι αδύνατα. Εφόσον ο εν λόγω ορισμός του «θαύματος» είναι ένας ορισμός που περιλαμβάνει θεία δράση, κάθε επιχείρημα που απεδείκνυε την ανυπαρξία του Θεού θα αποτελούσε eo ipso («δι’ αυτού τούτου») απόδειξη ότι τα θαύματα δεν γίνονται. Στο πλαίσιο αυτό, ένα επιχείρημα που θα αποδεικνύει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι αδύνατη, θα αποδείκνυε ταυτόχρονα ότι τα θαύματα είναι επίσης αδύνατα.
Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 6 του Tractatus Theologico-Politicus, ο φιλόσοφος Σπινόζα επιχειρεί να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι η φύση δεν μπορεί να παραβιαστεί, αλλά ότι «διατηρεί μια σταθερή και αμετάβλητη πορεία», ως συνέπεια της οποίας ένα θαύμα είναι «ένας καθαρός παραλογισμός».
Το επιχείρημά του γι’ αυτόν τον ισχυρισμό είναι σε γενικές γραμμές το ακόλουθο:
- Το θέλημα του Θεού ταυτίζεται με τους νόμους της φύσης.
- Ένα θαύμα είναι η παραβίαση των νόμων της φύσης.
- Αναγκαστικά, το θέλημα του Θεού είναι απαραβίαστο.
Επομένως, - Θαύματα δεν μπορούν να συμβούν.
Δημοσιεύτηκε στην Σημερινή 17/03/24