Έκτακτες ειδήσεις
12.07.2021
Μάριος Πούλλαδος
O Ιούλιος ήταν πάντα ένας δύσκολος μήνας για την Κύπρο. Το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής του Αττίλα που ακολούθησε, το 1974, αποτελούν ανοικτές ακόμη πληγές στη συλλογική εθνική μας μνήμη. Δεκαετίες μετά, ακόμη προσπαθούμε να επουλώσουμε μνήμες και να ξεπεράσουμε τον εθνικό διχασμό που οδήγησε στην τραγωδία. Αυτός ο Ιούλης, όμως, είναι κάπως διαφορετικός. Όχι επειδή θα έρθει ο Ερντογάν και η κουστωδία τού AKP στην κατεχόμενη Αμμόχωστο για φιέστα. Αυτήν τη φορά πάνω από τα κεφάλια μας φαίνεται να επικρέμαται ένας νέος διχασμός. Πολύ πιο ύπουλος και επικίνδυνος. Είναι ο εν εξελίξει διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων για τον κορωνοϊό. Ένας διχασμός που ξεφεύγει από τα στενά εθνικά σύνορα και αποκτά πλέον ευρωπαϊκές και ίσως παγκόσμιες διαστάσεις. Ίσως έφτασε το τέλος εποχής για τα παραδοσιακά δίπολα Αριστερά-Δεξιά, Φιλελευθερισμός-Μαρξισμός, Μακαριακοί-Γριβικοί, μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί, ανανιστές- αντιομοσπονδιακοi και φτάσαμε να χωριζόμαστε σε εμβολιασμένους-ανεμβολίαστους. Η τάση αυτή, που γίνεται ολοένα και πιο έντονη όσο τα κρούσματα αυξάνονται και οι κυβερνήσεις προωθούν το εμβολιαστικό τους πρόγραμμα, είναι προπομπός για νέες περιπέτειες με κίνδυνο μιας επερχόμενης υγειονομικής δυστοπίας.
Η πολιτικοποίηση στις ΗΠΑ
Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ το θέμα του εμβολιασμού εξελίσσεται σε μιαν από τις μεγαλύτερες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Kαθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, η πόλωση έχει εκδηλωθεί με έντονες διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι προσεγγίζουν την Covid-19, από το πλύσιμο των χεριών έως την κοινωνική απόσταση και τη χρήση μάσκας. Σε γενικό πλαίσιο, οι αντιλήψεις για την Covid-19 δεν είχαν πολιτική χροιά στο ξεκίνημα της πανδημίας. Μπορεί στην Κύπρο να υπήρξαν πολιτικές συζητήσεις για το θέμα του κλεισίματος των οδοφραγμάτων, εντούτοις σε μεγάλο βαθμό δεν υπήρξε ριζοσπαστικοποίηση. Στις ΗΠΑ η κατάσταση άρχισε να λαμβάνει διαφορετική διάσταση, όταν ο τότε Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υποτιμούσε τον κορωνοϊό με αρκετούς Ρεπουμπλικανούς να τον στηρίζουν. Με τη νίκη Μπάιντεν στις Προεδρικές Εκλογές και την σχεδόν ταυτόχρονη έναρξη των εμβολιασμών το ζήτημα της πανδημίας μοιραία πολιτικοποιήθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι σε περιοχές και πολιτείες που παρουσιάζουν σήμερα μικρότερα ποσοστά εμβολιασμού έχουν μεγαλύτερη απήχηση οι θέσεις των Ρεπουμπλικανών. Από Ρεπουμπλικανούς προέρχονται επίσης συνήθως οι θέσεις ότι υπάρχουν εναλλακτικές θεραπείες απέναντι στον κορωνοϊό, παρά τα εμβόλια. Δεν είναι επίσης τυχαίο που οι περισσότερες θεωρίες συνωμοσίας γύρω από το θέμα κορωνοϊός-εμβόλια έχουν ως κοίτη τις ΗΠΑ, και από εκεί διαχέονται σε ολόκληρο τον πλανήτη από τα διεθνοποιημένα πλέον Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Ευθύνες Κυβέρνησης και «ειδικών»
Αδιαμφισβήτητα την πρωταρχική μέριμνα προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και αντίληψη περί «κοινού εχθρού», που είναι ο κορωνοϊός, την έχει η Κυβέρνηση. Το Κράτος θα πρέπει να αποφασίσει ποιος είναι, επιτέλους, ο απώτερός του στόχος. Να τερματίσει την πανδημία ή να την καταστείλει σε ένα επίπεδο, όπου δεν θα κινδυνεύουν τα ευάλωτα άτομα; Είναι στόχος της Κυβέρνησης να εμβολιαστεί όλος ο πληθυσμός; Αν δεν τα καταφέρει, τι προτίθεται να κάνει και μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει;
H ιδέα ότι με την παροχή κινήτρων, κυρίως οικονομικών, θα επιτευχθούν περισσότεροι εμβολιασμοί, είναι πιθανώς λανθασμένη αν και θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας. Οι πολίτες δεν πρέπει να θεωρούνται παιδιά, που, αν κάνουν τις εργασίες τους, θα φάνε παγωτό. Λανθασμένη είναι επίσης και η προσέγγιση ότι με τον εμβολιασμό θα αφαιρείται ένα προστατευτικό μέτρο. Η τελευταία προσέγγιση υποστηρίζει σιωπηρά το ατομικιστικό αφήγημα ότι οι μάσκες είναι καταπιεστικά βάρη, «από τα οποία οι άνθρωποι πρέπει να ξεφύγουν για να επιστρέψουν στην κανονικότητα».
Μεγάλη ευθύνη για την αποφυγή του διχασμού έχουν ακολούθως τα αρμόδια Υπουργεία, οι υγειονομικοί φορείς και οι διάφοροι ειδικοί, που έχουν δημόσιο λόγο. Από την αρχή της πανδημίας υπήρξαν, δυστυχώς, αντικρουόμενα μέτρα και προβλέψεις των επιδημιολόγων. Όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει υποδαυλίσει την ήδη υπάρχουσα αμφισβήτηση απέναντι στα εμβόλια, τα οφέλη των οποίων δεν μεταφέρονται με τον καλύτερο δυνατό επιστημονικό τρόπο. Ο εμβολιασμός, όμως, δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Όταν αντιμετωπίζουμε μια επιδημία, η ευθύνη των φορέων της δημόσιας υγείας είναι να προστατεύσουν το κοινωνικό σύνολο, και πρώτα αυτούς που είναι ευάλωτοι. Ο ρόλος της Κυβέρνησης και των Υγειονομικών Αρχών είναι να προφυλάξουν εκείνους που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης από τον θάνατο. Όχι να κυνηγά και να στιγματίζει τους ανεμβολίαστους.
Οι κατηγορίες ανεμβολίαστων
Καλώς ή κακώς, ειδικά σε Κύπρο και Ελλάδα, είμαστε φύσει αντιδραστικός λαός. Η προσπάθεια επιβολής μέτρων, και ειδικά εμβολιασμού, δεν πρόκειται να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η δυσπιστία του λαού απέναντι στις προθέσεις της Κυβέρνησης είναι δεδομένη. Όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και παγκοσμίως, υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι σε ηγεσίες που κατηγορούνται για σκάνδαλα διαφθοράς. Η διαφθορά στο μυαλό του πολίτη πλέον αρχίζει από διαβατήρια με πύργους και φτάνει μέχρι τις μίζες για rapit test. Άδικα;
Θα πρέπει να γίνει σεβαστό ότι υπάρχουν συμπολίτες μας που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί για μια σειρά από λόγους. Υπάρχουν εκείνοι που διαφωνούν γενικά με τον εμβολιασμό. Είτε αυτός είναι της ιλαράς, της γρίπης, του τετάνου ή τέλος και του κορωνοϊού. Υπάρχουν άτομα που όντως έπεσαν θύματα προπαγάνδας και θεωριών συνωμοσίας και δύσκολα θα πειστούν να αλλάξουν γνώμη. Ο αντιεμβολιασμός έγινε γι’ αυτούς δόγμα, χωρίς όμως να σημαίνει ότι είναι «τελειωμένες περιπτώσεις». Υπάρχουν εκείνοι που τηρούν μια στάση αναμονής, καθώς με τις μεταλλάξεις δεν ξέρουν ποιο εμβόλιο είναι το πιο αποτελεσματικό. Θεωρούν πως ίσως υπάρξει ένα καλύτερο εμβόλιο και δεν θα πειραματιστούν με μεικτά εμβόλια και με 1, 2, 3 και δεν ξέρει κανείς πόσες άλλες δόσεις. Υπάρχουν ανεμβολίαστοι για τους οποίους συντρέχουν διάφοροι λόγοι υγείας και δεν μπορούν να κάνουν το εμβόλιο. Υπάρχουν συμπολίτες μας που φοβούνται. Άλλοι θέλουν να κάνουν παιδιά, άλλες είναι έγκυοι και δεν είναι σίγουρες. Άλλοι έχουν μέλη της οικογένειάς τους που νόσησαν σοβαρά μετά το εμβόλιο και κάνουν δεύτερες σκέψεις.
Υπάρχει και μια κατηγορία που τηρούν με ευλάβεια όλα τα προστατευτικά μέτρα, κάνουν συχνά τεστ και δεν θέλουν να εμβολιαστούν. Σε μια δημοκρατία, όλα τα πιο πάνω πρέπει να θεωρούνται σεβαστά και αυτονόητα. Αντιθέτως, μια μεγάλη μερίδα των πιο πάνω πέφτουν θύματα bullying από το Κράτος, τους συναδέλφους, τους «ειδικούς» και τον κοινωνικό περίγυρο που τους κατηγορούν ως ανεύθυνους, ηλίθιους, ψεκασμένους και άλλα παρόμοια. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει αντίδραση και άρνηση πλέον όχι τόσο απέναντι στα εμβόλια, αλλά στις πιέσεις, την αδιαφάνεια και τον ετσιθελισμό.
Οι «πεφωτισμένοι» της «Αλήθειας»
Στην αντίπερα όχθη υπάρχει και το άλλο ριζοσπαστικοποιημένο στρατόπεδο. Αυτοί που κάνουν ακτιβισμό κατά του εμβολιασμού στη βάση μιας «θεωρίας» που έπλασαν στον εγκέφαλό τους. Είναι αυτοί που κατηγορούν όσους εμβολιάστηκαν ως «πρόβατα», «δούλους του συστήματος», «μαριονέτες της Νέας Παγκόσμιας Τάξης». Αυτοί που αποτρέπουν άτομα δικά τους που θέλουν να εμβολιαστούν από το να το πράξουν. Θεωρούν εαυτούς ως κατόχους μιας μυστικής γνώσης και ενός υπέρτατου σχεδίου, που οι άλλοι αδυνατούν να συλλάβουν. Υπάρχουν και ακραίες περιπτώσεις αυτών που διακόπτουν σχέσεις, ακόμη και οικογενειακές, με όσους εμβολιάστηκαν, καθώς τους θεωρούν περίπου ως «μολυσμένους». Υπάρχει στο τελευταίο και μια θρησκευτική διάσταση, που κάνει παραλληλισμούς του εμβολίου με το αποκαλυπτικό «χάραγμα του Αντίχριστου».
Οι σπιούνοι και οι Ναζί
Με όλα τα πιο πάνω υπάρχει ένας εντεινόμενος φόβος ότι θα αρχίσει πλέον ένας χαφιεδισμός για το ποιοι είναι εμβολιασμένοι και ποιοι όχι. Ποιοι είναι μυημένοι στην «αλήθεια» και γλίτωσαν από το «σατανικό σχέδιο» των φαρμακευτικών εταιρειών-πολυεθνικών και είναι «όργανα και πιόνια τους». Στο θεατρικό έργο ο «Σπιούνος» (1938), του Μπρεχτ, παρουσιάζεται με θαυμάσιο τρόπο η κατάσταση που επικρατούσε στη ναζιστική Γερμανία. Εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και οι πιο στενές, δηλητηριάζονται από τον φόβο και την καχυποψία του ενός για τον άλλο. Υπήρχε επιβεβλημένη λογοκρισία στον δημόσιο χώρο, η οποία σιγά-σιγά εισέβαλε και στον ιδιωτικό χώρο, μέσα στα σπίτια, ακόμη και ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Όπως τονίζεται, πολλές φορές καμία δικτατορία και κανένας φασισμός δεν θα επιζούσε ούτε για μια βδομάδα αν δεν γινόταν αποδεκτός από τη σιωπηλή εκείνη κατηγορία του πληθυσμού, που το μόνο που γυρεύουν είναι «η ησυχία τους». Εκείνους που «διαφωνούν μεν», αλλά… «τι μπορείς να κάνεις». Ας μας προβληματίσουν τα πιο πάνω, για να έχουμε όλοι την υγεία μας. Η συλλογική δράση δεν είναι αδύνατη για μια εξαιρετικά ατομικιστική εποχή όπως η σημερινή. Αλλά τέτοια δράση διαβρώνεται από την απουσία ηγεσίας. Ο «εμβολιασμός» του δημόσιου λόγου με λογική και με γνώμονα το συλλογικό καλό είναι η μόνη λύση για να επανέλθουμε στην «κανονικότητα».