ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΠΛΩΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ «ΣΥΡΡΑΞΗ» ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ

Το νέο αδιέξοδο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν εξελίσσεται μέρα με τη μέρα σε μια νέα κρίση με ανησυχητικές επιπτώσεις, τόσο για την περιφερειακή όσο και για την παγκόσμια ασφάλεια. Η λευκή σημαία που ύψωσαν η Ουάσιγκτον με την Τεχεράνη κράτησε όσο και η διακυβέρνηση Ομπάμα, αφού από τις πρώτες κιόλας μέρες ανάληψης των καθηκόντων του προειδοποίησε για τις εξελίξεις.

Η πρώτη κίνηση ήρθε με την ανακοίνωση της μονομερούς αποχώρησης από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ακολούθησε η επαναφορά των κυρώσεων, οι απειλές για το θαλάσσιο εμπάργκο αργού πετρελαίου και πλέον η Ουάσιγκτον προχωρά με ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στον περσικό κόλπο. Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη φαίνεται να μετακινεί στρατιωτικό εξοπλισμό στα δυτικά σύνορα του Ιράν, έχοντας πλέον εντός εμβέλειας αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ.

Μετά από αυτή την εξέλιξη ήρθε, άλλωστε, η εντολή για απομάκρυνση του «μη απαραίτητου αμερικανικού προσωπικού» από το Ιράκ, ενώ η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησε από το επίσημο κράτος της Βαγδάτης να ελέγξει τις ένοπλες ομάδες Σιιτών που ενισχύουν την παρουσία τους στη χώρα και εντάσσονται στις δυνάμεις ασφαλείας του Ιράκ. Διαφορετικά, σύμφωνα με την αμερικανική προειδοποίηση, το Ιράκ θα έρθει αντιμέτωπο με την αμερικανική βία, που υποχρεωτικά θα εφαρμοστεί για αντιμετώπιση της απειλής.

Το εμπόριο όπλων και οι ενεργειακοί σχεδιασμοί

Θέλοντας να ελέγξει τους συμμάχους του Ιράν, μεταξύ των οποίων και το Ιράκ, η αμερικανική κυβέρνηση τάζει πετρελαϊκές συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων, που όμως θα αναβληθούν σε περίπτωση που το Ιράκ επιλέξει τη συνεργασία με τη Βαγδάτη.

Στο ίδιο μοτίβο γίνονται όλες οι επαφές των Αμερικανών αξιωματούχων στους τομείς της ενέργειας και της διπλωματίας, στις συμμαχικές με το Ιράν δυνάμεις. Πετρελαϊκές συμφωνίες ή απομόνωση είναι το δίλημμα που θέτουν οι Αμερικανοί στις χώρες του κόλπου, κορυφώνοντας ταυτόχρονα την πολεμική ρητορική τους στο Ιράν, ώστε να δώσουν έμφαση στα όσα ισχυρίζονται ότι θα ακολουθήσουν.

Σε δεύτερο επίπεδο, με το πρόσχημα της προστασίας των εχθρών της Τεχεράνης από του «σχεδιασμούς του διαβόλου», η αμερικανική βιομηχανία όπλων ετοιμάζεται να κλείσει μεγάλες συμφωνίες. Οι πληροφορίες του αμερικανικού τύπου θέλουν να έχουν κλείσει, ήδη, κάποιες μυστικές συμφωνίες με τη Σαουδική Αραβία και η προσπάθεια πλέον είναι να μπορέσουν να εγκριθούν από τον ίδιο τον Τραμπ, χωρίς να απαιτηθεί η έγκριση του Κογκρέσου, όπως προνοεί το αμερικανικό Σύνταγμα για τις εξαγωγές όπλων.

Αναμένεται πως θα γίνει επίκληση συγκεκριμένων άρθρων, σύμφωνα με τα οποία, επιτρέπεται στον Πρόεδρο να εγκρίνει μία πώληση χωρίς αυτή να εξεταστεί από το Κογκρέσο σε περίπτωση εθνικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η αυξανόμενη ένταση με το Ιράν, παράλληλα με τις στρατιωτικές κινήσεις της Τεχεράνης, απέναντι από τις αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ, ενδέχεται να του ανάψουν το πράσινο φως.

Τι λέει το Ιράν

«Το Ιράν δεν θα υποκύψει στην πίεση των ΗΠΑ και δεν θα εγκαταλείψει τους στόχους του ακόμη και αν βομβαρδιστεί». Αυτή ήταν η σαφής προειδοποίηση του Ιρανού Προέδρου Χασάν Ροχανί. Επιπρόσθετα ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων του Ιράν, στρατηγός Μοχαμάντ Μπακερί, εκτίμησε πως επί του παρόντος οι δύο χώρες βρίσκονται σε σύγκρουση «λεκτικών προθέσεων», η οποία ωστόσο θα οδηγήσει σε συντριπτική απώλεια κάθε εχθρού του Ιράν, αν ο αμερικανικός «τυχοδιωκτισμός» περάσει στο επόμενο επίπεδο.

Παράλληλα, έκλεισε κάθε παράθυρο ελπίδας για προσέλευση σε διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελευταία διορία που δίνει η Τεχεράνη στη διεθνή κοινότητα είναι να ανακοινώσει μέτρα προστασία της από τις κυρώσεις που επιβάλλουν οι Αμερικανοί, αγοράζοντας πετρέλαιο, διαφορετικά θα απαντήσει με ακύρωση της συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα σε διάστημα δύο μηνών. Αυτή, εκτιμούν οι αναλυτές, θα είναι η τελευταία πράξη της θεωρίας που θα φέρει πιο κοντά από ποτέ την ενδεχόμενη ένοπλη, πλέον, σύρραξη.

Σχέδια πολέμου

Όταν ο Τραμπ απειλεί με πόλεμο, το μόνο δεδομένο δεν είναι ότι θα τον διεξάγει. Άλλωστε έχει αποδειχθεί, μέχρι σήμερα, πως είναι ο μόνος Αμερικανός Πρόεδρος που στον τρίτο χρόνο διακυβέρνησής του δεν έχει διαπράξει κανέναν πόλεμο με δική του εντολή, ανεξάρτητα αν συνεχίζονται οι αμερικανικές πολεμικές επιχειρήσεις σε χώρες της Μέσης Ανατολής, αφού οι αποφάσεις λήφθηκαν από τον προκάτοχό του.

Το μόνο δεδομένο είναι ότι έχει προετοιμαστεί κάθε λεπτομέρεια, σε περίπτωση που χρειαστεί να τον διεξάγει και έχει γίνει όλη η προαπαιτούμενη προεργασία, έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, λειτουργώντας προπαρασκευαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν στον Κόλπο ένα αεροπλανοφόρο με τη δύναμη κρούσης του, συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων Patriot, στρατηγικά βομβαρδιστικά κι ένα αποβατικό πλοίο με αμφίβια οχήματα. Το αιτιολογικό επιχείρημα αναφέρει πως υπάρχουν «ενδείξεις» για την προετοιμασία «επιθέσεων» από μέρους του Ιράν ή ενεργούμενών του, κάτι που η Τεχεράνη διαψεύδει κατηγορηματικά, προσθέτοντας πως μόνο αν χτυπηθεί θα απαντήσει.

Παράλληλα, σύμφωνα με τους «New York Times», ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πάτρικ Σάναχαν παρουσίασε στον Αμερικανό Πρόεδρο στρατιωτικούς σχεδιασμούς για το Ιράν. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, διά του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών, ενημέρωσαν του Ευρωπαίους συμμάχους και τους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ σχετικά με τις πληροφορίες για τις «κλιμακούμενες απειλές» του Ιράν.

Το στοίχημα του οικονομικού πολέμου

Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν να πραγματοποιήσουν έναν πόλεμο που θα προκαλέσει αστάθεια στην περιοχή και ενδέχεται να παρασύρει σε πόλεμο και το Ισραήλ. Αντίθετα, κάτι τέτοιο, θα του χαλούσε τα σχέδια για τη συμφωνία του αιώνα, που σκοπεύει να δώσει για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος. Η προσπάθεια για πλήρη έλεγχο της περιοχής γίνεται μέσω των οικονομικών πιέσεων. Οι κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης, περιλαμβανομένων των τραπεζικών περιορισμών, πλήττουν σκληρά την ιρανική οικονομία, περιορίζοντας την ικανότητά της να συντηρεί τον λαό.

Ο Λευκός Οίκος ευελπιστεί πως το Ιράν θα παραδοθεί, αν και αυτό το σενάριο μοιάζει ακόμη απομακρυσμένο. Ο φόβος της σύγκρουσης εξαπλώνεται πλέον και δεν είναι λίγοι οι ειδικοί αναλυτές που μιλούν ανοιχτά για ενδεχόμενο σύγκρουσης, είτε από σκόπιμη είτε από ατυχή αφορμή. Οι κίνδυνοι από τους εσφαλμένους υπολογισμούς και από τις δύο πλευρές, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο πολέμου, είναι υψηλότεροι απ’ ό,τι ήταν τα τελευταία 16 χρόνια.