Ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και η προσφορά του στην Ελληνική Παιδεία της Κύπρου
Η αυριανή εθνική επέτειος της 9ης Ιουλίου επιβάλλει την αναβίωση της μνήμης και εν ταυτώ την εγρήγορση της συνείδησης σε μιαν από τις σημαντικότερες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας της Κύπρου. Μέγα το κεφάλαιο που σηματοδοτεί η υπέρτατη θυσία της εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας του τόπου «τον καιρό της καταδρομής ή τον καιρό του Κιουτσούκ Μεχμέτ», όπως επονομάστηκε η λαίλαπα εκείνη της τουρκικής θηριωδίας.
Στεκόμαστε ευλαβείς μπροστά στο επιβλητικό Μαυσωλείο του ιστορικού ναού Φανερωμένης, όπου κατατίθενται τα σεπτά σκηνώματα των υπέρ πίστεως και πατρίδος νεομαρτύρων του κυπριακού 1821: του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, που ο απαγχονισμός της ηρωικής του τελείωσης φώτισε το σκότος στα δύστηνα χρόνια της Τουρκοκρατίας, καθαγιάζοντας το ικρίωμα της πλατείας Σεραγίου, όπως και η εν συνεχεία εκεί καρατόμηση των μητροπολιτών, Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου.
Με σεβασμό ιερού χρέους αποτίουμε επίσης φόρο τιμής στους κληρικούς, ηγουμένους μοναστηριών, προκρίτους, καθώς και σε άλλους τότε εξέχοντες προγραφέντες ανά τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά μας, εκατόμβες από αναρίθμητα αθώα θύματα των βάναυσων σφαγιασμών της οθωμανικής βαρβαρότητας. Οι άγριες σκηνές των φόνων και των βιασμών, της διαρπαγής, της λεηλασίας και της ιεροσυλίας από τις μαινόμενες ορδές του σουλτάνου όχι απλώς για εκφοβισμό αλλά για αφανισμό του ελληνικού πληθυσμού καταγράφονται στα χρονικά Κυπρίων και ξένων αυτοπτών μαρτύρων, προεικονίζοντας τα δεινά της τραγωδίας του 1974, που επισώρευσε ο ίδιος αιμοδιψής κατακτητής.
Δεν μπορούσε λοιπόν παρά να «είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου το κρυφόν της/μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της», σύμφωνα με το προανάκρουσμα του έπους του Βασίλη Μιχαηλίδη, που αποτυπώνει στη μορφή και συναιρεί στο ηγετικό ανάστημα του εθνομάρτυρος ιεράρχη το ήθος της ελληνικής αρετής και το χριστιανικό δόγμα της θυσιαστικής αγάπης. Της έμπρακτης αγάπης, της στοργικής προστασίας και της ποιμαντικής μέριμνας για τον δοκιμαζόμενο λαό του, την επιβίωση του οποίου στη γη των πατέρων και στη νήσο των αγίων του κατόρθωνε να διαχειρίζεται με την ευστοχία διπλωματικών ελιγμών.
Υπό το κράτος των αντίξοων συνθηκών, που μάστιζαν ποικιλοτρόπως την πατρίδα του, ένεκα προπάντων της άκρατης βουλιμίας του Τούρκου δυνάστη και πιθανών ακόμη επιθέσεων από τους γειτνιάζοντες μουσουλμανικούς πληθυσμούς επιδείκνυε πνεύμα καρτερίας, σύνεσης και σωφροσύνης, νουνεχούς εξορθολογισμού στη στάθμιση των δεδομένων και οξυδερκούς διορατικότητας για τις οδυνηρές συνέπειες μιας ενδεχόμενης επαναστατικής εξέγερσης. Ωστόσο, δεν έπαυε να διαπνέεται από το ελεύθερο φρόνημα και τα πατριωτικά ιδεώδη της ανάστασης του γένους εν όψει του επικείμενου ξεσηκωμού του. Με τη μυστικότητα των «κρυφών ανέμων», που κόμιζαν το μήνυμα της σχεδιαζόμενης επανάστασης ήταν έτοιμος να συνεισφέρει πάσα βοήθεια υπέρ του «Σχολείου της Πελοποννήσου», όπως είχε κωδικοποιηθεί από τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς απεσταλμένους του η επί θύραις επανάσταση της ελληνικής παλιγγενεσίας.
Ο «κρυφός» χώρος της συνάντησης και των μυστικών επαφών μεταξύ των τεσσάρων εκπροσώπων της Φιλικής Εταιρείας, του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και άλλων τοπικών παραγόντων κατά το 1818, όπως καταδεικνύουν οι σχετικές αρχιεπισκοπικές επιστολές, δεν ήταν άλλος από την υπόγεια καμαροσκεπή «Κρύπτη των Φιλικών», που αποτελεί εθνικό μνημείο κάτω από τη σημερινή αίθουσα τελετών του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Εκεί όπου την 9ην Ιουλίου του 1954 ο Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κύπρου (ΕΠΟΚ) διά του τότε αειμνήστου προέδρου του και γυμνασιάρχη του Παγκυπρίου Κωνσταντίνου Σπυριδάκι εντοίχισε στον δυτικό τοίχο της Κρύπτης αναμνηστική αναθηματική πλάκα.
Στην πανηγυρική του ομιλία εξυμνούσε «τους ήρωας εκείνους, οι οποίοι διαπλέοντες τας θαλάσσας, υπό δυσμενεστάτους οιωνούς ήλθον εις την μικράν μας πατρίδα και παρέμειναν επ’ ολίγον εν αυτή χάριν ιερωτάτου σκοπού, αποτελούσι δ’ ούτω τον άρρηκτον δεσμόν της νήσου ημών μετά της επαναστατησάσης και ελευθερωθείσης ελληνικής πατρίδος».
Η Ελληνική Σχολή
Στην ίδια ομιλία αναφερόταν στο ιστορικό ίδρυσης του Σχολείου του, της Ελληνικής Σχολής ή Ελληνομουσείου από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό το 1812, συνεχίζοντας τον πνευματικό ζήλο των προηγούμενων Αρχιεπισκόπων Φιλοθέου και Χρυσάνθου, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει στη Λευκωσία ανώτερες σχολές, πλην όμως ληξιπρόθεσμης διάρκειας. Για τούτο, ο νέος ιδρυτής, εμφορούμενος από τις ιδέες του διαφωτισμού κατά την παραμονή του στο Ιάσιο και την εκεί παρακολούθηση ανώτερων μαθημάτων, προπάντων όμως εμποτισμένος από τα νάματα της Ορθοδοξίας και των Ελληνικών Γραμμάτων, επιδίωξε τη βαθύτερη και στερεότερη θεμελίωση της Σχολής.
Αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, έπρεπε να αποδώσει «καρπούς αρετής» για τους νέους σπουδαστές με σκοπό τη θεωρητική και πρακτική καλλιέργεια, καθώς και τη ρύθμιση της γλώσσας τους, που είχε εκβαρβαρωθεί, τονίζοντας την αμάθεια τόσο των λαϊκών όσο και των κληρικών. Επειδή είχε συνειδητοποιήσει ότι γενικότερα η Κύπρος «πάσχει μέγαν αυχμόν παδείας», ήτοι υποφέρει από παιδευτική ξηρασία και μόνο «τα ελληνικά μαθήματα», που έχουν ανθρωπιστική αξία, θα μπορούσαν να εξανθρωπίσουν τον άνθρωπο.
Ανεκτίμητη η προσφορά του Κυπριανού, του εμπνευσμένου από τα οράματα της πραγματικής ελευθερίας και του πεφωτισμένου από την πεμπτουσία της αληθινής γνώσης. Οι σκέψεις και τα κίνητρά του για τη μακρόπνοη διάδοση της ελληνικής παιδείας με την εδραίωση της Ελληνικής Σχολής διατυπώνονται στην ιδρυτική της πράξη, που διασώζεται στον Κώδικα Α΄, ιερό κειμήλιο και μνημειώδες αποθησαύρισμα στο Αρχείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Ιδού ένα καίριο σημείο από το σκεπτικό του πεπαιδευμένου και φιλοπάτριδος πνευματικού εκείνου ηγέτη της Κύπρου: «της απαιδευσίας και κακοηθείας τινών ομοπατρίων, αφ’ ης πηγάζουσι τόσα και τόσα δεινά, δεν είναι άλλο το αίτιον, παρά η στέρησις των μουσών, με το να μη[ν] εστάθη τρόπος μέχρι της αυτής να συστηθή και εις την εδικήν μας πατρίδα, καθώς και εις άλλας πολιτείας, ένα κοινόν σχολείον, διά να διδάσκωνται οι παίδες της πολιτείας, τέλος πάντων, την πάτριον πίστιν αυτών, το μόνον προτιμότατον και αναγκαιότατον και να εκπαιδεύωνται εν ταυτώ και ήθη χρηστά…».
Οι επισημάνσεις, οι υπομνήσεις και οι νουθεσίες του Κυπριανού δεν προσδιορίζουν μόνο τη στάση και τη φιλοσοφία του ως προς το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας του, την ηθική και πνευματική υπόσταση της ελληνικής ταυτότητας των συμπατριωτών του υπό καθεστώς δουλείας. Συνιστούν συνάμα οδοδείχτες διαχρονικής εμβέλειας αλλά και επείγουσας αφύπνισης για την ανάνηψη του εν γένει Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο. Εν ώρα επαπειλούμενου υψηλού κινδύνου σε αμφότερες τις κοιτίδες του πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού και του αιμάσσοντος καημού της Ρωμιοσύνης, όπου χρειάζονται στιβαροί πολιτειακοί ηγέτες και υγιείς κομματικές ηγεσίες.
Για να υπερασπίζονται με πατριωτικό σθένος ελληνοπρέπειας και όχι ποταπής αναξιοπρέπειας τα αδιαπραγμάτευτα εθνικά δίκαια, μη απεμπολώντας και απαλλοτριώνοντάς τα σε τραγελαφικές συμφωνίες Πρεσπών είτε καθυποτάσσοντάς τα με εθνομηδενιστικές υποχωρήσεις και αντι-δεοντολογικά γλωσσάρια κατά τον «νόμο» του κατακτητή τής εδώ δεύτερης τουρκοκρατίας. Η αδούλωτη ψυχή του Εθνομάρτυρος Κυπριανού προστάζει με στεντόρεια φωνή να φανούμε αντάξιοι των προγόνων και υπόλογοι απέναντι στις επερχόμενες γενεές.