«Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη, αυτή είναι όλη η τραγωδία της»

Για τους περισσότερους από εμάς αφήνει μια γεύση πίκρας, θυμού και αγανάκτησης για όλα όσα ζήσαμε

Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ θα κοιμίσει και πάλι σε βαθύ ύπνο όλους όσοι συνήθισαν να ζουν με τον γνωστό τρόπο της μοιρολατρίας και της αποδοχής…


Τυχαία βρήκα στη βιβλιοθήκη μου κάποια παλιά τετράδια του δημοτικού, με καλλιγραφικά γράμματα. Παλιές εποχές για να τις αναπολείς με συγκίνηση και να θυμάσαι τα παιδικά χαμόγελα που λαχταρούσαν την Πρωτοχρονιά τα δώρα του Αϊ-Βασίλη. Τότε που μια κούκλα ή ένα αυτοκινητάκι άνοιγε την ψυχή των παιδιών και τα μεγάλα τους μάτια άγγιζαν αχόρταγα τα δώρα που έπαιρναν μια φορά τον χρόνο.

Από περιέργεια μάλλον, παρά από αναμνήσεις, άνοιξα ένα κιτρινισμένο από τον χρόνο τετράδιο της Έκτης τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Το μάτι μου έπεσε σε μια έκθεση με τη σημείωση της δασκάλας «πολύ καλή». Τώρα που το σκέφτομαι, συλλογίζομαι πόσο αθώες και ανόθευτες ήταν οι σκόρπιες σκέψεις που αράδιαζα στα τετράδια. Έγραφα: «Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, είμαι πολύ χαρούμενη και αυτήν τη χρονιά και σε περιμένω με μεγάλη αγωνία.

Ξέρω ότι πολλοί μάς λένε ότι είσαι στη φαντασία μας αλλά εγώ είμαι σίγουρη ότι θα κατέβεις με το έλκηθρο και τους ταράνδους σου για να μας φέρεις τα δώρα. Σε παρακαλώ να μην ξεχάσεις τα παιδιά που πεινούν, που δεν έχουν οικογένεια και είναι φτωχά και να τους φέρεις και αυτούς τα δώρα τους. Θα τους θυμηθείς όπως κάθε χρόνο. Σε περιμένω για να μου φέρεις την κούκλα με ξανθά μαλλιά που σου έγραψα και να σκορπίσεις στη γη ειρήνη και χαρά».

Το όνειρο των παιδικών χρόνων

Το όνειρο του Αϊ-Βασίλη, μια παιδιάστικη δημιουργία της φαντασίας. Σκέφτομαι τώρα, 40 χρόνια μετά, πόσο παιδική και καθαρή ήταν η ψυχή ενός παιδιού και πόσο ειλικρινή ήταν όλα όσα ζητούσαμε και γράφαμε στον Άγιο Βασίλη. Αναπολώ με νοσταλγία τα παιδικά χρόνια για να μου θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι πάλη για την επαγγελματική καταξίωση και την προσωπική ικανοποίηση που καλύπτεται με ψεύτικα δώρα, ακριβά ρούχα και παπούτσια, πανάκριβα αυτοκίνητα και επαύλεις που τώρα μένουν κλειστές ή ατέλειωτες και κάποια στιγμή θα περάσουν στα χέρια των δανειστών. Άλλος ένας χρόνος έφυγε, που για τους περισσότερους από εμάς αφήνει μια γεύση πίκρας, θυμού και αγανάκτησης για όλα όσα ζήσαμε, για πολλούς απρόβλεπτα, αλλά και για όλα όσα μας περιμένουν τη νέα χρονιά. Από συνήθεια παρά από πραγματική ανάγκη και επειδή το πιστεύουμε, λέμε: «Καλή χρονιά με υγεία και επαγγελματική και οικογενειακή ευτυχία και ό,τι ποθείς».

Τελικά το πιστεύουμε ή το λέμε από συνήθεια, όπως μάθαμε να προσπερνάμε ένα σωρό καταστάσεις που μας σόκαραν, αλλά σιγά-σιγά τις ξεχάσαμε, για να τις βάλουμε στο πίσω μέρος του μυαλού, να τις διαγράψουμε και να αρχίσουμε πάλι απ’ την αρχή τη γνωστή άδεια και συνηθισμένη ζωή μας. Αλίμονο σε αυτούς που συνεχίζουν να παίρνουν σοβαρά τη ζωή, και να μαζεύουν μέσα τους τα ερείπια που άφησε αυτή η χρονιά και με τίποτα δεν μπορούν να διαγραφούν, να σβήσουν, να καθαρίσουν. Αλίμονο σ΄ εμάς που συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα αλλάξει προς το καλύτερο, θα γίνει πιο δοτικός, πιο ειλικρινής, περισσότερο… επαναστάτης, να σηκωθεί από την πολυθρόνα του και να απαιτήσει επιτέλους πραγματικές αλλαγές!

Σε βαθύ ύπνο…

Πάει ο παλιός ο χρόνος, ένας χρόνος που μας άφησε πληγές -στους περισσότερους-, μας συγκλόνισε, μας σόκαρε αλλά συνεχίζουμε τη ζωή μας, αφήνοντας πίσω μας όλα όσα μας τράβηξαν και έφεραν τη νέα εποχή της λιτότητας, της μιζέριας, του βολέματος και της πεποίθησης ότι τίποτε δεν θα γίνει. Η νέα χρονιά θα κοιμίσει και πάλι σε βαθύ ύπνο όλους όσοι συνήθισαν να ζουν με τον γνωστό τρόπο της μοιρολατρίας και της αποδοχής «μα αφού έτσι είναι τα πράγματα, τίποτε δεν θα γίνει», συνεχίζοντας τη συνηθισμένη ζωή τους, μετρώντας τα λιγοστά ευρώ που έχασαν, τα ακριβά ρούχα που θα περιοριστούν, αλλά και πάλι στην κοσμάρα τους θα συνεχίσουν τα χειμερινά ταξίδια στις Άλπεις για σκι, μια φορά τον χρόνο, και τις αγορές της επώνυμης τσάντας, αρνούμενοι να δουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με το φαΐ των συσσιτίων.

Πολλοί που συνεχίζουν να έχουν τις… γνωστές ευαισθησίες για τον τόπο και τους ανθρώπους τους, ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι το σύστημα συνεχίζει να επιβιώνει με την ανακύκλωση ανθρώπων και τη διαδοχή των παιδιών, των φίλων των παιδιών τους και των λοιπών γνωστών τους.

Ανασυγκροτώ δυνάμεις, προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, ξέροντας για άλλη μια φορά ότι επιβάλλεται να παλέψουμε και να σηκωθούμε, να σταθούμε στα πόδια μας, να επιβιώσουμε και να βγούμε νικητές. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Όταν και όπου μπορούμε να απλώσουμε το χέρι σε όσους πραγματικά θέλουν τη στήριξή μας, μια καλή κουβέντα, ένα χαμόγελο που θα τους δώσει δύναμη, μια αγκαλιά για να τονώσει το καταρρακωμένο ηθικό τους, που τσακίστηκε και έγινε συντρίμμια, μετά από εκείνη τη μαύρη μέρα του «κουρέματος».

Προσπαθώ να δω τη χρονιά με καθαρό μυαλό, ηρεμία και γαλήνη, μια νέα αρχή, ξεδιπλώνοντας τον χαμένο εαυτό μου, που εδώ και τέσσερα χρόνια πάλευε μόνος, με μερικούς άλλους, τάχατες για να σώσει τον τόπο από την κατρακύλα. Τελικά ένας μοναχικός αγώνας, που συνεχίζεται αλλά για τον οποίον αισθάνομαι ακόμη περήφανη ότι, τουλάχιστον, κάποιοι άνθρωποι έκαναν το καθήκον τους, αυτό που επιβάλλει η συνείδησή τους.

Βαρύ το φορτίο

ΣΤΡΕΦΩ συνέχεια τη σκέψη μου σε αυτούς που επωμίζονται το βαρύ φορτίο των υποχρεώσεων της εφαρμογής του Μνημονίου και σκέφτομαι ότι θα παλέψουν με τα θηρία, ακόμη και στην ίδια τους την πατρίδα, ξέροντας βαθιά μέσα τους ότι δεν υπάρχει σωτηρία, από τη στιγμή που ο καθένας προσδοκά να διασφαλίσει τα κεκτημένα, τα λάφυρα που μάζεψε τόσα χρόνια και θέλει να τα διατηρήσει, χωρίς να σκέφτεται πως ο τόπος ματώνει πολύ. Κάμνω μια πραγματική πάλη με τον εαυτό μου να αποδεχτώ πλήρως την κατάσταση, όχι γιατί ρούφηξα τα συναισθήματά μου, αλλά για να νιώσω καλύτερα, αποδεχόμενη όλα όσα ακούω να λένε πολλοί φίλοι «ό,τι θέλει ας γίνει». Και τελειώνω μια θετική σκέψη του μεγάλου Νομπελίστα συγγραφέα Allbert Camus, που πιθανόν να κάμει κι άλλους να αφήσουν στην άκρη τη μιζέρια της ψυχής τους: «Η ζωή μπορεί να είναι υπέροχη και συνταρακτική, αυτή είναι όλη η τραγωδία της. Χωρίς ομορφιά, αγάπη ή κίνδυνο, θα ήταν σχεδόν εύκολο να ζεις».