Το αποτέλεσμα του χθεσινού δημοψηφίσματος αναμένει η Ευρώπη
Το συνταγματικό δημοψήφισμα του Ματέο Ρέντσι θα καθορίσει την τύχη του Ιταλού Πρωθυπουργού, αφού σε περίπτωση «Όχι» θα οδηγηθεί στην έξοδο από την εξουσία
Με τα βλέμματα στραμμένα στην Ιταλία κοιμήθηκε χθες και ξύπνησε σήμερα η Ευρώπη, αφού το αποτέλεσμα του συνταγματικού δημοψηφίσματος δεν θα καθορίσει μόνο την τύχη της Ρώμης αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Σε περίπτωση που οι Ιταλοί ψηφοφόροι ταχθούν ενάντια στις προωθούμενες και προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι, τότε ο Ιταλός Πρωθυπουργός θα οδηγηθεί σε παραίτηση, σε μία δύσκολη περίοδο τόσο για την πολιτική όσο και την οικονομική σταθερότητα της χώρας.
Αυτό το ενδεχόμενο, μάλιστα, ανησυχεί έντονα την Ευρώπη, αφού μετά το Brexit και την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, ένα ηχηρό «όχι» από τους Ιταλούς στο δημοψήφισμα θα δημιουργούσε ακόμα έναν παράγοντα αβεβαιότητας στους κόλπους της Ε.Ε. Κι αυτό γιατί, καλώς ή κακώς, ο Ιταλός Πρωθυπουργός συνέδεσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση της χώρας του με την παραμονή του στην εξουσία.
Διευκολύνει τη νομοθετική διαδικασία
Για τις Βρυξέλλες, η συνταγματική μεταρρύθμιση του Ρέντσι διευκολύνει και απλοποιεί τη νομοθετική διαδικασία στην Ιταλία, κάτι το οποίο θεωρούν θετικό για τη χώρα, κι επομένως η επικράτηση του «ναι» στο δημοψήφισμα είναι το καλύτερο σενάριο. Ωστόσο, πονοκέφαλο δημιουργεί σε Ευρωπαίους αξιωματούχους η ιδέα και μόνο ενός «όχι» με διαφορά, που θα οδηγούσε τον Ιταλό Πρωθυπουργό σε παραίτηση.
Το «όχι» θα αφήσει «ορθάνοιχτη την πόρτα» σ’ ένα ακόμα «ευρωσκεπτικιστικό» και λαϊκιστικό κόμμα στην Ευρώπη, που όμως αναδεικνύεται σε ισχυρό αντιπολιτευτικό κόμμα στην Ιταλία: στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων, του Μπέπε Γκρίλο. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι στις Βρυξέλλες που χαρακτήρισαν «βιαστική» τη στάση του Ματέο Ρέντσι σε σχέση με το δημοψήφισμα.
Οι απόψεις
Αυτό που πραγματικά, όμως, ανησυχεί τις Βρυξέλλες δεν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αυτό καθεαυτό, αλλά τι θα γίνει σε περίπτωση παραίτησης του νυν Πρωθυπουργού της Ιταλίας. Μιας χώρας που είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και η οποία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με τις τράπεζές της και με το δημόσιο χρέος της να φτάνει στο 132,7% του ΑΕΠ της.
Τα ερωτήματα που εύλογα θα τεθούν είναι τι θα γίνει μετά; Θα σχηματιστεί σύντομα νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό από το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), που θα συνεχίσει το έργο της προηγούμενης; Θα σχηματιστεί μια βραχύβια τεχνοκρατική κυβέρνηση; Ή μήπως η χώρα τελικά οδηγηθεί τάχιστα σε πρόωρες εκλογές, με το φόβο της επικράτησης του Μπέπε Γκρίλο;
«Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι. Ένα 'όχι' στο δημοψήφισμα θα φέρει μεγάλη οικονομική αστάθεια στην Ιταλία και σε όλη την ΕΕ. Αν πέσει η κυβέρνηση, όλα τα προβλήματα της χώρας με το χρέος και τις τράπεζες θα κλονίσουν την εμπιστοσύνη των αγορών.
Μην ξεχνάμε ότι ο Ρέντσι είναι ένας από τους πλέον σταθερούς ηγέτες στην Ευρώπη», δήλωσε στο ΑΠΕ ο επικεφαλής της καμπάνιας του «Ναι» στις Βρυξέλλες και γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Φραντσέσκο Τσεραζάνι. Για τον Φ. Τσεραζάνι οι Ιταλοί κλήθηκαν χθες να ψηφίσουν μια «λογική» συνταγματική μεταρρύθμιση, που απλοποιεί το θεσμικό σύστημα στη χώρα.
Η άλλη πλευρά του… νομίσματος
«Το δημοψήφισμα είναι απαράδεκτο από πολλές απόψεις», δήλωσε από την πλευρά του ο Φιλίπο Τζιουφρίντα, επικεφαλής της καμπάνιας του «Όχι» στις Βρυξέλλες. «Είναι μια συνταγματική μεταρρύθμιση πρόχειρη και κακογραμμένη, που δεν διασαφηνίζει τον ρόλο της Γερουσίας», είπε ο Φ. Τζιουφρίντα στο ΑΠΕ.
«Πρώτ' απ’ όλα τα προβλήματα της Ιταλίας είναι τόσα πολλά και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ο Ρέντσι γνώριζε ότι δεν θα είχε την απαραίτητη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο κι ότι θα έπρεπε να οδηγήσει τη χώρα σε δημοψήφισμα και παρ' όλ' αυτά το έκανε», ανέφερε, εκφράζοντας την έντονη δυσφορία του για όλη αυτή την «καταστροφολογία» που έχει δημιουργηθεί γύρω από το δημοκρατικό δικαίωμα των Ιταλών να αποφασίσουν για τη συνταγματική μεταρρύθμιση της χώρας τους.
Σημειώνεται πως η ψηφοφορία άρχισε στις 8.00 χθες το πρωί και ολοκληρώθηκε τα μεσάνυκτα, και μέχρι το μεσημέρι είχαν προσέλθει στις κάλπες το 20% των ψηφοφόρων, ποσοστό που χαρακτηρίστηκε σχετικά υψηλό, αφού για να είναι έγκυρο το δημοψήφισμα δεν είναι αναγκαίο να προσέλθουν στις κάλπες ούτε καν το 50% των εκλογέων.