Υπάρχει η παραμικρή δικαιολογία, νομική ή πολιτική, για να αποφεύγει η Κυπριακή Κυβέρνηση να διεκδικήσει τις οφειλές της Βρετανίας προς την Κυπριακή Δημοκρατία; Ούτε αυτό το αυτονόητο, το ελάχιστο και το στοιχειώδες δεν προτίθεται να πράξει;
Η γνωμοδότηση-απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην προσφυγή του κράτους του Μαυρικίου κατά των αποικιοκρατικών καταλοίπων της Βρετανίας στις νήσους «Τσαγκός» και η επακολουθήσασα απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που δικαιώνει την πρώην βρετανική αποικία, δεν μπορεί να παραμείνει αναξιοποίητη από την Κυπριακή Κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο, γιατί η Βρετανία συνεχίζει να εκδηλώνει απροκάλυπτα την αντικυπριακή της στάση, όπως έπραξε πρόσφατα, με προκλητική αμφισβήτηση της ΑΟΖ της Κύπρου.
Από τις πρώτες αντιδράσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στην προσφυγή του Μαυρικίου προκύπτει ότι η αιδήμων και άτολμη στάση στο θέμα αμφισβήτησης των λεγομένων κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων θα συνεχιστεί. Κακώς. Κάκιστα. Αφού, όμως, δεν εγείρεται θέμα απομάκρυνσης των Βρετανικών Βάσεων, που αποτελούν θλιβερά κατάλοιπα αποικισμού, τουλάχιστον ας προχωρήσουμε να διεκδικήσουμε τα οφειλόμενα, από τη Βρετανία, χρηματικά ποσά προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Είναι γνωστόν ότι πέραν των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, καθώς και της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης υπάρχει μια σημαντική ανεξάρτητη συμφωνία μεταξύ Κύπρου και Αγγλίας, η οποία συνοδεύει τα άλλα έγγραφα και συνθήκες που ρυθμίζουν το καθεστώς της Κύπρου και η οποία προβλέπει την καταβολή χρηματικών ποσών προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα ποσά αυτά εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες:
α) Εκείνα που καθορίζονται ρητά στη συμφωνία και αφορούν ποσά που καλύπτουν κυρίως την πρώτη πενταετία μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλα ειδικά καθορισμένα ποσά για ορισμένους σκοπούς. Αυτά έχουν πληρωθεί.
β) Εκείνα τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλλονταν ανά πενταετία μετά το 1965 από την Αγγλική Κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αγγλική Κυβέρνηση αρνείται συστηματικά, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των Κυπριακών Κυβερνήσεων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τα πιο πάνω ποσά.
Η άρνηση της Αγγλικής Κυβέρνησης να εκπληρώσει αυτήν τη ρητή νομική της υποχρέωση, καταβάλλοντας ανά πενταετία οικονομική βοήθεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία για κάθε πενταετία μετά το 1965, συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, για την οποία η Κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει πλέον να κινηθεί με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέσα.
Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι το ποσό που κατεβλήθη για την πενταετία 1960 - 65 ανήλθε στα 12 εκατομμύρια λίρες. Συνεπώς, είναι φανερό ότι τα ποσά που οφείλονται από τους Άγγλους για τη χρονική περίοδο από το 1965 μέχρι σήμερα ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες.
Το παράρτημα R (Appendix R) και συγκεκριμένα στην υποπαράγραφο (γ) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που τιτλοφορείται «Οικονομική Βοήθεια στην Κυπριακή Δημοκρατία», αποτελούν δύο επιστολές, οι οποίες ενσωματώθηκαν στη Συνθήκη. Η πρώτη είναι γραμμένη από τον τελευταίο Βρετανό Κυβερνήτη της νήσου, τον Σερ Χιου Φουτ, και απευθύνεται προς τον Πρόεδρο Μακάριο και τον Αντιπρόεδρο Κουτσιούκ, και η δεύτερη είναι η απαντητική των δύο προς τον Φουτ. Η υποπαράγραφος (γ) βρίσκεται στην επιστολή του Βρετανού αξιωματούχου. Επί λέξει αναφέρει:
« Εντός της περιόδου των έξι μηνών που προηγούνται της 31ης Μαρτίου, 1965, και πριν από το τέλος κάθε επόμενης περιόδου πέντε χρόνων, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα επανεξετάζει, σε συνεννόηση με την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (α) αυτής της παραγράφου και, λαμβάνοντας όλους τους παράγοντες υπ’ όψιν, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών απαιτήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα καθορίζει το ποσόν της οικονομικής βοήθειας που θα παρέχεται σε αυτή την Κυβέρνηση στην επόμενη περίοδο πέντε χρόνων».
Στην υποπαράγραφο (α) καθορίζεται ότι στην πρώτη πενταετή περίοδο η Βρετανία θα παραχωρούσε υπό την μορφήν χορηγίας το ποσό των 12 εκατ. Λιρών (4 εκατ. λίρες για το 1961, 3 εκατ. για το 1962, 2 εκατ. για το 1963, 1,5 εκατ. για το 1964 και 1,5 εκατ. για το 1965). Τα χρήματα αυτά για την πρώτη πενταετή περίοδο καταβλήθηκαν. Έκτοτε, η Βρετανία δεν έδωσε άλλα χρήματα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με σημείωμα που ετοίμασε το Υπουργείο εξωτερικών, σε παλαιότερη συζήτηση στη Βουλή, απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών και Νομικών, θεωρεί ότι «από τη γραμματική ερμηνεία» της υποπαραγράφου (γ) προκύπτει ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προϋποτίθενται (θεωρούνται δεδομένες).
Υπάρχει η παραμικρή δικαιολογία, νομική ή πολιτική, για να αποφεύγει η Κυπριακή Κυβέρνηση να διεκδικήσει τις οφειλές της Βρετανίας προς την Κυπριακή Δημοκρατία;
Ούτε αυτό το αυτονόητο, το ελάχιστο και το στοιχειώδες δεν προτίθεται να πράξει;
Γιαννάκης Λ. Ομήρου
Τέως Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων