Ως γνωστόν, η επιθυμία της Κύπρου για «ένταξη» στην ΕΟΚ εκδηλώθηκε αμέσως μετά από την Ανεξαρτησία. Η μη ένταξη της Μ. Βρετανίας τότε οδήγησε και την κυπριακή κίνηση σε αδρανοποίηση μέχρι το 1970, οπότε η Κυβέρνηση επανήλθε στο αίτημά της προς την ΕΟΚ, όταν η Μ. Βρετανία επρόκειτο να ενταχθεί

Αναφέρθηκα κι άλλες φορές στην ενταξιακή πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά την πρόσφατη ψηφοφορία για την ανάδειξη ευρωβουλευτών κάποιοι μονοπώλησαν «τον ευρωπαϊσμό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιοι είναι πιο «ευρωπαϊστές» από άλλους. Το ερώτημα όμως είναι πώς ενέργησαν για να ευεργετηθεί η πατρίδα από αυτή τη σχέση ανεξάρτητα από κομματικά συμφέροντα.

Ως γνωστόν, η επιθυμία της Κύπρου για «ένταξη» στην ΕΟΚ εκδηλώθηκε αμέσως μετά την Ανεξαρτησία. Η μη ένταξη της Μ. Βρετανίας τότε οδήγησε και την κυπριακή κίνηση σε αδρανοποίηση μέχρι το 1970, οπότε η Κυβέρνηση επανήλθε στο αίτημά της προς την ΕΟΚ, όταν η Μ. Βρετανία επρόκειτο να ενταχθεί. Η Κυβέρνηση στην επιλογή αυτή στηρίχθηκε σε εμπεριστατωμένη έκθεση του Γραφείου Προγραμματισμού. Η Συμφωνία Σύνδεσης Κύπρου - ΕΟΚ υπογράφτηκε τον Δεκέμβρη 1972 και άρχισε να εφαρμόζεται από την 1/6/1973. Με την εφαρμογή της άρχισε και η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου.

Η Συμφωνία προέβλεπε ότι μέχρι το 1982, μετά από δύο διαδοχικά πενταετή στάδια, θα κατέληγε στη Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης (ελεύθερη διακίνηση προϊόντων μεταξύ τους/κοινό εξωτερικό δασμολόγιο έναντι τρίτων χωρών). Το χρονοδιάγραμμα ανατράπηκε λόγω της εισβολής. Η παράταση της πρώτης φάσης για δύο χρόνια, μέχρι το 1979, που δικαιολογημένα δεχτήκαμε λόγω της έκρυθμης κατάστασης, ακολουθήθηκε από «αυτόνομες» παρατάσεις από μέρους της ΕΟΚ παρά τις αντιρρήσεις μας. Με διάφορες προφάσεις (διευρύνσεις/Ενιαία Αγορά), η ΕΟΚ παρέπεμπε το αίτημά μας σε ακαθόριστο μελλοντικό σημείο μέχρι το 1985.

Η Κύπρος, παρά τα τρομακτικά προβλήματα που επισώρευσε η εισβολή, παρέμεινε πιστή στην επιδίωξή της για οικονομική και στη συνέχεια για πολιτική ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Πέραν των διπλωματικών παραστάσεων προς τις Βρυξέλλες και άλλα ευρωπαϊκά κέντρα, άρχισε μια ακόμα πιο συστηματική μελέτη των διαφόρων πτυχών των μελλοντικών αυτών σχέσεων, ενώ η κρατική μηχανή οργανώθηκε κατάλληλα για καλύτερο χειρισμό θεμάτων ΕΟΚ. Με νέα μελέτη του Γραφείου Προγραμματισμού το 1979 επαναβεβαιώθηκε ότι η Τ.Ε. ήταν για την Κύπρο η καλύτερη επιλογή υπό τις περιστάσεις, ενώ στήθηκε μηχανισμός για προώθησή της.

Κι όταν κληθήκαμε, εντελώς αναπάντεχα, σε διερευνητικές συνομιλίες το 1984 και στη συνέχεια το 1985 σε διαπραγματεύσεις, η πλευρά μας ήταν καθόλα έτοιμη. Οι φήμες έλεγαν ότι η Επιτροπή αναγκάστηκε να καλέσει την Κύπρο σε διαπραγματεύσεις κατόπιν απειλής του τότε Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Θεόδωρου Πάγκαλου να χρησιμοποιήσει βέτο σε σκοπούμενες παραχωρήσεις της ΕΟΚ προς τις πρώην γαλλικές αποικίες της Β. Αφρικής. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές. Καμιά τέτοιας φύσεως συμφωνία δεν έγινε προηγουμένως μεταξύ ΕΟΚ και άλλης χώρας. Η κοινοτική πλευρά ήταν ιδιαίτερα φειδωλή στις παραχωρήσεις της και ιδιαίτερα απαιτητική.

Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του επικεφαλής της Ομάδας της ΕΟΚ όταν, μετά από δύο χρόνια τακτικών συναντήσεων, έγινε η τελετή μονογράφησης του Πρωτοκόλλου τον Μάη του 1987. Σε έκφραση ευχαριστιών για τη συμβολή τους στην επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων εκ μέρους μου, ο κοινοτικός αξιωματούχος απάντησε: «Γιατί με ευχαριστείτε; Εσείς κάματε την Τ.Ε. Προσωπικά δεν πίστευα ότι για χάρη εκείνου του μακρινού Νησιού, με τα πολλά προβλήματα, που δεν ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των ακτών του, έπρεπε να γκρεμίσουμε τα δασμολογικά μας τείχη ώστε να το περιλάβουμε σ’ αυτά. Κι όμως εσείς μας πείσατε με τη στάση σας, τη μελετημένη και προγραμματισμένη δουλειά σας και τα επιχειρήματά σας σε ό,τι συζητήθηκε ότι η σύναψη μιας τέτοιας Συμφωνίας ήταν εφικτή».

Δεν είναι πρόθεσή μου να αξιολογήσω τους κακούς χειρισμούς που η Τ.Ε. έτυχε από διάφορες Κυβερνήσεις. Η τακτική επαφή μας με τις Βρυξέλλες σε μια εποχή που η ΕΟΚ άρχισε να μεταμορφώνεται από μια εμπορική κοινότητα σε μια οικονομική και πολιτική οντότητα με προεξάρχοντες γνώμονες τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρηνική συμβίωση των λαών και την προώθηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, μας έκαμε να διακρίνουμε πολύ πλατύτερα οφέλη για την πατρίδα μας σε μια στενότερη σύνδεσή μας με την Ενωμένη Ευρώπη από απλά οικονομικά οφέλη.

Στην Κύπρο, εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανένα Κόμμα δεν χαιρέτισε τη θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων τον Μάη του 1987. Ως επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας ζήτησα και είχα επαφές με τα κοινοβουλευτικά κόμματα, στα οποία εξήγησα τις πρόνοιες της ΤΕ και τη σημασία που είχε για τις μελλοντικές σχέσεις της Κύπρου με την ΕΕ, την ένταξη και το Κυπριακό. Η θέση τους ήταν από εντελώς εχθρική μέχρι απλώς αδιάφορη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ ήταν εναντίον, ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ επανέλαβε την παλαιά ρήση του ΠΑΣΟΚ «ΕΟΚ - ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο», ενώ ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, όταν του εξήγησα την πολύ μεγάλη σημασία της Συμφωνίας, απάντησε με ένα απαξιωτικό τρόπο «so, what»!

Το πολιτικό σκηνικό απέναντι στην ΕΟΚ ήταν τέτοιο που έκαμε ακόμη και τον Πρόεδρο Κυπριανού να κάνει δεύτερες σκέψεις αν ενδείκνυτο να προχωρήσει στην επίσημη υπογραφή του Πρωτοκόλλου ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1988! Η Ευρωπαϊκή ιδέα «δεν πουλούσε». Τελικά έδωσε το πράσινο φως για την υπογραφή τον Νιόβρη 1987. Η Κύπρος απέκτησε έτσι την πιο στενή σχέση με την ΕΟΚ μετά τους 12 Εταίρους τότε. Η διανοιχθείσα λεωφόρος προς την Ευρώπη δεν βοήθησε καθόλου τον Πρόεδρο Κυπριανού σε επανεκλογή.

ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Πρώην Υπουργός,
πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού
www.iacovosaristidou.com