Και κλαίω και πονώ και θρηνώ για την πατρίδα μου, που δύσκολα θα σωθεί μ’ όλους αυτούς τους πολιτικούς που προσκλήθηκαν να την υπηρετήσουν

Πιάνω και διαβάζω ξανά εκείνο το «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας» και άλλα πολλά από εκείνο τον σπαραγμό της Μικρασίας, και ψηλαφώ το μέγεθος της πολιτικής μας μωρίας, της ανοησίας μας, το μαρτύριο εκείνο των αδελφών μας, που πήραν τους δρόμους του κόσμου, το μεγαλείο όσων πολέμησαν, την εποποιία της Μικρασίας σημειώνω ξανά, έτσι για να αποδράσουμε επιτέλους από εκείνη τη μονοσήμαντη προσέγγιση των γεγονότων και το πλέγμα των εθνικών ενοχών που μας επέβαλαν, κι ύστερα γυρίζω πίσω στην Κύπρο, στα δικά μας πάθη, την ανοησία και τη μωρία μας, στους δειλούς γυρίζω, στους ηττημένους και ψοφοδεείς, στους άθλιους πολιτικούς επιστρέφω, που δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω το μέγεθος της μικρότητος και της ανοησίας τους. Αλλά και σ’ όλους τους ανόητους και εμπαθείς και φανατικούς και υστερικούς του τόπου τούτου, τους παγιδευμένους στην ιδεοληψία και τις εμμονές τους. Στα κενά τους συνθήματα.

Πιάνω και διαβάζω και τα δικά μας, πώς προδόθηκε, πώς χάθηκε η Κύπρος, ήδη από το ’60, ίσως και πιο πριν, πώς αφέθηκε μόνη από τη μητέρα πατρίδα, τους αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς σκέφτομαι, τους εξόριστους και ξεριζωμένους και κατατρεγμένους αδελφούς μας Έλληνες, που τους γύρισαν την πλάτη όλοι οι άθλιοι του λεκανοπεδίου, έμποροι και πολιτικοί και τραπεζίτες, που συνωστισμένοι στο άστυ λησμόνησαν τα πάντα και προπαντός τον έρωτα και το χρέος προς την πατρίδα.

Για τους πολιτικούς, λοιπόν, και πάλι, πρώτα ο λόγος. Και δηλώνω απεριφράστως πως δεν θέλω, πως αδυνατώ πλέον ν’ ακούω τον άκομψο λόγο τους, την ξύλινη γλώσσα τους. Για όλους εκείνους θέλω να πω, που οδήγησαν την πατρίδα μου στην εξαθλίωση, που την κατέστησαν έρημη χώρα. Που την κατήντησαν καμένη γη, παγιδευμένοι οι ίδιοι στο ανεξάντλητο πολιτικό τους πάθος και τον συνακόλουθο αμοραλισμό. Στα ιδεολογήματά τους. Δεν θέλω πια να τους παρακολουθώ, αρνούμαι όλη εκείνη την κάλυψη και προβολή τους από τα ΜΜΕ, μια σειρά από αθλιότητες που δηλητηριάζουν τη σκέψη και τη ζωή μας. Γι’ αυτό και σκέφτομαι πως είναι πια καιρός να τους γυρίσουμε την πλάτη. Να πάψουμε πια να τους ακούμε, ίσως και αποφασίσουν κάποια στιγμή να συνέλθουν. Ή να μας αφήσουν ήσυχους, ίσως και σώσουμε την πατρίδα μας.

«Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», ψέλλιζε ο φίλος μου από τα παλιά, καθώς βλέπαμε ξανά τη λεηλατημένη πατρίδα μου, την Κυθρέα. Τους έρημους δρόμους. Τις βεβηλωμένες εκκλησιές μας. Τα αόρατα σπίτια μας, τα ισοπεδωμένα. Κι όμως κανείς δεν θέλει να συνέλθει. Να προσλάβει τα γεγονότα με εντιμότητα. Να καταθέσει έναν υπεύθυνο λόγο. Κι όσοι επιχειρούν να αρθρώσουν λόγο συναίνεσης και σοφίας και μετριοπάθειας αφανίζονται, ο λόγος τους σβήνει και χάνεται, κανείς δεν μπορεί να απευθυνθεί εις ώτα μη ακουόντων, καθώς ο δημόσιος βίος μας έχει αγελοποιηθεί. Έτσι, λοιπόν, κυριαρχεί και επιβάλλεται η πολιτική υστερία και ο φανατισμός, αλλά και η δειλία. Και σκέφτομαι ένα παλιό βιβλίο που διάβαζα τότε στα φοιτητικά, στα χρόνια της δικτατορίας, αυτό του Αμερικανού Eric Hoffer, με τον Φανατικό (The True Believer, 1951), απ’ όπου και αντιγράφω:

«Ο φανατικός είναι ένας απογοητευμένος άνθρωπος, ένας αποτυχημένος, ένας ανεπιθύμητος, ένας βαριεστημένος, ένας φτωχός, απροσάρμοστος, φίλαυτος, ένας φιλόδοξος, ένας αμαρτωλός, ένας ένοχος, ένας που θέλει να λατρεύει και να υπηρετεί έναν δαίμονα ή έναν θεό, ένας εχθρός της υπαρχούσης τάξεως των πραγμάτων, ένας που αποβάλλει το εγώ του και χάνεται μέσα σ' ένα μαζικό κίνημα, για να υπηρετήσει μια "ιερή υπόθεση"». Εν μέσω φανατισμού και πολιτικού πάθους και πολιτικής αήθειας ζούμε χρόνια τώρα. Με όλον εκείνο τον ανυποψίαστο συρφετό. Και τον όχλο. Γι’ αυτό και η συντριβή της πατρίδος μου. Κι η απελπισία που ζούμε. «Περίλυπος», λοιπόν, «η ψυχή μου έως θανάτου». Και κλαίω και πονώ και θρηνώ για την πατρίδα μου, που δύσκολα θα σωθεί μ’ όλους αυτούς τους πολιτικούς που προσκλήθηκαν να την υπηρετήσουν. Με όλη την πολιτική μας ανωριμότητα και τα πάθη μας.

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ