Sigmalive

Απόψεις: Δρ Ανδρέας Πουλλικκάς


Η κρίση φυσικού αερίου στην Ευρώπη

Η εισαγωγή φυσικού αερίου στην ΕΕ αποτελεί κεντρικό άξονα της ενεργειακής της πολιτικής, αφού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών της. Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται στην ΕΕ κυρίως για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οικιακή θέρμανση και βιομηχανικές διεργασίες.

Πάνω από το 30% των νοικοκυριών στην ΕΕ θερμαίνονται με φυσικό αέριο. Το φυσικό αέριο μεταφέρεται πρώτιστα μέσω αγωγών, ενώ η χρήση τερματικών επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ-LNG) έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. 
 
Οι αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου αποτελούν την πιο διαδεδομένη και οικονομική μέθοδο μεταφοράς φυσικού αερίου. Στην Ευρώπη, οι κύριοι αγωγοί είναι: (α) ο αγωγός Yamal-Europe για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσω Λευκορωσίας και Πολωνίας στη Γερμανία, (β) ο αγωγός ΤΑΡ (Trans Adriatic Pipeline) για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας, Ελλάδας, Αλβανίας και Ιταλίας, προσφέροντας μια σημαντική εναλλακτική πηγή για την Ευρώπη, (γ) ο αγωγός TurkStream για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Μαύρης Θάλασσας και της Τουρκίας προς τη Νότια Ευρώπη, (δ) ο αγωγός Trans-Siberian (ή Urengoy–Pomary–Uzhhorod pipeline) για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας προς τη κεντρική Ευρώπη, (ε) οι αγωγοί Nord Stream 1 και 2 για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου απευθείας στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας (ο Nord Stream 1 λειτούργησε μέχρι το 2022, αλλά λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων, η λειτουργία του ανεστάλη και ο Nord Stream 2 ολοκληρώθηκε το 2021, αλλά δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία) και (στ) οι αγωγοί TENP και NEL που αφορούν εσωτερικά δίκτυα αγωγών που συνδέουν διάφορες χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, διανέμοντας φυσικό αέριο από τα κύρια σημεία εισόδου. 
 
Όπως αναφέρεται στη συνέχεια, η αυξημένη ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας οδήγησε στην ταχεία ανάπτυξη υποδομών επαναεριοποίησης LNG στην Ευρώπη. Τα τερματικά επαναεριοποίησης LNG επιτρέπουν την εισαγωγή LNG από απομακρυσμένες περιοχές, όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ και η Αλγερία. Στην Ευρώπη τα κύρια τερματικά επαναεριοποίησης LNG βρίσκονται (α) στην Ισπανία όπου διαθέτει τα περισσότερα τερματικά επαναεριοποίησης LNG στην Ευρώπη, καλύπτοντας σημαντικό μέρος της ζήτησης της Νότιας Ευρώπης, (β) στην Ολλανδία (Gate Terminal), κομβικό σημείο για την εισαγωγή LNG στη Βόρεια Ευρώπη, (γ) στην Ιταλία και στην Ελλάδα, διαδραματίζοντας κεντρικό ρόλο για τη Νότια Ευρώπη και τα Βαλκάνια και (δ) στη Γερμανία όπου κατασκευάζει πλωτά τερματικά επαναεριοποίησης LNG για να μειώσει την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο (υπάρχουν επί του παρόντος σε λειτουργία τρεις πλωτές μονάδες αποθήκευσης και επαναεριοποίησης LNG (FSRU) και δύο επιπλέον μονάδες FSRU πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία αρχές του 2025). 
 
Η κρίση του φυσικού αερίου που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη το έτος 2022 αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες ενεργειακές και γεωπολιτικές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Οι επιπτώσεις της δεν περιορίστηκαν μόνο στις τιμές ενέργειας, αλλά επεκτάθηκαν στην οικονομία, την κοινωνία και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Αίτια της κρίσης ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία ο οποίος ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 και επέφερε σοβαρές αναταραχές στην αγορά φυσικού αερίου. Η Ρωσία, ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές φυσικού αερίου για την Ευρώπη, μείωσε δραστικά τις εξαγωγές μέσω των αγωγών, χρησιμοποιώντας το φυσικό αέριο ως εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα η Γερμανία, η Ιταλία και η Ουγγαρία, εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο, γεγονός που ανέδειξε τις ευπάθειες του ενεργειακού τους συστήματος. 
 
Ποιες ήταν οι συνέπιες της κρίσης; Οι τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού στην ΕΕ αυξήθηκαν κατακόρυφα, οδηγώντας σε οικονομική πίεση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Πολλοί βιομηχανικοί τομείς επηρεάστηκαν αρνητικά, ιδιαίτερα η χημική βιομηχανία, ο τομέας των μεταφορών και η γεωργία, όπου το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη ή πηγή ενέργειας. Η κρίση προκάλεσε διαμαρτυρίες και κοινωνική αναταραχή, καθώς οι πολίτες αντιμετώπιζαν υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας και αύξηση του κόστους ζωής. Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω συνέπειες η ΕΕ αναζήτησε νέες πηγές ενέργειας, ενισχύοντας τη συνεργασία με χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ και η Νορβηγία, ενώ παράλληλα ενίσχυσε την ενεργειακή της ανεξαρτησία μέσω επενδύσεων στην ενεργειακή μετάβαση. Καθιερώθηκαν μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, όπως ο περιορισμός θέρμανσης και φωτισμού σε δημόσιους χώρους. Η ΕΕ προχώρησε με μέτρα για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης με σημαντικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και σε τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και υδρογόνου. Εφαρμόστηκαν ρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας και μέτρα, όπως ανώτατα όρια τιμών και επιδοτήσεις, για την προστασία των καταναλωτών. 
 
Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέστησε αναγκαία τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού για τις χώρες τις ΕΕ. Η διαφοροποίηση είναι μια μακρά και δαπανηρή διαδικασία, η οποία απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές, για παράδειγμα στην κατασκευή νέων αγωγών και τερματικών επαναεριοποίησης LNG. Επενδύσεις για περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών LNG έχουν αντιμετωπιστεί ως έργα κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ, τα οποία επωφελούνται από απλοποιημένες διαδικασίες και σε ορισμένες περιπτώσεις, από συγχρηματοδότηση μέσω του μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη». Με αυτό το τρόπο η ΕΕ στράφηκε στο LNG από εναλλακτικούς προμηθευτές και αύξησε τη χρήση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης. Η εισαγωγή LNG αποτελεί μέσο διαφοροποίησης των προμηθευτών και των οδών που χρησιμοποιεί η ΕΕ για την προμήθεια φυσικού αερίου. Επί του παρόντος η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στον κόσμο. 
 
Σήμερα οι εισαγωγές φυσικού αερίου που προέρχονται από τη Ρωσία έχουν μειωθεί δραστικά, ενώ οι όγκοι εισαγωγών LNG από αξιόπιστους προμηθευτές όπως οι ΗΠΑ και η Νορβηγία αυξάνονται. Το μερίδιο εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ από τη Ρωσία μειώθηκε από το 40% το 2021 σε περίπου 15% το 2023. Η μείωση αυτή κατέστη δυνατή κυρίως λόγο της απότομης αύξησης των εισαγωγών LNG και της συνολικής μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην ΕΕ. Χάρη στις επενδύσεις τερματικών επαναεριοποίησης LNG η ικανότητα εισαγωγής LNG της ΕΕ αυξήθηκε κατά 40 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2023 και αναμένεται να διατεθούν επιπλέον 30 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2024. 
 
Η Νορβηγία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οι κορυφαίοι προμηθευτές φυσικού αερίου το 2023. Η Νορβηγία παρείχε σχεδόν το 30% του συνόλου των εισαγωγών φυσικού αερίου. Επιπλέον προμηθευτές αποτελούν χώρες της Βόρειας Αφρικής, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Κατάρ. Το 2023 η ΕΕ εισήγαγε πάνω από 120 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα LNG. Το 2023 οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 50% των συνολικών εισαγωγών. Το 2023 οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ σχεδόν τριπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2021. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς LNG στην ΕΕ είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ιταλία. 
 
Πρόσφατα, την 1η Ιανουαρίου 2025, έχει διακοπεί η ροή φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Trans-Siberian (Ρωσία-Ουκρανία-Κεντρική Ευρώπη) αφού η Ουκρανία αρνήθηκε να ανανεώσει τη συμφωνία, η οποία επέτρεπε στη Ρωσία να εξάγει φυσικό αέριο μέσω του εν λόγω αγωγού στην Ευρώπη. Η εκπνοή της συμφωνίας για το φυσικό αέριο ήταν προδιαγεγραμμένη, προσφέροντας στις χώρες της Ευρώπης χρόνο για την εκπόνηση εναλλακτικών σχεδίων. Μόλις 5% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου διακινήθηκαν πέρυσι μέσω του ουκρανικού αγωγού για αυτό η διακοπή λειτουργίας του αγωγού δεν αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην τιμή του φυσικού αερίου στην ΕΕ, χάρη στις νέες συμφωνίες με εναλλακτικούς προμηθευτές που έχουν ήδη υπογραφεί.  
 
Η κρίση φυσικού αερίου στην Ευρώπη αποτέλεσε καμπή για την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ. Παρόλο που οι άμεσες συνέπειες ήταν επώδυνες, η κρίση ανέδειξε την ανάγκη για ενεργειακή ανεξαρτησία και για επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Η ΕΕ, επενδύοντας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενισχύοντας τη συνεργασία της με νέους προμηθευτές, έβαλε τις βάσεις για μια πιο βιώσιμη και ανθεκτική ενεργειακή πολιτική. Η ΕΕ, μπροστά στην κρίση του φυσικού αερίου, έχει επενδύσει στην ανάπτυξη των τερματικών LNG και στην επέκταση αγωγών που δεν σχετίζονται με τη Ρωσία. Επιπλέον, συνεργάζεται στενά με χώρες-παραγωγούς όπως το Κατάρ, οι ΗΠΑ και η Νορβηγία, ενώ παράλληλα προωθεί τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η συνδυασμένη χρήση αγωγών και τερματικών LNG παρέχει στην Ευρώπη την αναγκαία ευελιξία για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών και τη διασφάλιση της ενεργειακής της ασφάλειας. 

15 January 2025

Ανασκόπηση της αγοράς υδρογόνου στην ΕΕ

Μετά τη δημοσίευση της στρατηγικής της ΕΕ για το υδρογόνο, το 2021, η οποία περιλαμβάνεται στο πακέτο προσαρμογής στον στόχο του 55% (Fit for 55 package), αρκετά κράτη μέλη άρχισαν να καθορίζουν εθνικούς στόχους και να καταρτίζουν στρατηγικές και σχέδια για την κατάρτιση χαρτών πορείας για την ενσωμάτωση του υδρογόνου στο ενεργειακό τους μίγμα και για την δημιουργία αγοράς υδρογόνου. Με βάση την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER) για την παρακολούθηση της αγοράς υδρογόνου στα κράτη μέλη της ΕΕ η αύξηση της παραγωγής υδρογόνου απαιτεί κοινή προσπάθεια, καθώς οι στόχοι της ΕΕ πρέπει να μεταφραστούν σε δράσεις όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο. 
 
Έως τον Σεπτέμβριο του 2024, 22 κράτη μέλη έχουν δημοσιεύσει ή καταρτίσει στρατηγική ή χάρτη πορείας για το υδρογόνο. Ο αριθμός περιλαμβάνει τα κράτη μέλη, τα στρατηγικά έγγραφα των οποίων έχουν επισημανθεί ως χάρτες πορείας (Βουλγαρία, Εσθονία, Ισπανία) ή βρίσκονται ακόμη σε μορφή προσχεδίου (Ιταλία, Σουηδία). Εκτός από τις εθνικές στρατηγικές για το υδρογόνο, ορισμένα εθνικά σχέδια δράσης για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) περιλαμβάνουν επίσης ειδικούς στόχους για το υδρογόνο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις όπου δεν έχει δημοσιευθεί στρατηγική για το υδρογόνο (Ελλάδα και Σλοβενία) ή όταν το ΕΣΕΚ παρέχει επικαιροποίηση των στόχων για το υδρογόνο σε σύγκριση με τη στρατηγική για το υδρογόνο που είχε δημοσιευθεί προηγουμένως (Τσεχία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Πορτογαλία και Ισπανία).

Τα περισσότερα στρατηγικά έγγραφα παρέχουν μεσοπρόθεσμους στόχους (για το 2030), ενώ λίγα επικεντρώνονται μόνο σε μακροπρόθεσμους στόχους (2040 ή 2050). Μεγάλη μεταβλητότητα μπορεί επίσης να διαπιστωθεί στους τύπους των στόχων. Ενώ σχεδόν όλες οι στρατηγικές των κρατών μελών θέτουν συγκεκριμένους στόχους για την δυναμικότητα των μονάδων ηλεκτρόλυσης που χρειάζεται να εγκατασταθούν, πολλές δεν συμπεριλαμβάνουν στόχους σχετικά με την προσφορά και ζήτηση υδρογόνου και μόνο λίγες συμπεριλαμβάνουν τις ανάγκες σε εισαγωγές ή/και τις διαθέσιμες ποσότητες για εξαγωγές. Τέλος, ορισμένες χώρες (π.χ., Βουλγαρία, Εσθονία, Λιθουανία, Σλοβακία) έχουν θέσει στόχους μόνο για την παραγωγή ανανεώσιμου (ή πράσινου) υδρογόνου. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή η συνολική δυνητική συμβολή του δυναμικού παραγωγής υδρογόνου όταν λαμβάνεται επίσης υπόψη το μη ανανεώσιμο υδρογόνο (π.χ., υδρογόνο χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών). Σήμερα, σχεδόν όλο το υδρογόνο στην ΕΕ παράγεται από ορυκτά καύσιμα, μέσω της διαδικασίας αναμόρφωσης, συνήθως χωρίς την αναγκαία δέσμευση άνθρακα. Για την επίτευξη των στόχων απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, οι στρατηγικές για το υδρογόνο επικεντρώνονται στις δυνατότητες παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου και υδρογόνου χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών μέσω ηλεκτρόλυσης με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή μέσω αεριοποίησης βιομάζας ή μέσω πυρηνικής ενέργειας.

Σήμερα η ισχύς των μονάδων ηλεκτρόλυσης που βρίσκονται σε λειτουργία είναι 216 μεγαβάτ, πολύ μικρότερη από τον ενδιάμεσο στόχο της ΕΕ των 6 γιγαβάτ για το 2024. Δεκαεννέα κράτη μέλη έχουν θέσει ρητό στόχο για την εγκατάσταση μονάδων ηλεκτρόλυσης μέχρι το 2030 με συνολική δυναμικότητα σε επίπεδο ΕΕ περίπου 59-62 γιγαβάτ σε σύγκριση με τον στόχο των 40 γιγαβάτ που περιλαμβάνεται στη στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο. Η Ισπανία και η Γερμανία έχουν τον υψηλότερο στόχο όσον αφορά την εγκατεστημένη ισχύ μονάδων ηλεκτρόλυσης (12 και 10 γιγαβάτ αντίστοιχα). Ακολουθούν η Γαλλία (6.5 γιγαβάτ), η Δανία (6 γιγαβάτ), η Πορτογαλία (5.5 γιγαβάτ) και η Σουηδία (5 γιγαβάτ). Κατά τη σύγκριση των ενωσιακών και των εθνικών ειδικών στόχων, μόνο οι στόχοι για την παραγωγική ικανότητα των μονάδων ηλεκτρόλυσης για το 2030 δείχνουν κάποια ευθυγράμμιση. Για το 2050, όταν η στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο της εγκατάστασης και λειτουργίας μονάδων ηλεκτρόλυσης δυναμικότητας 500 γιγαβάτ, η εικόνα είναι λιγότερο σαφής, δεδομένου ότι μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν θέσει μακροπρόθεσμο στόχο. 
 
Λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν θέσει στόχους για τις αναμενόμενες ποσότητες παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου. Για αυτό ο στόχος για το 2030 που μπορεί να εξαχθεί από τα εθνικά στρατηγικά έγγραφα φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ 4.4 και 6.2 εκατομμύρια τόνους ανανεώσιμου υδρογόνου και υδρογόνου χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Συνολικά, οι στόχοι που έχουν τεθεί μέχρι σήμερα σε εθνικό επίπεδο υπολείπονται της επίτευξης του στόχου της ΕΕ για το 2030 για την παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου που καθορίζεται στη στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο. Αξιοσημείωτες είναι οι αποκλίσεις μεταξύ των στόχων δυναμικότητας μονάδων ηλεκτρόλυσης (όπου οι εθνικές στρατηγικές υπερβαίνουν τον στόχο της ΕΕ) και μεταξύ των στόχων παραγωγής υδρογόνου (όπου, αντιθέτως, οι εθνικές στρατηγικές στοχεύουν συλλογικά σε μικρότερη ποσότητα). Διαφαίνεται ότι ο στόχος για το 2030 για την παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου, που ορίζεται στη στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο, απαιτεί εγκατεστημένη δυναμικότητα μονάδων ηλεκτρόλυσης σημαντικά υψηλότερη από τον στόχο της ΕΕ των 40 γιγαβάτ. 
 
Οι στρατηγικές υδρογόνου που έχουν καταρτιστεί από τα κράτη μέλη επικεντρώνονται κυρίως στην εθνική διάσταση και δεν παρέχουν εικόνα των δυνητικών διασυνοριακών ανταλλαγών υδρογόνου. Για αυτό, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η πιθανή ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου της ΕΕ και να αξιολογηθεί η αντίστοιχη ανάγκη για διασυνοριακές υποδομές. Με βάση τις εθνικές στρατηγικές υδρογόνου η Αυστρία θα πρέπει να εισάγει 0.04 εκατομμύρια τόνους ανανεώσιμου υδρογόνου ανά έτος έως το 2030 και 1.1 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2050. Το Βέλγιο αναμένει να εισάγει περίπου 0.6 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2030 και 6.1-10.6 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2050, εκ των οποίων περίπου τα μισά θα είναι διαθέσιμα για διαμετακόμιση σε γειτονικές χώρες. Η Γερμανία αναμένει να εισάγει 1.4-2.7 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2030, ποσό που αντιστοιχεί σε σημαντικό μερίδιο της αναμενόμενης ζήτησης υδρογόνου (μεταξύ 50% και 70%). Η Ιταλία σχεδιάζει να εισάγει τουλάχιστον το 30% του ανανεώσιμου υδρογόνου που χρειάζεται το 2030, που αντιστοιχεί σε περίπου 0.08 εκατομμύρια τόνους ανά έτος. Η Λιθουανία αναμένει εξαγωγές περίπου 0.04 εκατομμύρια τόνους ανά έτος. 
 
Έχοντας υπόψη ότι η Κύπρος δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει στρατηγική ή χάρτη πορείας για το υδρογόνο χρειάζονται να γίνουν άμεσα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Πρώτιστα θα πρέπει το υδρογόνο να αναγνωριστεί ως μια βασική συνιστώσα του ενεργειακού μείγματος της χώρας μας για το 2030 και έως το 2050. Παράλληλα χρειάζεται να καταρτιστεί μακροπρόθεσμη εθνική ενεργειακή στρατηγική για το υδρογόνο στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στοχοθετημένης μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής με χρονικό ορίζοντα πέραν του 2050. Τέτοια στρατηγική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα πλεονεκτήματα της γύρω περιοχής όσον αφορά την παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου και τις συνέργειες που πιθανόν να προκύπτουν στη μεταφορά και τελική χρήση όπως για παράδειγμα συνέργειες με τον οικονομικό διάδρομο IMEC (India-Middle East-Europe Economic Corridor). Τέλος η εναρμόνιση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου με τις σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες είναι αναγκαία για την κατάρτιση στοχευμένων μέτρων για την εκκίνηση της αλυσίδας υδρογόνου (παραγωγή, μεταφορά, αποθήκευση και χρήση στην τελική κατανάλωση) και την δημιουργία αγοράς υδρογόνου στη χώρα μας. 

*Καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων Frederick University

03 January 2025

Ενεργή συμμετοχή καταναλωτών στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού στην ΕΕ

Η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER) για την παρακολούθηση της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού στην ΕΕ έως το έτος 2024 υπογραμμίζει την αργή εφαρμογή των έξυπνων μετρητών ως εμπόδιο στην απελευθέρωση της ευελιξίας του ηλεκτρικού συστήματος της ΕΕ. Επιπλέον, επισημαίνει ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των νοικοκυριών της ΕΕ έχουν ρυθμιζόμενες σταθερές συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για αυτό δεν προσφέρονται πραγματικές εναλλακτικές λύσεις για την ενεργή συμμετοχή των καταναλωτών σε δυναμικές και ευέλικτες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρισμού. Πιο συγκεκριμένα, η προσπάθεια της ΕΕ για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 απαιτεί κανονιστικές αλλαγές.

Για να σταθεροποιηθεί το σύστημα και να αξιοποιηθεί πλήρως η δυναμική της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού, οι ρυθμιστικές αρχές και τα κράτη μέλη πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στα πλαίσια απόκρισης από την πλευρά της ζήτησης, να παράσχουν κίνητρα για αποδοτική χρήση του ηλεκτρικού δικτύου και να επιταχύνουν την ανάπτυξη των έξυπνων μετρητών. Οι δυναμικές και ευέλικτες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικές για την ενδυνάμωση των καταναλωτών, οι οποίοι θα πρέπει να ενημερώνονται και να ενθαρρύνονται για τα οφέλη της ευέλικτης χρήσης ηλεκτρισμού.

Είναι γεγονός ότι το 2023 με την σημαντική αύξηση της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές σημειώθηκε 12πλάσια αύξηση των αρνητικών τιμών της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού στην ΕΕ, ενώ το κόστος διαχείρισης του ολοένα και πιο κορεσμένου δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ ανήλθε σε 4 δισεκατομμύρια €. Οι δείκτες αυτοί υπογραμμίζουν τον τρόπο με τον οποίο η ενοποίηση της αγοράς ηλεκτρισμού και η πρόσβαση στην ευελιξία από την πλευρά της ζήτησης, θα καταστούν ουσιαστικής σημασίας στο μέλλον. Αναμένεται ότι έως το 2030 οι ανάγκες ευελιξίας του ηλεκτρικού συστήματος της ΕΕ θα διπλασιαστούν, απαιτώντας (α) περισσότερη αποθήκευση, (β) περισσότερη κατανεμημένη παραγωγή, (γ) αύξηση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων και (δ) ανταπόκριση από την πλευρά της ζήτησης.

Σήμερα στην ΕΕ κυριαρχούν οι συμβάσεις σταθερής τιμής στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, προστατεύοντας τους καταναλωτές από την αστάθεια της αγοράς ηλεκτρισμού, αλλά εγκλωβίζοντας τους σε υψηλότερες τιμές. Παρά τη δυνητική εξοικονόμηση κόστους που θα μπορούσαν να επιτύχουν με τη δυναμική τιμολόγηση, πολλοί καταναλωτές επιλέγουν συμβάσεις σταθερής τιμής. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δεν προσφέρεται στους καταναλωτές καμία πραγματική εναλλακτική λύση. Για αυτό οι καταναλωτές χρειάζονται τις σωστές γνώσεις, επιλογές και εργαλεία για να συμβάλουν ενεργά στις προσπάθειες της ενεργειακής μετάβασης προς μια ΕΕ κλιματικά ουδέτερη. Αυτό απαιτεί την ανάπτυξη έξυπνων μετρητών και την πρόσβαση σε συμβάσεις δυναμικής τιμολόγησης για όλους τους καταναλωτές.

Η έκθεση του ACER τονίζει την ανάγκη της προώθησης ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρισμού λιανικής και την συνεργασία μεταξύ των προμηθευτών ηλεκτρισμού και των διαχειριστών δικτύων, ώστε να ενθαρρύνουν την ευέλικτη και οικονομικά αποδοτική χρήση της ενέργειας. Επισημαίνει ότι παρά τον κρίσιμο ρόλο των έξυπνων μετρητών στη διευκόλυνση των δυναμικών συμβάσεων και στην απελευθέρωση της ευελιξίας των καταναλωτών, η ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη σε 10 κράτη μέλη. Αυτό εμποδίζει τους καταναλωτές να επωφεληθούν από τη δυναμική τιμολόγηση και παρεμποδίζει τις προσπάθειες βελτιστοποίησης της χρήσης ενέργειας και μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα κράτη μέλη, με την υποστήριξη των ρυθμιστικών αρχών, θα πρέπει να επιταχύνουν την ανάπτυξη έξυπνων μετρητών μαζί με την προώθηση δυναμικών και υβριδικών συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρισμού.

Η έλλειψη δυναμικών και υβριδικών συμβάσεων περιορίζει τη δυνατότητα των καταναλωτών να προσαρμόζουν τη χρήση ηλεκτρισμού σε περιόδους υψηλότερης παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές και, αντίστοιχα, χαμηλότερες τιμές, περιορίζοντας τη συμμετοχή τους στην ενεργειακή μετάβαση. Σε αρκετές χώρες όπου έχουν αναπτυχθεί έξυπνοι μετρητές, εξακολουθούν να μην είναι διαθέσιμες συμβάσεις δυναμικής τιμολόγησης για οικιακούς καταναλωτές. Αν και μπορεί να μην επιθυμούν όλοι οι καταναλωτές να συμμετάσχουν στην ευελιξία, εκείνοι που το επιθυμούν θα αποφέρουν οφέλη σε όσους δεν το επιθυμούν και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο παροχής κινήτρων για την παροχή ευελιξίας.

Οι καταναλωτές χρειάζονται καλύτερη ενημέρωση και κίνητρα για την προσαρμογή της χρήσης ηλεκτρισμού κατά τη διάρκεια περιόδων υψηλής ανανεώσιμης ενέργειας και την αξιοποίηση ευκαιριών για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την εξοικονόμηση ενεργειακού κόστους. Οι ρυθμιστικές αρχές και τα κράτη μέλη θα πρέπει να

παρέχουν πλαίσια που θα διασφαλίζουν ότι μπορούν να παρέχονται κίνητρα, σε συνδυασμό με προσβάσιμες και σαφείς πληροφορίες για τους καταναλωτές, ιδίως τις βιομηχανίες, σχετικά με τα οφέλη των ευέλικτων συμβάσεων ηλεκτρισμού και τη βελτιστοποίηση της χρήσης ηλεκτρισμού. Ως μέτρο, θα πρέπει να εξετάσουν προγράμματα για την ενθάρρυνση της χρήσης ηλεκτρισμού κατά τις περιόδους μη αιχμής. Ταυτόχρονα, ιδίως τα νοικοκυριά με υψηλή κατανάλωση ενέργειας θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να ενεργούν με πιο ευέλικτο τρόπο, προσέγγιση που θα επεκταθεί σταδιακά σε ευρύτερη βάση χρηστών. Οι ευάλωτοι καταναλωτές θα μπορούσαν να βοηθηθούν με στοχευμένα κοινωνικά συστήματα και πλαίσια κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, με στόχο επίσης τη μείωση της ευπάθειας αυτών των καταναλωτών.

*Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου

22 October 2024

Στρατηγικοί στόχοι για την ενεργειακή μετάβαση της Κύπρου

Η παροχή επαρκών και οικονομικά προσιτών ενεργειακών υπηρεσιών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης. Επί του παρόντος, η πρόκληση είναι να αναπτυχθούν εκείνες οι ενεργειακές υπηρεσίες που υποστηρίζουν καλύτερα την ανάπτυξη και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τις επιπτώσεις των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στην υγεία και το περιβάλλον. Οι λύσεις καθαρών τεχνολογιών αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση παγκόσμιων κινδύνων και προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή ασφάλεια, η διασφάλιση των υδάτινων πόρων, η εξάντληση των φυσικών πόρων, αλλά και την προώθηση ευκαιριών, όπως η οικοδόμηση βιώσιμων κοινοτήτων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει μια βιώσιμη ενεργειακή στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Η στρατηγική καθορίζει πολλούς φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Για την επίτευξη αυτής της στρατηγικής, η ΕΕ χρειάζεται να αυξήσει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών αποθήκευσης, καθώς και του υδρογόνου, την ενεργειακή απόδοση, την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού και την αύξηση της ισχύος των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, ο ηλεκτρικός τομέας υφίσταται σημαντικές αλλαγές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αγορές ηλεκτρισμού γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικές, απαιτώντας χαμηλότερο κόστος και υψηλότερη απόδοση των συστημάτων. Ταυτόχρονα, περιβαλλοντικά ζητήματα και ανησυχίες έχουν οδηγήσει στην αυξανόμενη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού, καθώς και στην ευρύτερη χρήση των πόρων διεσπαρμένης παραγωγής. Τα ηλεκτρικά δίκτυα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα δυσκολεύοντας την διαχείριση τους. Η χρήση διακοπτόμενων τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ηλεκτροπαραγωγής, όπως αιολικά ή φωτοβολταϊκά συστήματα, σε συνδυασμό με συστήματα αποθήκευσης συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, και των διασκορπισμένων γεωγραφικών τους θέσεων, δημιουργούν πρόσθετες προκλήσεις για την ασφάλεια του εφοδιασμού, την αξιοπιστία του ηλεκτρικού συστήματος και την ποιότητα ισχύος. Επιπλέον, υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για περισσότερες ηλεκτρικές διασυνδέσεις, ακριβή σχεδιασμό, λειτουργία και έλεγχο του ηλεκτρικού συστήματος.

 

Η Κύπρος είναι μια χώρα με πολλές ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη και η οικονομία της βασίζεται κυρίως στον τουρισμό. Η οικονομία της Κύπρου εξαρτάται από το πετρέλαιο και συχνά πλήττεται από σοβαρές ελλείψεις νερού. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η Κύπρος έχει υψηλές δυνατότητες όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Κύπρος μπορεί εύκολα να εκμεταλλευτεί την ηλιακή ενέργεια και επίσης διαθέτει πιθανά αποθέματα φυσικού αερίου. Η υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης στην Κύπρο θα απαιτήσει σημαντικές ενεργειακές επενδύσεις τα επόμενα 30-40 χρόνια. Τα επίπεδα επενδύσεων αναμένεται να τριπλασιαστούν ή να τετραπλασιαστούν σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα. Για να επιτευχθεί αυτός ο μετασχηματισμός του ενεργειακού τομέα, απαιτείται μια φιλόδοξη, μακροπρόθεσμη και ολοκληρωμένη ενεργειακή στρατηγική, προκειμένου να τεθούν σαφείς στόχοι και να δημιουργηθεί το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η Κύπρος θα μπορούσε να χαράξει τη στρατηγική της για την ενεργειακή μετάβαση με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει κέντρο για την ανάπτυξη μιας οικονομίας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της οικονομίας του υδρογόνου.

Η Κύπρος θα μπορούσε να θέσει μακροπρόθεσμο στόχο να γίνει κλιματικά ουδέτερη το 2050 ή να επιτύχει 100% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050. 

Για την επίτευξη της 100% μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έως το 2050 χρειάζεται να τεθούν στόχοι για τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 30% για το έτος 2030, 75% για το έτος 2040 και 100% για το έτος 2050. Επίσης, όσον αφορά τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις μπορούν να τεθούν στόχοι όπως 50% για το έτος 2030, 65% για το έτος 2040 και πέραν του 80% για το έτος 2050. Οι αισιόδοξοι στόχοι για τα έτη 2030 και 2040 μπορούν να επιτευχθούν με σωστό σχεδιασμό και σωστή παρακολούθηση με την εφαρμογή διακομματικών συμφωνιών ενεργειακής στρατηγικής στην Κύπρο.

Με σωστή στρατηγική, η Κύπρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε μοντέλο πράσινης χώρας μέχρι το 2050. Ο τελικός στόχος είναι η μετάβαση της Κύπρου από την τρέχουσα οικονομία άνθρακα σε μια πιο βιώσιμη οικονομία όπως η οικονομία του υδρογόνου μέχρι το έτος 2050. Αναμένεται ότι το 2050 το ενεργειακό σύστημα της χώρας θα γίνει έξυπνο και ψηφιοποιημένο, ευέλικτο, αποκεντρωμένο, ηλεκτρικά διασυνδεδεμένο και διασυνδεδεμένο με αγωγούς ή/και εικονικούς αγωγούς φυσικού αερίου ή/και υδρογόνου, όπου θα γίνεται χρήση υδρογόνου σε όλους τους ενεργειακούς τομείς, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και ηλεκτροκίνησης. Η Κύπρος, με σωστό προγραμματισμό, μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρο το ενεργειακό της δυναμικό, μετατρέποντάς την σε κράτος-παραγωγό. Μπορεί να εξάγει ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας κατάλληλες ηλεκτρικές διασυνδέσεις ώστε να αρθεί η ενεργειακή της απομόνωση. Ταυτόχρονα, η Κύπρος μπορεί να γίνει κόμβος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και από και προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αυξάνοντας παράλληλα την ενεργειακή της ασφάλεια. Επιπλέον, οι χώρες της περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μπορούν να γίνουν πρωτοπόροι στην οικονομία του υδρογόνου και να γίνουν εξαγωγείς βιώσιμης ενέργειας προς την ΕΕ. Εν κατακλείδι, με κατάλληλη βιώσιμη ενεργειακή στρατηγική, η Κύπρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια κλιματικά ουδέτερη πράσινη χώρα έως το 2050.

 

Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς

19 September 2024

SigmaLive App

Κατεβάστε την εφαρμογή στο κινητό σας για άμεση και γρήγορη ενημέρωση.

AppStore App LinkGoogle PlayStore App Link

Ακολουθήστε μας

Παρακολουθήστε τις εξελίξεις μέσω των social media του SigmaLive


Newsletter

Εγγραφείτε στο Newsletter και μείνετε πάντα ενήμεροι!

Εγγραφή στο Newsletter