
Ψυχοσωματικά Συμπτώματα: Οι αγγελιαφόροι των καταπιεσμένων μας αναγκών
Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού
19.03.2025
Σε μια εποχή όπου όλα κινούνται ακατάπαυστα, και ο χρόνος για ανάσες ηρεμίας μοιάζει πολυτέλεια, οι άνθρωποι καλούνται να παραμένουν λειτουργικοί, ακόμη και όταν η ψυχική και σωματική τους αντοχή εξαντλείται. Ζούμε σε συνθήκες όπου η κόπωση συχνά αγνοείται, η αδυναμία στιγματίζεται και η ανάγκη για παύση τιμωρείται. Το σώμα τότε φτάνει στα όριά του, εξαντλείται, διαμαρτύρεται. Η ψυχή ασφυκτιά, και μέσα μας αντηχούν καταπιεσμένες κραυγές που δεν βρίσκουν διέξοδο.
Υπάρχουν στιγμές που το σώμα κουράζεται να περιμένει. Κουράζεται να ελπίζει πως θα δώσουμε χώρο στη φωνή μας, θα ζητήσουμε αλλαγή, δικαιοσύνη, πιο ανθρώπινες συνθήκες ύπαρξης. Και τότε, με μια μαεστρία, αποφασίζει να μιλήσει το ίδιο. Αντί για λέξεις, εκφράζεται μέσα από συμπτώματα. Αντί για εξηγήσεις, δημιουργεί πόνο. Όχι για να μας προδώσει, αλλά για να μας προστατεύσει, καθώς, ακόμη και όταν πονά, μας υπενθυμίζει την αλήθεια που αρνούμαστε να δούμε: ότι κάπου βαθιά μέσα μας υπάρχει ανάγκη για φροντίδα, για ισορροπία, για επανένωση με τον εαυτό μας.
Στην προσπάθεια να απαλλαγεί από τον πόνο, ο άνθρωπος οδηγείται, σχεδόν αυθόρμητα, σε μια αναζήτηση της αιτίας. Αναζητά την πηγή του συμπτώματος, ακολουθώντας κάθε πιθανό μονοπάτι. Συνήθως, το πρώτο βήμα είναι η ιατρική διερεύνηση—μια αναγκαία και πολύτιμη διαδικασία, που τιμά τον πόνο και σέβεται το σώμα, αναζητώντας κάθε πιθανή οργανική αιτία με επιστημονική ακρίβεια και φροντίδα. Κι όμως, υπάρχουν φορές που, παρά την ενδελεχή αξιολόγηση, παρά τις εξονυχιστικές εξετάσεις και τις διαβεβαιώσεις πως «όλα είναι καλά», το σύμπτωμα παραμένει ζωντανό, αθόρυβο και πεισματάρικο, στέκεται εκεί, σαν να προσπαθεί να πει κάτι. Ένας επίμονος πόνος στο στήθος ή μια βασανιστική δυσφορία στο στομάχι, που δεν εξηγούνται από καμία βιολογική δυσλειτουργία, συνεχίζουν να ταλαιπωρούν (Dimsdale & Creed, 2009). Κάπου εκεί ξεκινά ένας άλλος δρόμος. Ο δρόμος της ψυχοσωματικής κατανόησης. Εκεί, το σύμπτωμα δεν αντιμετωπίζεται πια μόνο ως πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ως μήνυμα προς αποκρυπτογράφηση, μια γέφυρα που συνδέει το σώμα με τον ψυχισμό, αποκαλύπτοντας τα άρρητα και τα καταπιεσμένα.
Στα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ο στόχος δεν είναι να αναζητηθεί ο «φταίχτης», αλλά να αναγνωριστεί το μήνυμα που το σύμπτωμα προσπαθεί να μεταδώσει. Γιατί εμφανίστηκε τώρα; Τί σημασία μπορεί να έχει η μορφή εμφάνισής του; Ποιες αλλαγές απαιτεί; (Levine, P., 2015). Σε αυτή τη βαθύτερη διερεύνηση, το σύμπτωμα παύει να αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος που πρέπει να κατασταλεί ή να εξαλειφθεί. Αντιθέτως, αναγνωρίζεται ως μια πολύτιμη γλώσσα επικοινωνίας, ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στο σώμα και το συναίσθημα. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος καλείται να στρέψει το βλέμμα προς τα μέσα και να αφουγκραστεί το μήνυμα που ψιθυρίζει, ή και φωνάζει το σώμα του. Να αναγνωρίσει τις ανάγκες που βρίσκονται θαμμένες πίσω από τον πόνο, που τώρα απαιτούν με επιμονή να ακουστούν και να γίνουν σεβαστές.
Ίσως πρόκειται για την ανάγκη να τεθούν όρια σε σχέσεις που απειλούν την εσωτερική γαλήνη. Ίσως για τη βαθιά επιθυμία να μειωθεί το καθημερινό κόστος του άγχους. Ίσως να είναι η έκκληση για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, που να επιτρέπει τη ξεκούραση, την ανεμελιά, τις απροσεξίες, τα λάθη, παρά την τελειότητα και το κυνήγι της επιτυχίας. Όσο, όμως, το αίτημα αυτό παραμένει αναπάντητο, όσο ο σκοπός του συμπτώματος μένει ανεκπλήρωτος, το σύμπτωμα θα παραμένει εκεί (Van der Kolk, 2014).
Η αναζήτηση για την κατανόηση και την ίαση του συμπτώματος δεν είναι απλώς μια προσπάθεια απαλλαγής από τη σωματική ενόχληση. Είναι, συχνά, το πρώτο βήμα σε ένα βαθύτερο, θεραπευτικό ταξίδι. Ο άνθρωπος που τολμά να σταθεί απέναντι στο σώμα του με διάθεση για διερεύνηση και κατανόηση χωρίς επικριτικότητα, ανακαλύπτει ότι πίσω από τον πόνο και την ένταση, μπορεί να κρύβονται χρόνια καταπιεσμένα συναισθήματα, συσσωρευμένη καθημερινή πίεση, ανεκπλήρωτες ανάγκες και βαθιά ανθρώπινες αγωνίες. Σε αυτήν τη διαδρομή, το ψυχοσωματικό σύμπτωμα παύει να είναι ένας «ανεπιθύμητος εισβολέας» και γίνεται ένας σύμμαχος που δείχνει τον δρόμο. Συχνά, τα συμπτώματα είναι αυτά που μας οδηγούν για πρώτη φορά στο γραφείο του ψυχολόγου, και μας δίνουν το εισιτήριο για ένα τολμηρό ταξίδι διερεύνησης, κατανόησης, αλλαγής και αποδοχής.
Η ψυχοθεραπεία σε αυτές τις περιπτώσεις δεν επικεντρώνεται μόνο στην ανακούφιση του συμπτώματος, αλλά στην κατανόηση του «γιατί» και του «πώς» της εμφάνισής του. Δεν εστιάζει μονάχα στη διαχείριση του άγχους, αλλά αγγίζει βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού, επουλώνοντας παλιά τραύματα και ενδυναμώνοντας την ανθεκτικότητα (Shapiro, F., 2018).
Το σώμα, μέσα από το σύμπτωμα, μας προσκαλεί σε μια νέα σχέση με τον εαυτό μας, μια σχέση που βασίζεται στην ακρόαση, στη φροντίδα και στην αυθεντικότητα. Όταν το σύμπτωμα αναγνωριστεί ως έκκληση και όχι ως εχθρός, τότε μπορεί να γίνει η αρχή μιας ουσιαστικής και βιωματικής αλλαγής. Μιας ζωής όπου οι ανάγκες μας δεν καταπιέζονται, αλλά εκφράζονται και εξυπηρετούνται. Όπου η φροντίδα δεν είναι η τελευταία λύση, αλλά μια καθημερινή πρακτική.
Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού
Κλινική Ψυχολόγος, Σχολική Ψυχολόγος
Τα ακίνητα της εβδομάδας
