Με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης για μερικό κλείσιμο ορισμένων οδοφραγμάτων ως μέτρο πρόληψης του κορωνοϊού, ομάδα πολιτών διαδήλωσε στις 29 Φεβρουαρίου στο οδόφραγμα της Οδού Λήδρας. Εκεί βρίσκονταν αστυνομικοί, καθώς και δύο στρατιώτες, δυνάμεις με τις οποίες ήρθαν σε σύγκρουση.
Ένας εκ των διαδηλωτών φέρεται να επιτέθηκε σε κληρωτό στρατιώτη της Εθνικής Φρουράς, συμβάν για το οποίο συνελήφθη από την Αστυνομία.
Με αφορμή το πιο πάνω απαράδεκτο συμβάν, ξεκίνησε η διακίνηση ενός αφηγήματος το οποίο φαίνεται να στοχεύει στην μετατόπιση της συζήτησης. Με βάση το εν λόγω αφήγημα, αμφισβητείται η ανάγκη της γενικότερης στρατιωτικής παρουσίας στα οδοφράγματα και σε άλλες περιοχές που εφάπτονται της λεγόμενης «Πράσινης Γραμμής».
Η «Πράσινη Γραμμή», ευρύτερα γνωστή ως «γραμμή αντιπαράταξης», είναι στην πραγματικότητα «Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός» («Armistice Line») (ΓΚΠ) μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών. Είναι, δηλαδή, το εδαφικό σημείο όπου σταματούν οι εχθροπραξίες και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «σύνορο» μεταξύ κρατών, διότι δεν έχει υπογραφεί και επικυρωθεί συμφωνία ειρήνης και, συνεπώς, είναι μια ντε φάκτο κατάσταση. Στην κυπριακή περίπτωση, η ΓΚΠ είναι το βόρειο όριο που χωρίζει την «ουδέτερη ζώνη» με τα κατεχόμενα από τον τουρκικό στρατό εδάφη. Η «ουδέτερη ζώνη» ή «νεκρή ζώνη» είναι έδαφος που παραχωρήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία για να ελέγχεται στρατιωτικά από την UNFICYP και αστυνομεύεται από την UNPOL. Υπό αυτές τις συνθήκες, το νότιο όριο αυτής της ζώνης την χωρίζει από τις ελεύθερες περιοχές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, και σε διεθνές επίπεδο, είθισται να ελέγχει ο στρατός, διότι αν ελέγχει η πολιτική αστυνομία τότε μπορεί θεωρηθεί σύνορο.
Άλλωστε, η παρουσίαση των οδοφραγμάτων ως «συνοριακών σταθμών» είναι πάγια θέση του τουρκοκυπριακού αποσχιστικού καθεστώτος, όπως φαίνεται και στις πινακίδες που «καλωσορίζουν» τους επισκέπτες στην «ΤΔΒΚ».
Η απαίτηση για απόσυρση της Εθνικής Φρουράς από οποιοδήποτε μέρος της ΓΚΠ, και η άφεση του ελέγχου μόνο στην Αστυνομία ενέχει σοβαρούς κινδύνους να θεωρηθεί πως την έχουμε αποδεχθεί ως «σύνορο».
Και αυτό διότι είναι διεθνής πρακτική η άσκηση ελέγχου των νόμιμων συνόρων, και κυρίως των συνοριακών σταθμών, να γίνεται από Σώματα Ασφαλείας.
Στην Ελλάδα, η Διεύθυνση Προστασίας Συνόρων υπάγεται στον Κλάδο Αλλοδαπών & Προστασίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Συνοριοφύλακες των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης δρουν σε όλους τους ακριτικούς νομούς της Ελλάδας και είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των χερσαίων συνόρων. Όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα, αυτά ελέγχονται από το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή. Και σε αυτή την περίπτωση είναι Σώμα Ασφαλείας, στρατιωτικά συγκροτημένο. Το Αρχηγείο του υπάγεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής και είναι επιφορτισμένο με την φρούρηση των λιμένων και τον έλεγχο των χωρικών υδάτων.
Στο Ισραήλ, η ασφάλεια των συνόρων του είναι καθήκον της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας (Israel Border Police). Πρόκειται για στρατιωτικοποιημένο Σώμα Ασφαλείας το οποίο συνεπικουρεί και τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (Israel Defense Forces), όπου και όταν χρειάζεται.
Στις ΗΠΑ, η Συνοριοφυλακή (US Border Patrol) υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security) και είναι το μεγαλύτερο ομοσπονδιακό Σώμα Ασφαλείας, επιφορτισμένο με καθήκοντα εντοπισμού παράνομων μεταναστών, λαθρέμπορων και τρομοκρατών, μεταξύ άλλων.
Τέλος, στην ευρωπαϊκή FRONTEX (European Border and Coast Guard Agency), που θεσπίστηκε το 2004, συμμετέχουν Σώματα Ασφαλείας από ευρωπαϊκές χώρες, όπως Λιμενικό, Ακτοφυλακή, Αστυνομία και Συνοριοφυλακή, και όχι Ένοπλες Δυνάμεις. Από πλευράς Κυπριακού Κράτους, συμμετέχει η Αστυνομία Κύπρου.
Σε αντίθεση με τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα, σε χώρες όπου η σύγκρουση έχει «παγώσει» και υπάρχει γραμμή κατάπαυσης του πυρός ή γραμμή αντιπαράταξης, υπάρχει παρουσία Ενόπλων Δυνάμεων.
Για παράδειγμα, στην κορεατική «DMZ» («αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη», “demilitarized zone”), που χωρίζει την Βόρεια Κορέα από την Νότια Κορέα, υπάρχει στρατός και στις δύο πλευρές, με περίπολα και φυλάκια. Ακόμα και στο «Joint Security Area», το μόνο κοινό σημείο επαφής στην ζώνη αυτή, η στελέχωση και από τις δύο πλευρές είναι από Ένοπλες Δυνάμεις, κυρίως την Στρατονομία, σύμφωνα με ρητή αναφορά στην συμφωνία εκεχειρίας του Panmunjom που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1953.
Άλλο παράδειγμα, είναι τα υψώματα Golan, τα οποία θεωρούνται κατεχόμενη περιοχή από πλευράς Συρίας. Εκεί υπάρχει από το 1974 παρουσία της UNDOF (United Nations Disengagement Observer Force), της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Στους όρους εντολής της είναι η διατήρηση της κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Πρόσφατα, η Ρωσία, σύμμαχος της Συρίας, ανέπτυξε από τον Αύγουστο του 2018 δυνάμεις Στρατονομίας για επιτήρηση της γραμμής αντιπαράταξης, σε συνεργασία με τις δυνάμεις του ΟΗΕ στα υψώματα Γκολάν.
Το κλείσιμο των τεσσάρων οδοφραγμάτων έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η απόφαση για αναστολή της λειτουργίας έγινε το απόγευμα της Παρασκευής. Μετά, τόσο το Αρχηγείο Αστυνομίας, όσο και το ΓΕΕΦ, εξέδωσαν αμέσως τις σχετικές διαταγές για υλοποίηση της απόφασης. Σε αυτές τις διαταγές συμπεριλαμβανόταν και η επάνδρωση του χώρου των οδοφραγμάτων από στρατιώτες, πράγμα που γινόταν και πριν την διάνοιξή τους.
Υπενθυμίζουμε πως παρόμοια συζήτηση είχε γίνει και για τις κοινές περιπολίες μεταξύ Αστυνομίας και Εθνικής Φρουράς, που είχαν αποφασιστεί στις αρχές Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την αντιμετώπιση ζητημάτων εγκληματικότητας, τρομοκρατίας και παράνομης μετανάστευσης.
Όπως γράφαμε τότε, τα μέτρα εκείνα ήταν προσαρμοσμένα στην «ιδιάζουσα κατάσταση» που προκαλεί η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, Γιώργος Σαββίδης. Ο ΥΔΔΤ δήλωσε ότι «εννοείται, βεβαίως, πως δεν είναι συνοριοφυλακή» καθώς «δεν υπάρχουν σύνορα».
Αυτή η πολιτικο-διπλωματική παράμετρος ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιούσε το πρώτο μέτρο (μικτές στρατιωτικές – αστυνομικές περιπολίες) από το δεύτερο (καθαρά αστυνομικές περιπολίες) σε άλλες προβληματικές περιοχές της Λευκωσίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η στρατιωτική παρουσία της Εθνικής Φρουράς σε όλο το μήκος της ΓΚΠ κρίνεται επιβεβλημένη. Πέραν της επιχειρησιακής διάστασης (άμυνα, επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών που ωφελούν και τις υπόλοιπες Αρχές), συμβάλλει αποφασιστικά στο να μην εντυπωθεί διεθνώς η πολιτικο-διπλωματική αίσθηση δημιουργίας «συνοριοφυλακής» και να παγιωθούν τα τετελεσμένα της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Υπό το φως των πιο πάνω, η απαίτηση για απόσυρση προσωπικού της Εθνικής Φρουράς από την ΓΚΠ όχι μόνο δεν οδηγεί σε «επανένωση» της πατρίδας μας, αλλά συμβάλλει επικίνδυνα στην παγίωση της διχοτόμησης και εμβάθυνση της ιδέας των «δύο κρατών».
* Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου / Συνεργάτης SigmaLive-Σημερινής