40 χρόνια από την απόπειρα δολοφονίας του Βάσου Λυσσαρίδη και την δολοφονία του Κεντρικού Οργανωτικού Γραμματέα της Σοσιαλιστικής Nεολαίας ΕΔΕΝ αγωνιστή-ποιητή Δώρου Λοΐζου συμπληρώνονται σήμερα 30 Αυγούστου.

Παρακολουθείστε το Ντοκιμαντερ της εκπομπής "Στιγμές Ζωής" του Sigma και τις ανατριχιαστικές περιγραφές του Β.Λυσσαρίδη

Το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1974 ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος μετακινείτο για λόγους ασφαλείας από το ένα σπίτι στο άλλο, διανυκτέρευσε στο σπίτι του Οργανωτικού Γραμματέα της ΕΔΕΝ Δώρου Λοΐζου. Το πρωί της 30ης Αυγούστου 1974, στις 8:30, ο Δώρος Λοϊζου ανέλαβε να μεταφέρει τον Βάσο Λυσσαρίδη στο γραφείο του στην οδό Κωστάκη Παντελίδη, στο κέντρο της Λευκωσίας.
Καθώς το αυτοκίνητο με οδηγό τον Δώρο, συνοδηγό τη σύζυγό του Βαρβάρα και στο πίσω κάθισμα τον Βάσο Λυσσαρίδη, περνούσε από τη γέφυρα της οδού Κάννιγκος (σήμερα οδός Δώρου Λοΐζου), δέχτηκε τα πυρά τριών οπλοφόρων που διέφυγαν με δύο αυτοκίνητα. Τα πυρά των αυτομάτων δεν βρήκαν τον κύριο τους στόχο, που ήταν ο Βάσος Λυσσαρίδη, αλλά τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δώρο Λοΐζου. Ο Οργανωτικός Γραμματέας της ΕΔΕΝ δέχθηκε μεγάλο αριθμό σφαιρών στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία. Από το καταιγισμό ριπών, τρεις περαστικοί τραυματίστηκαν και ο ένας από αυτούς, ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, υπέκυψε αργότερα στα τραύματα του.

Ο Βάσος Λυσσαρίδης τραυματίστηκε από τα σπασμένα γυαλιά του αυτοκινήτου και είχε αιμορραγία  ενώ η Βαρβάρα Λοΐζου έπαθε νευρικό κλονισμό. Μόλις μαθεύτηκε η δολοφονία του Δώρου Λοΐζου υπήρχε ανησυχία για τυχόν αντίποινα από πλευράς των οπαδών της ΕΔΕΚ, καθώς όλοι γνώριζαν ότι η ΕΔΕΚ ήταν η μόνη οργανωμένη πολιτική δύναμη που αντιστάθηκε ένοπλα στο πραξικόπημα και πολλοί ΕΔΕΚίτες συνέχισαν να κατέχουν όπλα. Παρόλα αυτά οι φόβοι δεν επιβεβαιώθηκαν και σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε ο Βάσος Λυσσαρίδης. Ο αρχηγός της ΕΔΕΚ με δηλώσεις του έξω από το νοσοκομείο αλλά και έξω από την Ελληνική Πρεσβεία, όπου μεταφέρθηκε, κάλεσε το λαό και ιδιαίτερα του οπαδούς του σε αυτοσυγκράτηση. Το ίδιο έκανε και το κόμμα με ανακοίνωση του. 

Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία του Δώρου Λοΐζου και, όπως γράφει ο Τύπος της εποχής, κατά τη μεταφορά του νεκρού σώματος του Δώρου από το σπίτι του στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου θα γινόταν η νεκρώσιμη ακολουθία, «στα πεζοδρόμια πλήθη κόσμου χαιρετούσαν το μεγάλο νεκρό». Ο Βάσος Λυσσαρίδης στο επικήδειο λόγο που εκφώνησε, αφού αποχαιρέτισε το νεκρό αγωνιστή, ζήτησε την άμεση αποκατάσταση της δημοκρατίας, την επιστροφή του Μακαρίου και τον αφοπλισμό των ένοπλων μελών της ΕΟΚΑ Β’, χαρακτηρίζοντας τους δολοφόνους του Δώρου ως εγκληματικά όργανα της ΕΟΚΑ Β’.
Ποιος ήταν ο Δώρος Λοΐζου

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν πρώτα απ΄όλα ένα παιδί του λαού, ένας ανήσυχος νέος, ένας διανοούμενος μαζί και αγωνιστής, ένας εραστής της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ιστορίας, ένας συνειδητός σοσιαλιστής. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας ολοκληρωμένος ποιητής. Ένας «επικίνδυνος ποιητής» για όλα τα κατεστημένα, για όλους τους φορείς της αδικίας που έπρεπε, όπως έλεγαν προφητικά οι στίχοι του, «να πυροβοληθεί χωρίς προειδοποίηση». Ήταν ένας μεγάλος ανθρωπιστής «που μοίρασε σαν ψωμί την καρδιά του και δεν του ‘μεινε κανένα ψίχουλο». Ήταν ένας «φρουρός στις αυλάδες του κόσμου με την αγάπη για όπλο του και τους στίχους φυσέκια». Ήταν ένας στρατευμένος της πολιτικής και της ποίησης που αν τον ρωτούσες «ποιοι τάχατες αλλάζουν τον κόσμο, οι ποιητές ή τα κόμματα» δεν ντρεπόταν να σου απαγγείλει  δυο – τρεις στίχους.

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν ένας οραματιστής-ιδεολόγος που δεν αρκείτο όμως στις θεωρίες αλλά μετουσίωνε σε πράξη τους οραματισμούς του. Ακαταπόνητος πολέμιος της χούντας των Αθηνών με αξιόλογη δράση την Ελλάδα και την Αμερική. Διεθνιστής και ειρηνιστής γράφει στον Αμερικανό Πρόεδρο Νίξον ένα φλογερό γράμμα ενάντια στο σφαγιασμό του βιετναμέζικου λαού από την αμερικάνικη αεροπορία.
Αλλά αυτό που σφράγισε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν η μαχητική του αντίσταση στο πραξικόπημα της 15ης Ιούλη. Με τις πρώτες βολές στο Προεδρικό τρέχει στα γραφεία της ΕΔΕΚ και οργανώνει με άλλα στελέχη πυρήνες της αντίστασης. Από την Αρχιεπισκοπή στο Καϊμακλί, δίνει λυσσώδεις αλλά άνισες μάχες εναντίον των τανκς της προδοσίας. Διαφεύγει τη σύλληψη μέχρι τη μέρα της τουρκικής εισβολής και μετά πρωτοστατεί στην έκδοση και διάδοση της εφημερίδας του Κόμματος «ΤΑ ΝΕΑ», στις πρώτες λογοκριμένες και τολμηρές μεταπολεμικές επανεκδόσεις της.