Ως Πολιτεία, θέτουμε ψηλά στις προτεραιότητές μας τον πολιτισμό και την ιστορική μας μνήμη, δήλωσε την Κυριακή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, στον χαιρετισμό του στα εγκαίνια του ανακαινισμένου Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, στη Λευκωσία.
Εξέφρασε την πεποίθηση ότι όπως όλες οι υπόλοιπες δράσεις και πρωτοβουλίες του Ιδρύματος, η ανακαίνιση του Βυζαντινού Μουσείου «θα συμβάλει σημαντικά, όχι μόνο στην αναβάθμιση, αλλά και στην ενίσχυση της προσπάθειας διάσωσης και προβολής της χριστιανικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Ανακοίνωσε επίσης την απόφαση της Κυβέρνησης όπως στο πλαίσιο της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας του Συμβουλίου της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2026, αξιοποιηθεί το Μουσείο, όχι μόνο για επισκέψεις ξένων Υπουργών που θα έρχονται για τις υπουργικές συναντήσεις, αλλά και για την πραγματοποίηση ειδικών εκδηλώσεων, «ακριβώς, για να προβάλουμε και τον χριστιανικό, θρησκευτικό πολιτισμό μας και την ίδια στιγμή, να αναδείξουμε το εθνικό μας πρόβλημα ακόμη περισσότερο».
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε ότι το Βυζαντινό Μουσείο, «ως ένα από τα πιο σημαντικά κτήρια της περιοχής, μέσα στις αίθουσές του φυλάσσει με ασφάλεια και επιστημονική επιμέλεια, ό,τι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει ο χριστιανικός πολιτισμός της Κύπρου». «Θησαυροί 1500 χρόνων, εδώ και 40 και πλέον χρόνια προβάλλουν σε ντόπιους και ξένους, σε μαθητές και επιστήμονες, ερευνητές και επισκέπτες, τη μοναδική θρησκευτική και πολιτιστική μας κληρονομιά», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι Εκκλησία και Πολιτεία, διαχρονικά όλες οι Κυβερνήσεις, «υλοποιώντας το όραμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄, προχώρησαν μαζί στην Ίδρυση του Πολιτιστικού Κέντρου και μαζί συνεργάστηκαν για τη συντήρηση, ανακαίνιση και αναβάθμιση του Βυζαντινού Μουσείου». Το Ίδρυμα, σημείωσε, επιτελεί διαχρονικά «ένα αξιοθαύμαστο και μοναδικό στο είδος του πολιτιστικό και εθνικό έργο». «Και αναφέρω πολιτιστικό και εθνικό, διότι κάθε πολιτιστική δράση είναι ταυτόχρονα εθνική, διασώζει την ιστορική και εθνική ταυτότητα, προβάλλει και προωθεί την πολιτιστική αξία, την πολιτιστική μας κληρονομικά, εκπαιδεύει και καλλιεργεί τον πολίτη κάθε ηλικίας και συμβάλλει στην τόνωση της εθνικής και ιστορικής συνείδησης, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη τα 50 χρόνια κατοχής», είπε. Και εμείς, ως Πολιτεία, συνέχισε, «πράττουμε ό,τι χρειάζεται προς αυτή την κατεύθυνση, θέτοντας ψηλά στις προτεραιότητές μας τον πολιτισμό και την ιστορική μας μνήμη».
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε ακόμη ότι οι πρωτεργάτες του Ιδρύματος «ακολούθησαν με σεβασμό και πιστότητα τις προθέσεις και την παρακαταθήκη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου», σημειώνοντας ότι το Βυζαντινό Μουσείο, με τη συνεισφορά Εκκλησίας και Πολιτείας, «περισυλλέγει, διασώζει, συντηρεί, διεκδικεί και, το σπουδαιότερο, επαναπατρίζει χριστιανικούς θησαυρούς της πατρίδας μας».
Αναφέρθηκε «στα περίφημα ψηφιδωτά της Παναγίας της Κανακαριάς», που, πέραν από τη θρησκευτική και αρχαιολογική τους αξία, όπως είπε, «αποτελούν και σύμβολο του μεγάλου αγώνα που καταβάλλεται με τη συνεισφορά συμπατριωτών μας, για εντοπισμό και επαναφορά των κλεμμένων εκκλησιαστικών και άλλων κειμηλίων πίσω στην πατρίδα μας». «Ένας αγώνας όχι μόνο αποκλειστικά θρησκευτικός και πολιτιστικός, αλλά και αγώνας με εθνικές προεκτάσεις και εθνικής σημασίας. Ένας αγώνας για απελευθέρωση, επιστροφή και επανένωση της πατρίδας μας», είπε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης.
Ως «ξεχωριστή μέρα» για την Ιερά Αρχιεπισκοπή, χαρακτήρισε τη σημερινή ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος στον δικό του χαιρετισμό, καθώς το βυζαντινό μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ «δεν είναι πια απροσπέλαστο στο κοινό». «Ο χρόνος των ανακαινιστικών έργων παρήλθε και παραδίδεται σήμερα στην κοινή θέα και περιήγηση», δήλωσε.
Σημείωσε ότι το ίδρυμα απέκτησε αναβαθμισμένο χώρο φύλαξης και ανάδειξης των κειμηλίων του «και αξιόλογο άμβωνα αποστολής των μηνυμάτων».
Αν και για κάθε Εκκλησία είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός εκκλησιαστικού μουσείου, είπε ο Αρχιεπίσκοπος, αυτό «αποτελεί επιτακτική ανάγκη για εμάς, την Εκκλησία της Κύπρου». «Μίαν εκκλησία μικρή, ίσως σε εύρος γης και αριθμό ανθρώπων, αλλά μεγάλη σε διαστάσεις ιστορίας», είπε.
Ανάφερε ότι στο μουσείο υπάρχουν και προχριστιανικά εκθέματα, ενώ εκτίθενται και τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς, αλλά και οι τοιχογραφίες του Αγίου Ευφημιανού της Λύσης «που διαλαλούν την περιπέτεια τους στα χέρια αρχαιοκαπήλων και υπενθυμίζουν τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας», προσθέτοντας «αναμένουμε την ημέρα που θα επανατοποθετηθούν στον φυσικό τους χώρο σε μια ελεύθερη Κύπρο».
Έκανε ιδιαίτερη μνεία σε μια σημαντική, όπως είπε, εικόνα του μουσείου, του 16ου αιώνα. Είπε ότι πρόκειται για μια εικόνα ιταλο-βυζαντινής τέχνης στην οποία παρουσιάζεται η κοινωνία των Αποστόλων και προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας. «Όπως σημειώνει η κα Νάσα Παταπίου, η αξία της εικόνας έγκειται στην επιγραφή που φέρει για τον δωρητή και το οικόσημο που παραπέμπει στην οικογένεια Γονέμη, προπάτορες του Καποδίστρια» είπε ο Αρχιεπίσκοπος, προσθέτοντας ότι πιστοποιείται το γεγονός αυτό από την εκ Κύπρου καταγωγή της μητέρας του Καποδίστρια.
Σημείωσε ακόμη ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εκθεμάτων προέρχεται «από τους χρόνους της δουλείας», από τον 13ο αιώνα και μετά. Αναμφίβολα, σημείωσε, οι εικόνες, τα ψηφιδωτά, τα ξυλόγλυπτα, τα παλαίτυπα, τα άμφια, «όλα τα ιερά κειμήλια που με υπερηφάνεια προβάλλουμε σήμερα αποτελούν στοιχεία πολιτισμού. Είναι μάρτυρες των αγώνων αλλά και των αγωνιών του λαού μας».
Αυτά τα εκθέματα μας δείχνουν ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να προοδεύει στην πίστη, να παράγει πολιτισμό ακόμα και κάτω από τις πιο δυσχερείς συνθήκες, αντικρίζοντας το αύριο με την ελπίδα ότι θα είναι καλύτερα από το δύσκολο παρόν, πρόσθεσε.
«Αυτό το μήνυμα χρειάζεται να πάρουμε κι εμείς στις δύσκολες μέρες που περνούμε» είπε, μεταξύ άλλων.
Ευχαρίστησε, εκτός από την Κυβέρνηση, τον πρέσβη της Ελβετίας, «για τη γενναιόδωρη εκ μέρους της κυβέρνησής του» προσφορά των €200.000 καθώς και την Τασούλα Χατζητοφή «για τις πολύχρονες προσπάθειές της για να εντοπισμό διεκδίκηση και επανάκτηση πολλών θησαυρών μας».
Κλείνοντας, ο Αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την ευχή το μουσείο «να γίνει αποτελεσματικός κήρυκας της ταυτότητας και των δικαίων του λαού μας σε όλους τους ξένους επισκέπτες του και υπόμνηση χρέους σε όλους εμάς».
Ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, Χρίστος Κουκλιώτης, σημείωσε στον χαιρετισμό του ότι η σημερινή ημέρα «είναι για εμάς ημέρα χαράς και υπερηφάνειας, γιατί μετά από πολλούς κόπους και προσπάθειες, παραδίδουμε στην κοινωνία του τόπου μας ένα πλήρως ανακαινισμένο και εμπλουτισμένο μουσείο, το οποίο μπορεί να σταθεί με αξιώσεις έναντι άλλων μουσείων στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο».
«Θέλουμε να πιστεύουμε ότι δημιουργήσαμε έναν χώρο μέσα από τον οποίο ο επισκέπτης θα μπορεί να αντλήσει νοήματα, ιδέες και αντιλήψεις του παρελθόντος, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται το παρόν και μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα ως άνθρωποι και ως κοινωνία τη θέση μας και την πορεία μας στον κόσμο», είπε. Σημείωσε ότι κάθε εικόνα, κάθε έκθεμα «κουβαλά το δικό του αφήγημα και έχει το δικό του βάρος νοημάτων, αντιλήψεων και ιδεών για τον Θεό, τον άνθρωπο, τη ζωή, τον θάνατο, τον άντρα, τη γυναίκα, το παιδί και γενικά κάθε έκφραση της ανθρώπινης ζωής».
Σημείωσε ότι η ανακαίνιση του μουσείου θα ήταν αδύνατη χωρίς τη στήριξη του Κράτους και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, γιατί το κόστος της ανακαίνισης καλύφθηκε και από το κράτος και από την Εκκλησία και εξέφρασε ευχαριστίες σε όλους όσοι συνέβαλαν για να υπάρξει αυτό το αποτέλεσμα.
Ακολούθησε η τέλεση των εγκαινίων του ανακαινισμένου μουσείου από τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη και τον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο, και ξενάγηση στον χώρο από τον Διευθυντή του μουσείου, Δρ Ιωάννη Ηλιάδη.
Στην τελετή ήταν παρόντες Υπουργοί, η Πρόεδρος της Βουλής, Βουλευτές, ο Δήμαρχος Λευκωσίας, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης Λευκωσίας, πρέσβεις ξένων χωρών, μεταξύ άλλων, και πλήθος κόσμου.
Το ανακαινισμένο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ θα ανοίξει για το κοινό στις 18 Μαρτίου και θα λειτουργεί από Τρίτη έως Σάββατο, 9:30-17:00.