Ο Κώστας Σημίτης, γεννημένος στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 1936, υπήρξε τακτικός καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τον Οκτώβριο του 1996 τιμήθηκε με την αναγόρευσή του ως Επίτιμος Διδάκτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

 

Η Κύπρος υπήρξε σημαντική για τη διαδρομή του. Ιδιαίτερη στιγμή αποτέλεσε η επίσκεψή του τον Απρίλιο του 2003, αμέσως μετά την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (16 Απριλίου). Τη στιγμή αυτή ο Σημίτης χαρακτήρισε ως κορυφαία στην εθνική στρατηγική της Ελλάδας.

Στο βιβλίο του «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα», περιγράφει την επίσκεψή του στη Λευκωσία ως στιγμή μεγάλης συγκίνησης, αναφερόμενος στον ενθουσιασμό με τον οποίο τον υποδέχθηκε ο κυπριακός λαός. Σημείωσε ότι για πρώτη φορά μετά το 1974, επιτεύχθηκε ειρηνικά μια αλλαγή στο στάτους κβο στην Κύπρο, με την Τουρκία να απειλεί αλλά να μην μπορεί να εμποδίσει την εξέλιξη αυτή.

Δείτε επίσης: Πέθανε ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης

Μεταξύ άλλων στο βιβλίο του αναφέρθηκε και στον πρόεδρο Κληρίδη. «Η συνεργασία μου με τον πρόεδρο Κληρίδη ήταν ιδιαίτε­ρα καλή και φιλική. Συμπίπταμε στον τρόπο ανάλυσης, επι­δίωξης των στόχων και στην κατανομή των ρόλων Λευκωσίας και Αθήνας. Συμφωνούσαμε στο ότι θα έπρεπε να χειριζόμα­στε τα θέματα με τέτοιο τρόπο ώστε η ευθύνη των αδιεξόδων και της μη προόδου να παραμένει στον κ. Ντενκτάς και στην Άγκυρα. Συμφωνούσαμε επίσης και στο ότι η Κύπρος δεν πρέ­πει να δείχνει αδιαφορία στα ευρωπαϊκά θέματα και οι εκ­πρόσωποί της να μην περιορίζονται μόνο να εκφωνούν πύρι­νους λόγους κατά του κ. Ντενκτάς. Οι προσπάθειές μας γνώ­ρισαν επιτυχία παρά τις γκρίνιες που συνόδευαν τον πρόεδρο Κληρίδη στον περίγυρό του. Καθοριστική άλλωστε ήταν και η συμβολή του προέδρου κ. Βασιλείου, ο οποίος ήταν επικε­φαλής των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Στο βιβλίο του «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα», ο Κώστας Σημίτης έγραψε ότι η ενασχόλησή του με το Κυπριακό ξεκίνησε υπό δυσμενείς συνθήκες, παρόμοια με αυτές που χαρακτήριζαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το γεγονός αυτό αντανακλά τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων σε αυτά τα κρίσιμα εθνικά θέματα.

 «Στις 11 και 14 Αυγούστου 1996 οι Τούρκοι δολοφόνησαν δύο Κυπρί­ους, που διαμαρτύρονταν για την τουρκική κατοχή. Η ενέρ­γεια αυτή ήταν αδικαιολόγητη και προκλητική, και δήλωνε πως κάποια κέντρα επιδίωκαν την παραπέρα όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αποφάσισα λοιπόν να μεταβώ αμέ­σως στην Κύπρο για να εκφράσω με την παρουσία μου τη συ­μπαράσταση της Ελλάδας στον κυπριακό λαό. Όταν ο κυ­βερνητικός εκπρόσωπος κ. Ρέππας ενημέρωσε τους δημοσιο­γράφους για το επικείμενο ταξίδι μου, πολλοί εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για τη σκοπιμότητα αυτής της κίνησης. Υπήρ­ξε φόβος ότι θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη όξυνση και σε νέες αντιδράσεις εκ μέρους της τουρκικής πλευράς. Το ταξίδι τε­λικά πραγματοποιήθηκε στις 16 Αυγούστου. Πήγα στο Παραλίμνι όπου επισκέφθηκα την οικογένεια του δολοφονηθέντος Σολωμού Σολωμού. Η αίσθηση που αποκόμισα ήταν πως το Κυπριακό είχε περιέλθει σε τέλμα και η Κύπρος βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Έπρεπε γι’ αυτό να ακολουθήσω νέους δρόμους».

Η αναφορά του στο βιβλίο για το σχέδιο Αναν 

Με καμιά έννοια δεν θεωρούσα το σχέδιο Ανάν ως την ιδα­νική λύση. Το σχέδιο λάβαινε όμως υπόψη του μια σειρά πραγ­ματικότητες που είχε επιβάλει η ιστορία. Πρότεινε μια λύση βαθμιαίας επανασύνδεσης δύο λαών που είχαν ζήσει πολλά χρόνια με εχθρικές σχέσεις και έπρεπε πια να ξεπεράσουν την αντιπαλότητά τους. Αποτελούσε, τέλος, τη συνιστώσα των εξελίξεων στις κυπριακές διαπραγματεύσεις που είχε αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά. Δημιουργούσε πράγ­ματι μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και απέρριπτε την τουρκική επιδίωξη της συνομοσπονδίας, δηλαδή τη δημιουρ­γία δύο χωριστών κρατών με διεθνή προσωπικότητα και χα­λαρή σύνδεση μεταξύ τους, που οποτεδήποτε μπορούσε να τερματιστεί. Εκτιμούσα ότι αποτελούσε έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό, αρκεί η δημιουργούμενη κρατική δομή να εξα­σφάλιζε τη γρήγορη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων και να απέφευγε την εμπλοκή των δύο κοινοτήτων σε μια ατέρμονη διελκυστίνδα. Οι διαφορές των δύο κοινοτήτων θα εξομα­λύνονταν, αν υπήρχε εμπιστοσύνη στο μέλλον του νησιού και αν η κυπριακή οικονομία συνέχιζε να αναπτύσσεται με υψη­λούς ρυθμούς. Γι’ αυτό και επέμενα να επισημανθούν τυχόν δυσλειτουργίες του σχεδίου, ιδίως ως προς τη μελλοντική δια­χείριση της οικονομίας, ώστε να αντιμετωπιστούν και να βελ­τιωθεί το σχέδιο Ανάν III (Χάγη).

Τέσσερα σημεία επισήμανε η ελληνική πλευρά ως ανα­γκαία:

α. Να υπάρξει συνολική καταγραφή, τεκμηρίωση και απο­τίμηση των απαιτούμενων βελτιώσεων του σχεδίου Ανάν. Η ομάδα εργασίας που είχε συστήσει η ελληνική κυβέρ­νηση είχε, στο μέτρο του δυνατού, προχωρήσει αυτή την εργασία. Ιδίως όμως η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει τις σχετικές ιεραρχήσεις και να λάβει τις σχετι­κές αποφάσεις.

β. Να γίνει έγκαιρα γνωστή η άποψη της κυπριακής κυ­βέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον ΟΗΕ και στις άλ­λες χώρες που επηρέαζαν τις εξελίξεις (ΗΠΑ, Μ. Βρετα­νία κλπ.), ώστε να προετοιμαστούν και να στηρίξουν τις θέσεις μας.

γ. Να αρχίσει η ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κυπριακή Δη­μοκρατία, που ήταν πια μέλος της Ε.Ε. Να επισημανθεί έγκαιρα και με συγκεκριμένο τρόπο τι απαιτείται για να είναι η λύση περισσότερο λειτουργική.

δ. Να εξασφαλιστεί η ενεργός συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Η πα­ρουσία της στις διαπραγματεύσεις θα ενίσχυε τη λει­τουργικότητα της λύσης και τον περιορισμό των απο­κλίσεων από το κοινοτικό κεκτημένο.

Διαβάστε περισσότερα εδώ