Συνταγματικό έκρινε την Τετάρτη το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο τον Νόμο που αφορά στο Πόθεν Έσχες κρατικών αξιωματούχων, μετά από αναφορά του Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αντώνης Λιάτσος, διαβάζοντας την απόφαση, και σημειώνοντας ότι ήταν ομόφωνη, είπε ότι, παρά το ύψιστο του αξιώματος του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση ότι δεν υπάγονται στη δικαστική εξουσία και δεν καταστρατηγεί τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, απεναντίας, θεσμοθετείται ένα πρόσθετο εχέγγυο προς την περαιτέρω διασφάλιση της ακεραιότητας του θεσμού.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι προάγεται η διαφάνεια και λογοδοσία και η ενίσχυση της αναγκαίας εμπιστοσύνης προς το θεσμό από το κοινό.
Έκρινε επίσης ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων στον υπό Αναφορά Νόμο ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων της και ως εκ τούτου, δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής παρέμβασης στο έργο της.
Με την Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε επιζητηθεί η γνωμάτευση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων και Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και Έλεγχος Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων και Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμος του 2024» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 61, 112, 113, 114, 153.12, 179 του Συντάγματος, με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και ιδίως, την Αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, την Ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τις ευρείες εξουσίες του με τις οποίες περιβάλλεται ο θεσμός εν γένει, όπως πηγάζουν από τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος και έχουν παγίως νομολογηθεί.
Μεγάλη αναφορά έγινε και στους όρους υπηρεσίας των Δικαστών.
Όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην απόφαση, το σύνολο των τοποθετήσεων της πλευράς του Αιτητή συναρτάται με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 112.4 του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα με την ερμηνεία της φράσης, σε αναφορά με τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, «… υπηρετούσιν υφ΄ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου ….». «Προσέγγιση που καλύπτει όλο το εύρος της ενώπιόν μας αίτησης, συμπεριλαμβανομένης της επίκλησης παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος», σημείωσε το Δικαστήριο.
Σημειώνεται στην απόφαση, ότι από πλευράς Βουλής, η βασική προσέγγιση ήταν γύρω από τη θέση ότι ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα δεν υπάγονται στη Δικαστική Εξουσία ή στη Δικαστική Υπηρεσία ή στο Δικαστικό Σώμα και ότι ούτε και συνιστούν μια εκ των πολιτειακών και συνταγματικών εξουσιών. «Είναι μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, ανεξάρτητης και μη υπαγόμενης, ως διαλαμβάνει το Άρθρο 112.2 του Συντάγματος, «εις οιονδήποτε υπουργείον». Συνεπώς, δεν εξισώνονται ούτε και εξομοιώνονται με τη δικαστική εξουσία, αλλά ούτε και οι ιδιότητες τους και αρμοδιότητές τους δεν συνάδουν με αυτές των δικαστικών λειτουργών. Επιπρόσθετα, ο υπό Αναφορά Νόμος σαφώς δεν αφορά τους όρους υπηρεσίας των εν λόγω αξιωματούχων καθότι το πόθεν έσχες ουδεμία σχέση έχει με τους όρους υπηρεσίας», αναφέρεται.
Στην απόφαση σημειώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση ο υπό Αναφορά Νόμος «δεν αλλοιώνει κανένα από τους όρους αυτούς καθ΄εαυτούς της υπηρεσίας των Δικαστών», ούτε πλήττει οποιεσδήποτε από τις αρχές που εγγενώς ανήκουν στο λειτούργημα του Δικαστή, όπως αυτή της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της ισοβιότητας.
«Συνάγεται από το σύνολο των πιο πάνω, ότι η συνταγματική αναφορά σε όρους υπηρεσίας εξαντλείται στους συνήθεις όρους, παρεπόμενους της εργασίας και σχετικούς με τη διασφάλιση των υπηρεσιακών δικαιωμάτων του Δικαστή. Υπό αυτή την έννοια αντικρίζεται και από την παράγραφο 12 του Άρθρου 153 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία “Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι΄ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.”», αναφέρεται.
Η πρόνοια προς υποβολή περιουσιακών στοιχείων και οι λοιπές υποχρεώσεις που επιβάλλει ο υπό Αναφορά Νόμος, σε σχέση με τον Γενικό και Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, σημειώνει το Δικαστήριο, «δεν συνιστούν και δεν εμπίπτουν στο νοηματικό εύρος των «όρων υπηρεσίας», και δεν μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν όρον υπηρεσίας. Ούτε βεβαίως και πλήττουν την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα ή επιδρούν στις εκ του Συντάγματος καθοριζόμενες εξουσίες του».
Αντιθέτως, προσθέτει, «προάγεται η διαφάνεια και η λογοδοσία και θεσμοθετείται ένα πρόσθετο εχέγγυο προς την περαιτέρω διασφάλιση της ακεραιότητας του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και της ενίσχυσης της, αναγκαίας, εμπιστοσύνης του κοινού προς τον κεφαλαιώδη αυτό πολιτειακό θεσμό».
Αναφερόμενο σε γνωματεύσεις του Δικαστηρίου σε άλλες Αναφορές από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σημειώνει ότι επαναλαμβάνεται, ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, ότι αναγνωρίζεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Παραθέτοντας νομολογία, το Δικαστήριο σημειώνει ότι «η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «….. το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος».
«Εντός των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της ενήργησε η Βουλή των Αντιπροσώπων στον υπό Αναφορά Νόμο και ως εκ τούτου, δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής παρέμβασης στο έργο της», αναφέρεται στην απόφαση.
Το Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος «δεν είναι αντίθετος ούτε και ασύμφωνος» προς τις πρόνοιες των Άρθρων 15, 61, 112, 113, 114 και 153.12 και, κατά προέκταση, του Άρθρου 179 του Συντάγματος. Ούτε και καταστρατηγεί τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, καταλήγει.
Υπενθυμίζεται ότι με τον εν λόγω νόμο, η Βουλή εισήγαγε ρυθμίσεις για υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων από υπόχρεους αξιωματούχους ή δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα, στα οποία προστέθηκαν αυτά του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο Κωνσταντίνος Κληρίδης, εκ της νομική ομάδας που εκπροσωπούσε τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είπε ότι ήταν «μια δύσκολη υπόθεση, υπήρχαν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε και συμφώνησε ουσιαστικά με τη θέση μας».
Σε ερώτηση σχετικά με τη θέση της νομικής ομάδας σχετικά με το θέμα των δικαστών και του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα, ο κ. Κληρίδης είπε ότι είναι ξεκάθαρο με το λεκτικό της απόφασης, «νομίζω συμφωνούμε όλοι ότι ήταν σωστό».
Ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι το Δικαστήριο έκρινε ουσιαστικά ότι στην περίπτωση του Πόθεν Έσχες δεν υπήρχε καμία παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών και ότι η Βουλή ενήργησε εντός των πλαισίων των εξουσιών της.
Διαβάστε επίσης: Νεκτάριος:«Η εκκλησία μας άφησε ορφανούς- Αν ένας Πακιστανός έκανε εγκλήματα…»