Αποδεκτό έγινε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για παύση του Γενικού Ελεγκτή, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Στην απόφασή του Συμβουλίου που είναι ομόφωνη και αποτελείται από 209 σελίδες, τονίζεται ότι η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή, δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε αυτό που έπρεπε. Χαρακτηρίζει την συμπεριφορά του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, απαράδεκτη και επικίνδυνη για το κράτος δικαίου.
Τα κύρια σημεία
Ανάμεσα στα θέματα που εξέτασε το Συμβούλιο ήταν οι αναφορές του Οδυσσέα Μιχαηλίδη εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με το θέμα των πολιτογραφήσεων. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «προέκυψε με σαφήνεια ότι η θέση του Γενικού Ελεγκτή περί παρεμπόδισης του έργου του δεν είχε έρεισμα. Αντιθέτως, παρέμεινε χωρίς αντίκρουση το ιστορικό που καλύπτει την υπό εξέταση ενότητα και η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι όχι μόνο οι πέντε φάκελοι αλλά το σύνολό τους ήταν στη διάθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας μετά την έκδοση του πορίσματος της Επιτροπής Νικολάτου. Προς τούτο κλήθηκε από λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας, σε τρεις περιπτώσεις, λόγω κατ΄ εξακολούθηση, μη προηγούμενης ανταπόκρισης, η Ελεγκτική Υπηρεσία όπως παραλάβει το υπό αναφορά υλικό.
Υπό τις συνθήκες αυτές και με δεδομένο το αδιαμφισβήτητο ιστορικό, παρέμειναν μετέωρες οι καταγγελίες που εκτόξευσε ο Γενικός Ελεγκτής, τόσο εις βάρος του Γενικού Εισαγγελέα - αμφισβητώντας ακόμη και γνωματεύσεις του, στις οποίες αρμοδίως επισήμαινε τους κινδύνους που ελλόχευαν από τυχόν παράλληλη έρευνα, ως προς το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής που βρισκόταν σε εξέλιξη - όσο και εις βάρος της Εκτελεστικής Εξουσίας γενικότερα, κατηγορώντας για παρακώλυση του έργου του και εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και σύσταση Ερευνητικής Επιτροπής με στόχευση την αποφυγή του δικού του ελέγχου «… τον οποίο ήθελαν πάσι θυσία να αποφύγουν». Καταγγελίες που έλαβαν τη μορφή επιστολών, δηλώσεων στα μέσα ενημέρωσης και στα κοινωνικά δίκτυα».
Σημειώνεται ότι «όλα τα πιο πάνω κατ΄ επίκληση ενός πρόδηλα αβάσιμου ισχυρισμού περί παρεμπόδισης ελέγχου από την Υπηρεσία του και μιας αδικαιολόγητης εμμονής για δημοσίευση ενδιάμεσης έκθεσης, αδιαφορώντας για τυχόν επιπτώσεις στο έργο της Ερευνητικής Επιτροπής, όπως ο καθ΄ ύλην αρμόδιος Γενικός Εισαγγελέας γνωμάτευε και τον πληροφορούσε. Επιπρόσθετα, παρά το ότι δεν καταδείχθηκε κανένας κίνδυνος ως προς το ανεξάρτητο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ή γενικότερα από την όποια καθυστέρηση παροχής των φακέλων στην Ελεγκτική Υπηρεσία και δημοσιοποίηση, σε κατοπινό στάδιο, της δικής της έκθεσης».
Σε σχέση με τη μεταβίβαση καταγγελιών στην Αρχή Κατά της Διαφθοράς, το Συμβούλιο συμπεραίνει ότι «ο Γενικός Ελεγκτής ελέγχεται για τον τρόπο αντίδρασης και τις δηλώσεις στις οποίες προέβηκε, μέσω των οποίων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όντως παραβίασε, κατά τρόπο βάναυσο, όπως με λεπτομέρεια επεξηγούμε στο αμέσως επόμενο στάδιο της απόφασής μας, το τεκμήριο αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Ιδίως, σε ό,τι αφορά το στάδιο μετά την έκδοση αθωωτικού Πορίσματος από την Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Η προσπάθειά του να εντάξει την όλη συμπεριφορά του στα ορθά πλαίσια, επικαλούμενος ζήτημα πληροφόρησης του κοινού αλλά και, εντός των ορίων, αντίδρασή του σε ανεπίτρεπτες, ως κατέθεσε, απειλές των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, παραβλέπει και αντιμάχεται το ίδιο το περιεχόμενο των υπό κρίση δηλώσεών του, που καμία αντιστοιχία ή σχέση δεν έχουν με τις όποιες απειλές του Γενικού Εισαγγελέα για τιμωρία του. Αντιθέτως, αφορούσαν, ευθέως, στην ουσία των καταγγελιών που διαβίβασε, την κρίση του περί ενοχής του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και, εντέλει, έθεταν υπό αμφισβήτηση το ίδιο το Πόρισμα του εκ του Νόμου αρμοδίου οργάνου, της Αρχής κατά της Διαφθοράς».
Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι ο Γενικός Ελεγκτής, ενεργώντας σαν φορέας και εκφραστής της απόλυτης αλήθειας, χωρίς κανένα σεβασμό στα συνταγματικά και νόμιμα δικαιώματα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αλλά ούτε και της θεσμικής αρμοδιότητας της Αρχής κατά της Διαφθοράς, δεν περιορίστηκε, ως όφειλε, στο ρόλο του διαβιβαστή της καταγγελίας. Παραβιάζοντας, σε όλα τα στάδια, τα εκ του νόμου δικαιώματα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, επεφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο του τελικού κριτή, επιμένοντας, φορτικά και με κατ΄ επανάληψη δηλώσεις και ανακοινώσεις, στη θέση για «ξεκάθαρη» σύγκρουση συμφέροντος, εμμένοντας στο «… ενδεχόμενο κατάχρησης εξουσίας που απλώς δεν ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί» λόγω «… μη ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας» και αμφισβητώντας, ευθέως, το, συνταγματικά, ανέλεγκτο αναστολής ποινικής δίωξης, με αποκορύφωμα την ανακοίνωση της Υπηρεσίας του «… πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι της πένας του δικαστή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική δίωξη των άλλων πέντε, ενεργώντας αντίθετα από τη βούληση του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση. Προς τούτο - και σε κάθε περίπτωση - αποδίδοντας στο Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα υστερόβουλα και ύποπτα κίνητρα.
Τελικά, παρακάμπτοντας το Πόρισμα, απαξιώνοντας το έργο και τη δικαιοδοσία της Αρχής κατά της Διαφθοράς και παραβιάζοντας κάθε όριο νομικού πολιτισμού, με δημόσια δήλωσή του (συνέντευξη στο ΡΙΚ, ημερομηνίας 21.3.2024) έθεσε όλα τα σημαντικά, κατά τη γνώμη του, στοιχεία στην κρίση του λαού, με το δικαιολογητικό «Είναι σωστό οι πολίτες να γνωρίζουν τα πραγματικά γεγονότα. Αυτοί θα αξιολογήσουν», παραπέμποντας, ανεπίτρεπτα, σε σύσταση και λειτουργία λαϊκών δικαστηρίων.
Πρόκειται, στο σύνολό τους, για αμετροεπείς δηλώσεις και συμπεριφορά, η οποία δείχνει παντελή έλλειψη αυτοσυγκράτησης και αντικειμενικής κρίσης. Φανερώνουν εμπάθεια και απουσία στοιχειώδους σεβασμού ως προς τις νόμιμες διαδικασίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου».
Σε σχέση με την «Ομάδα Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή» στο facebook, το Συμβούλιο αναφέρει ότι ο ίδιος αρκέστηκε στο να πει ότι ουδεμία σχέση έχει με την υπηρεσία και τον ίδιο. Αναφέρεται ωστόσο πως η ουσία είναι ότι η σελίδα έχει το όνομα και τη φωτογραφία του και επέτρεπε αναρτήσεις με αισχρό περιεχόμενο. Αυτολεξεί τονίζεται ότι «στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα ήταν αναρτημένη η φωτογραφία και το όνομα του Γενικού Ελεγκτή και ότι σε αυτήν εντοπίζονται αναρτήσεις, στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί, με ανεπίτρεπτο περιεχόμενο, υβριστικά, αισχρά και απειλητικά μηνύματα. Πολλά από αυτά αφορούσαν στο πρόσωπο των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας.
Υπενθυμίζουμε: «ένα τοππούζι που θέλετε ούλλοι σας αλήτες», «σφαίρα πας την κκελέ να κατεβεί ο νους του κόπρου», «κρέμμασμα στην πλατεία Ελευθερίας. Αυτό τους αξίζει όλους», «κρέμασμα σε δημόσιο χώρο …», «και ξαφνικά μια μέρα θολώνεις και παίρνεις το νόμο στα χέρια σου. Γίνεσαι φονιάς και καταλήγεις στη φυλακή. Γιατί το παράλυτο κράτος δεν έκανε το αυτονόητο», «απατεώνες», «ρουφιάνοι», «λαμόγια», «κοπρόσκυλα», «κλέφτες», «προδότες». Υπό το πρίσμα των υπό συζήτηση δεδομένων, δεν συμφωνούμε με τη γραμμή που προωθήθηκε από την πλευρά του Καθ΄ ου η αίτηση. Οι λεκτικοί ακροβατισμοί - όπως για παράδειγμα σε ανάρτησή του, τεκμήριο 127, αναφέρεται, προκειμένου να τεκμηριώσει ότι διαχωρίζει τη θέση του, «Το όνομα της σελίδας είναι «Ομάδα Στήριξης» που εμφανώς υποδηλοί ότι ΣΤΗΡΙΖΕΙ αλλά ΔΕΝ εκπροσωπεί» - δεν συνιστούν το ορθό μέτρο συμπεριφοράς».
Τέλος, για το θέμα των συντάξεων το Συμβούλιο αναφέρει ότι «ο Γενικός Ελεγκτής επιχείρησε με εκτεταμένη ανάλυση του ιστορικού, αλλά και με λεπτομερή αναφορά στη νομική διάσταση και στα όσα η νομολογία καθόρισε σε σχέση με ζητήματα αντισυνταγματικότητας, να δικαιολογήσει τις ενέργειές του, ήτοι, την αξίωσή του προς το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας να τερματίσει αμέσως την καταβολή συντάξεων σε αριθμό προσώπων και το περιεχόμενο της ανακοίνωσής του ημερομηνίας 2.2.2024. Στην ανακοίνωση χρησιμοποιείται επίσης ως παράδειγμα η περίπτωση του ίδιου του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε ότι οι προσεγγίσεις και επεξηγήσεις του Γενικού Ελεγκτή στερούνται πειστικότητας. Το περιεχόμενο της ανακοίνωσης και η στοχευμένη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων εκφράσεων και λέξεων ως ανωτέρω, δεν συνιστά «απλώς διαφορετική άποψη» και δεν μπορούν να τύχουν διαφορετικής ερμηνείας, παρά μόνο αυτής που το ίδιο το νόημα των υπό αναφορά φράσεων υποδηλοί».
Προσθέτει ότι «ξεκάθαρα, αποδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα εσκεμμένη παροχή συμβουλών προς παραβίαση του νόμου και δίδεται, η φοβερή για την πολιτειακή λειτουργία, προέκταση, ότι το κράτος δικαίου απειλείται και μάλιστα από τον ένα από τους κατ΄ εξοχήν προασπιστές του, τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα και δη κατά την ενάσκηση των συνταγματικών του καθηκόντων και εξουσιών. Πέραν των πιο πάνω, εντοπίζεται στοχοποίηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, γεγονός που φανερώνει, όπως θα εκθέσουμε και στη συνέχεια, εμπάθεια και έλλειψη αντικειμενικότητας. Χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο - και ενώ υπήρχαν, αδιαμφισβήτητα, κραυγαλέα παραδείγματα συνταξιούχων οι οποίοι είχαν άμεσο συμφέρον καταβολής συντάξεων σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, αφού ήδη λάμβαναν διπλή σύνταξη - ο Γενικός Ελεγκτής παραθέτει το αδόκιμο παράδειγμα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ενός προσώπου που, εάν δικαιούται, ζήτημα που τελεί υπό αμφισβήτηση, θα είναι δικαιούχος της υπό συζήτηση σύνταξης μετά από δέκα χρόνια και αυτό αν εξακολουθεί να κατέχει τη θέση του».
Συμπληρώνει ότι «η παράθεση του παραδείγματος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι μόνο άτοπη, ως ανωτέρω, αλλά συνιστά ευθεία προσβολή προς το πρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, καθότι, εντέχνως, μεταφέρεται το μήνυμα ευνοιοκρατικής παροχής νομικής συμβουλής εκ μέρους του, συμβουλή από την οποία θα επωφελείται - στοιχείο που τελεί, επαναλαμβάνουμε, υπό αμφισβήτηση, σε κάποιο μακρινό μέλλον, ο Βοηθός του».
Η κατάληξη
Στα συμπεράσματά του το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «με ιδιαίτερη περίσκεψη και ανάλογη φειδώ, οφείλει να εξετάσει τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης, προκειμένου να κρίνει εάν βρίσκεται ενώπιον συμπεριφοράς όχι μόνο κατώτερης των περιστάσεων της θέσης που υπηρετεί ο Γενικός Ελεγκτής, αλλά, όπως καθορίστηκε στην πιο πάνω απόφαση: «… ως συμπεριφορά τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο γι' αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί.»
Η πλευρά του Καθ΄ ου η αίτηση (σ.σ Οδυσσέας Μιχαηλίδης) υπέβαλε πως θα έπρεπε να είχε προσκομιστεί μαρτυρία κατά πόσο «στα μάτια τρίτων» ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ακατάλληλος να ασκεί τα καθήκοντα του Γενικού Ελεγκτή. Ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «οι τρίτοι, οι πολίτες, η κοινωνία» θα κρίνουν «… κατά πόσο τον θεωρούν το συγκεκριμένο αξιωματούχο κατάλληλο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης.». Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις δημοσκοπήσεις που παρουσίασε, οι οποίες, ως ανέφερε χαρακτηριστικά, «… αποτυπώνουν τη γνώμη των πολιτών της κοινωνίας και των τρίτων προσώπων σε σχέση με την αξιοπιστία και ευυποληψία που χαίρει αυτός ο Θεσμός τον οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση υπηρετεί».
Τονίζει ότι «κατά προέκταση, η δημοφιλία δεν αποτελεί κριτήριο και μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου. Ούτε και επαφίεται στους πολίτες, υποκειμενικά, χωρίς γνώση του αποδεικτικού υλικού και συνυπολογισμό όλων των παραγόντων που επιδρούν, να αποφανθούν κατά πόσον συγκεκριμένος αξιωματούχος είναι ακατάλληλος, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματός του, υποκαθιστώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο το Συμβούλιο. Το εκ του Συντάγματος αποκλειστικά αρμόδιο όργανο να αξιολογήσει, αντικειμενικά και βάσει όλων των σχετικών κριτηρίων, την συμπεριφορά του υπό αναφορά αξιωματούχου. Άλλωστε, δεδομένη είναι, ούτως ή άλλως, η διαπίστωσή μας περί συστηματικής παραπληροφόρησης του κοινού. Η υπό συζήτηση εισήγηση της πλευράς του Καθ΄ ου η αίτηση ενέχει όμως και ευρύτερες διαστάσεις. Καλείται, ουσιαστικά, το Συμβούλιο, αποποιούμενο τη συνταγματική του ευθύνη, να μην εκτελέσει το χρέος του και αντί τούτου να ακολουθήσει την όποια απόφαση της λαϊκής θέλησης».
Τα συμπεράσματα
Συμπερασματικά αναφέρεται στην απόφαση ότι «η καταφρόνηση πολιτειακών Θεσμών συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είναι κορυφαίοι Θεσμοί του πολιτειακού μας στερεώματος, με κεντρικό ρόλο στην προάσπιση της νομιμότητας και στη διαφύλαξη του κράτους δικαίου. Οι αρμοδιότητες που το Σύνταγμα αποδίδει στον Θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα είναι απολύτως αναγκαίο να τυγχάνουν σεβασμού, ιδιαιτέρως από άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Αυτό απαιτεί το δημόσιο συμφέρον. Επιβεβλημένο είναι να τονίσουμε ότι κάθε μας αναφορά στον Γενικό Εισαγγελέα και στον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα ουδόλως αφορά στα πρόσωπα που έτυχε τώρα να κατέχουν τα αξιώματα.
Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Οι θεσμοί όμως, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές. Με την όλη συμπεριφορά του ο Καθ΄ ου η αίτηση επέδειξε, κατ΄ επανάληψη, περιφρόνηση ως προς την αντίκριση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Προκλητικά αγνοούσε τις γνωματεύσεις του, γνωματεύοντας μάλιστα ο ίδιος - όπως στις περιπτώσεις των πολλαπλών συντάξεων και του Τμήματος Κτηματολογίου - κατά παρέκκλιση της αρμοδιότητάς του. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου ο εκ του Συντάγματος αρμόδιος για ποινικές διώξεις του υπεδείκνυε τους εν δυνάμει κινδύνους από παρεμβάσεις του σε διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη, αντιδρούσε με απρέπεια, αδυνατώντας να αντιληφθεί τις επικίνδυνες προεκτάσεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς ως προς τα δικαιώματα τρίτων προσώπων ή τυχόν επιπτώσεις σε διαδικασίες που εκκρεμούσαν. ΄
Ετι χειρότερον, αβάσιμα, απέδιδε ύποπτα κίνητρα στον Γενικό Εισαγγελέα και δημόσια τον κατηγορούσε για «εκ των προτέρων και εκ των υστέρων κάλυψη» άλλων, για παράνομη συμπεριφορά και τον χαρακτήριζε κίνδυνο για το κράτος δικαίου. Παραβλέποντας και αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργούσε στα πλαίσια των εξουσιών του, τις οποίες και όφειλε να σέβεται. Ενώ, λεκτικά και μόνο, αναγνώριζε και ενώ είχε πλήρη αντίληψη του θεσμικού κύρους των γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας, μετά το διορισμό στη θέση του νυν Γενικού Εισαγγελέα, τις απαξίωνε, προσωποποιώντας, απαράδεκτα, τον Θεσμό και στοχοποιώντας τον Γενικό Εισαγγελέα.
Όπως, χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αποσιώπηση στις δημόσιες δηλώσεις και ανακοινώσεις του για τις ταυτόσημες γνωματεύσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα κ. Κώστα Κληρίδη ως προς το θέμα των συντάξεων. Αυτή η ασύμβατη με τα θέσμια συμπεριφορά, συναρτάται άμεσα με τις ενότητες της «Ομάδας στήριξης», της αλόγιστης χρήσης των κοινωνικών δικτύων και της παραπληροφόρησης. Οι ως άνω ενέργειες του Καθ΄ ου η αίτηση, της απαξίωσης δηλαδή του θεσμικού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα, διαμόρφωναν κλίμα αντίδρασης στο κοινό και έδιναν τροφή στους πολίτες για ανάρμοστες αναρτήσεις και σχόλια, τα οποία δεν είχαν στέρεη βάση, στην απουσία του απαραίτητου, προς διαμόρφωση σφαιρικής και αντικειμενικής αντίληψης, υλικού.
Το πλήρες φάσμα των ενώπιόν μας δεδομένων δείχνει με σαφήνεια ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση μεθοδευμένα ενεργούσε, αποδομώντας τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας και επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μοναδικού, αδέκαστου, προασπιστή των συμφερόντων των πολιτών. Παρασυρόμενος από τις Σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων, σύγχυσε τα όρια του θεσμικού του ρόλου και εξέθεσε τη θεσμοθετημένη λειτουργία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, παραβλέποντας ότι η όποια προσωπική αντίληψη και τυχόν διαφορά του με τα εν λόγω πρόσωπα, δεν αφορούσε τους Θεσμούς του Κράτους, απρόσωπους εκ της φύσεώς τους και την αποστολή τους. Ενεργώντας τοιουτοτρόπως, αποστέρησε από τον εαυτό του της στοιχειώδους κρίσης και ευθυκρισίας να αντιληφθεί ότι οι πράξεις του οδηγούσαν σε απαξίωση, όχι μόνο των προσώπων, αλλά, κυρίως, των Θεσμών που εκπροσωπούν. Ιδίως σε μια εποχή που η ενδυνάμωση και στήριξή τους προβάλλει ως άκρως επιβεβλημένη προς διαφύλαξη του κοινωνικού ιστού και θωράκιση του κράτους δικαίου.
Ένας αξιωματούχος που ενεργεί ως ανωτέρω, χωρίς αντίληψη των ορίων της αρμοδιότητάς του, χωρίς σεβασμό στους πολιτειακούς Θεσμούς, με έλλειψη ευθυκρισίας, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του. Δεν είναι όμως μόνο τα πιο πάνω που συνιστούν, κλασσική θα χαρακτηρίζαμε, περίπτωση ανάρμοστης, κατά το Σύνταγμα, συμπεριφοράς. Η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα από τον Καθ΄ ου η αίτηση και δη υπό τις συνθήκες που έλαβε χώραν, συνιστά επίσης ανάρμοστη συμπεριφορά, τέτοιας βαρύτητας που να δικαιολογεί την απόλυσή του στη βάση των σχετικών συνταγματικών προνοιών. Ένας κρατικός αξιωματούχος, και δη εξωτερικός δίαυλος αναφοράς / διαβιβαστής κατά το Νόμο, ανώνυμης καταγγελίας στην Αρμοδία Αρχή κατά της Διαφθοράς, εν προκειμένω ο Γενικός Ελεγκτής, δεν νοείται - παραβιάζοντας τις σχετικές νομοθετικές ασφαλιστικές δικλείδες - να συνηγορεί στην αποκάλυψη των στοιχείων του αναφερόμενου / καταγγελλόμενου.
Πολύ δε περισσότερο να εμμένει στην ενοχή του, μετά την έκδοση αθωωτικού πορίσματος από το κατά νόμο αρμόδιο Όργανο. Η έλλειψη σεβασμού προς θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η απαξίωση θεσμοθετημένου προς κρίση Οργάνου, φανερώνουν απουσία στοιχειώδους περί δικαίου αντίληψης και παραγνώριση των νόμιμων διαδικασιών. Επιμαρτυρούν δε εμπάθεια και αδυναμία εκ μέρους του αξιωματούχου κατανόησης της υψηλής αποστολής του.
Επιπλέον, η παραπομπή – και μάλιστα μετά από αθωωτικό πόρισμα – σε λαϊκά δικαστήρια, δείχνει πρόσωπο με επικίνδυνες αντιλήψεις ως προς τις βασικές αρχές που διέπουν το κράτος δικαίου και τον τρόπο λειτουργίας των Θεσμών. Επιπρόσθετα, σφαιρική αντίκριση της όλης συμπεριφοράς του Καθ΄ ου η αίτηση, όπως αποτυπώνεται μέσα από την αξιολόγηση του Συμβουλίου των επιμέρους ενοτήτων της Αίτησης, φανερώνει μια συνεχή τάση ασύμμετρης αντίδρασης σε σειρά περιπτώσεων, μια εσφαλμένη αντίληψη του ρόλου και της έκτασης των αρμοδιοτήτων του, αλλά και διάσταση μεταξύ λόγου και έργων.
Ως προς το τελευταίο, αυτό επιμαρτυρεί το θέμα της παραβίασης της διαδικασίας σε σχέση με το ζήτημα των εξόδων των δικηγόρων του Καθ΄ ου η αίτηση στην υπόθεση των τίτλων των αξιωματούχων, όπου αιτητής δεν ήταν ο ίδιος προσωπικά, αλλά ο Θεσμός του Γενικού Ελεγκτή και το ζήτημα της διαφορετικής αντίκρισης της δωρεάν παροχής νομικής εκπροσώπησης στη δική του περίπτωση, με τη δωρεάν εκτύπωση της έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως από τον σύζυγό της.
Όλα τα πιο πάνω φανερώνουν ότι απουσιάζει ο απαιτούμενος για την ορθή επιτέλεση των εκ του Συντάγματος καθηκόντων του αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός και παρατηρείται ουσιώδης έλλειψη κρίσης και συνέπειας. Επίσης, με κίνδυνο αμφισβήτησης της οφειλόμενης αντικειμενικότητας του Θεσμού που εκπροσωπεί, με αχρείαστες αντιπαραθέσεις, διαπληκτίζεται, όπως επεξηγήσαμε ήδη, με άλλους Θεσμούς και ελεγχόμενα πρόσωπα, με ύφος υποτιμητικό, χρησιμοποιώντας, δημόσια, απρεπή και προσβλητική για το επίπεδο του υψηλού αξιώματός του γλώσσα. Όμως, το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η συνέπεια, ο αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός, είναι βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου του επιπέδου και των αρμοδιοτήτων του Γενικού Ελεγκτή. Περαιτέρω, η εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης διαβρώνει, καταλυτικά, την ικανότητα επιτέλεσης του καθοριστικού του έργου, κατά τρόπον τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του αξιώματος του Γενικού Ελεγκτή.
Όπως εντοπίζεται και στην Ερωτοκρίτου (ανωτέρω), σελ. 519, «… Ανώτατοι Αξιωματούχοι του Κράτους, όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, αφιερωμένοι στην υπηρεσία ενός ευρύτερου συμφέροντος, του δημοσίου, οφείλουν να επιδεικνύουν άμεμπτη συμπεριφορά τόσο κατά την επιτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος τους, όσο και γενικότερα.». Η ιδιότητα ανεξάρτητου αξιωματούχου της Δημοκρατίας είναι ένα συνεχές κάλεσμα ευθύνης και καθημερινή υπόμνηση χρέους. Οι αξιωματούχοι ενός κράτους δεν εκτελούν μόνο τα αυστηρώς καθοριζόμενα καθήκοντα της θέσης. Καλούνται, ως φυσική συνέπεια του αξιώματος που υπηρετούν και μέσα από αυστηρού επιπέδου συμπεριφορά, να αποτελούν πρότυπα και να διαμορφώνουν αξίες. Ολοι, στεκόμενοι ευλαβικά απέναντι στο Σύνταγμα, υπηρετούμε από τη θέση μας για το κοινό καλό.
Αυτός θα πρέπει να είναι ο αποκλειστικός γνώμονάς μας κατά την επιτέλεση των καθηκόντων μας. Δεν υπάρχει ούτε και είναι νοητή άλλη επιλογή. Είναι η μονόδρομη κατεύθυνση, η πυξίδα μας, το μέτρο συμπεριφοράς μας. Η ικανότητα επιτέλεσης των εκ του Συντάγματος καθηκόντων κάθε κρατικού αξιωματούχου προϋποθέτει υψηλό αίσθημα ευθύνης, ανάλογο με τις εξουσίες του φορέα και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη διαφύλαξη της αντικειμενικότητας και της ορθής και δίκαιης κρίσης. Η υιοθέτηση και διασφάλιση υψηλού επιπέδου συμπεριφοράς, αυτοσυγκράτησης και αυτοελέγχου, προβάλλει ως επιτακτικότερη όταν ο αξιωματούχος περιβάλλεται με το συνταγματικό προνόμιο της μονιμότητας στη θέση, το συνταγματικό εχέγγυο απόλυσής του υπό συγκεκριμένες, αυστηρές, προϋποθέσεις και, ιδίως, την συνταγματική πρόβλεψη ως προς το εύρος και ανεξαρτησία λήψης αποφάσεων της αρμοδιότητάς του, χωρίς την παρεμβολή ή έλεγχο οποιουδήποτε τρίτου. Όπως συμβαίνει δηλαδή και στην περίπτωση του Καθ΄ ου η αίτηση, Γενικού Ελεγκτή. Με βάση τα πιο πάνω και το σύνολο των ενώπιον του Συμβουλίου δεδομένων και με κριτήριο τις νομικές αρχές που ήδη παραθέσαμε, είναι η τελική μας κρίση ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση, παραβιάζοντας τα έσχατα όρια, επέδειξε συμπεριφορά πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου του αξιώματός του.
Συμπεριφορά που αντικειμενικά κρινόμενη τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και η οποία, ευλόγως, δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί. Όπως και στην Ερωτοκρίτου (ανωτέρω) σημειώνεται: «Τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία …».
Καταληκτικά, κρίνουμε τον Καθ΄ ου η αίτηση υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του».
Διαβάστε επίσης:
LIVE/Ο κύβος ερρίφθη: Παύθηκε ο Γενικός Ελεγκτής
Παύση Γενικού Ελεγκτή: «Τα έβαλε με το σύστημα και του έπιασαν το πόδι»
Οδυσσέας: Μαύρη μέρα για την Κύπρο - Συντονισμένη προσπάθεια φαγώματός μου
Πρώτες αντιδράσεις πολιτικών προσώπων για παύση Οδυσσέα Μιχαηλίδη