Στις τελικές τους αγορεύσεις προέβησαν την Τετάρτη οι δικηγόροι των δύο πλευρών ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε σχέση με την αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον Νόμο που αφορά το Πόθεν Έσχες κρατικών αξιωματούχων, με το Δικαστήριο να επιφυλάσσει την απόφασή του. 

Υπενθυμίζεται ότι με τον εν λόγω νόμο η Βουλή εισήγαγε ρυθμίσεις για υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων από υπόχρεους αξιωματούχους ή δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα, στα οποία προστέθηκαν αυτά του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης.

Κατά τη διάρκεια της σημερινής ακροαματικής διαδικασίας, ο δικηγόρος Πόλυς Πολυβίου, ο οποίος εκπροσωπεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μαζί με τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη και τον Νικόλα Καλλένο, προέβη σε σύνοψη των θέσεων που εξέφρασε στη γραπτή του αγόρευση επί συγκεκριμένων αναφορών που περιλαμβάνονται στην ένσταση που έχει ήδη καταχωρήσει ο Χρίστος Κληρίδης, ο οποίος εκπροσωπεί τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Συγκεκριμένα, ο κ. Πολυβίου επανέλαβε ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ως προς την ερμηνεία του κατά πόσον ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπηρετούν υπό όρους όπως οι δικαστές του Ανωτάτου, στη βάση του άρθρου 112/4 του Συντάγματος.

Εν συνεχεία, υποστήριξε ότι ο κ. Κληρίδης είχε προβεί σε «κατά μέτωπο επίθεση κατά του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα», σχετικά με την οποία σημείωσε ότι πρόκειται για θέμα «όχι προσωπικό αλλά θεσμικό» και πως «δεν μπορεί να εγερθεί επιχειρηματολογία στη βάση προσωπικοτήτων ή προβλημάτων που αντιμετωπίζουν Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας».

Ακολούθως, ο κ. Πολυβίου είπε ότι το Πόθεν Έσχες δεν εφαρμόζεται στους δικαστές του Ανωτάτου, οι οποίοι, όπως είπε, έχουν ακυρώσει απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων ως παρέμβαση στη αρχή περί διάκρισης των εξουσιών, υιοθετώντας εσωτερικό κώδικα αυτορρύθμισης.

«Το ερώτημα είναι κατά πόσο η υπαγωγή του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στο υπό Πόθεν Έσχες είναι συνταγματική», ανέφερε στη συνέχεια, παραθέτοντας λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με τον ίδιο, οι δύο εν λόγω αξιωματούχοι εξισώνονται με τους δικαστές του Ανωτάτου.

«Ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι μέλη της δικαστικής εξουσίας, όμως, όπως τόνισε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση του Γενικού Ελεγκτή, πρέπει να απολαμβάνουν εμπιστοσύνης και να έχουν πλήρη θεσμική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια», σημείωσε σχετικά, προσθέτοντας ότι στην απόφαση για την παραπάνω υπόθεση αναφέρεται επίσης ότι όλες οι υποθέσεις επιμαρτυρούν ότι ο Γενικός και ο Βοηθός λειτουργούν προς προάσπιση της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, υποστυλώνοντας τον θεσμό της δικαιοσύνης.

Αναφερόμενος στην έννοια των όρων, ο κ. Πολυβίου είπε ότι το Πόθεν Έσχες συνίσταται από δεσμεύσεις και ρήτρες που ακολουθούν το πρόσωπο ή τον θεσμό, προσθέτοντας ότι τόσο η τελεολογική ερμηνεία εντός του πλαισίου αναφοράς, όσο και η λεκτική και η συνταγματική ερμηνεία υποστηρίζουν την εξομοίωση όσον αφορά στο Πόθεν Έσχες, ενώ το ίδιο υποστηρίζει και η πρακτική.

«Πιστεύω ότι η συμπερίληψή τους στο Πόθεν Έσχες είναι αντισυνταγματική», κατέληξε ο κ. Πολυβίου.

Από την πλευρά του, ο κ. Κληρίδης είπε πως δεν υπήρξε κατά μέτωπον επίθεση από μέρους του, αλλά τονίστηκε απλώς ο διαφορετικός ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τον δικαστικό ρόλο, με τον πρώτο, όπως ανέφερε, να «υπόκειται σε καθημερινή δημόσια κριτική και διάλογο, σε αντίθεση με τους δικαστές», ενώ υποστήριξε πως το ίδιο ισχύει και σχετικά με τον πρόεδρο και τα μέλη της ΕΔΥ.

Σχετικά με την ερμηνεία των όρων υπηρεσίας με βάση το άρθρο 112/4, παρέμεμψε σε άλλα άρθρα του Συντάγματος με αναφορά στους όρους υπηρεσίας, από τα οποία, όπως είπε, προκύπτει ότι «δεν εννοείται καθεστώς, αλλά όροι», σημειώνοντας ότι «δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ως ισοβάθμιο καθεστώς (μεταξύ Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και δικαστών Ανωτάτου), οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από την αρχή της λεκτικής και αληθινής ερμηνείας».

«Δεν νομοθετούμε σχετικά με την αναγωγή του καθεστώτος του Γενικού Εισαγγελέα σε ισόβαθμο των δικαστών του Ανωτάτου», ανέφερε στη συνέχεια, ενώ χαρακτήρισε επίσης ως επικίνδυνο τον έλεγχο του Γενικού Εισαγγελέα από το Ανώτατο Δικαστήριο στη λογική της αυτορρύθμισης, καθώς, όπως σημείωσε «ο Γενικός Εισαγγελέας είναι διάδικος ενώπιόν σας, είτε ως κατήγορος, είτε ως εναγόμενος».

Μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων των δύο πλευρών, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αντώνης Λιάτσος ανακοίνωσε πως το Δικαστήριο θα επιφυλάξει την γνωμάτευσή του σε χρόνο που θα γνωστοποιήσει σε μεταγενέστερο στάδιο.