Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο (και αλλού) σε διάφορα επίπεδα.

Είναι η προσπάθεια για αναγνώριση της κατοχικής οντότητας, της «ΤΔΒΚ», ως ανεξάρτητου κράτους, η συστηματική παραβίαση της Κυπριακής ΑΟΖ, ο συνεχιζόμενος εποικισμός και ισλαμοποίηση των κατεχομένων, ο υβριδικός πόλεμος εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας ο οποίος, μεταξύ άλλων, παίρνει τη μορφή αποστολής χιλιάδων παράτυπων μεταναστών από τρίτες χώρες. Από το 2020 παρακολουθούμε επίσης και τις τουρκικές ενέργειες στο Βαρώσι.

Στη σημερινή συγκυρία διάφορα δημοσιεύματα αναφέρονται και στην πιθανότητα προσάρτησης των κατεχομένων από την Τουρκία. Μια τέτοια ενέργεια είναι δυνατό να εξυπηρετεί τους εκλογικούς στόχους του Προέδρου Ερντογάν. Λαμβάνοντας όμως υπ΄ όψιν όλα τα δεδομένα το πιθανότερο σενάριο είναι η προσπάθεια ταϊβανοποίησης των κατεχομένων.

Το ανισοζύγιο δυνάμεων είναι τεράστιο και η Τουρκία απροκάλυπτα ενεργεί χωρίς κανένα σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η δύσκολη κατάσταση στο Κυπριακό δημιουργεί, μεταξύ άλλων, αχρείαστες εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Υπάρχει μια μερίδα συμπολιτών μας η οποία θεωρεί ότι υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες, όπως το 2004 και το 2017, η απώλεια των οποίων οδήγησε σε επιδείνωση των δεδομένων. Θεωρώ σημαντικό να αξιολογηθούν τα δεδομένα για ιστορικούς λόγους και για να κατανοηθεί η πραγματικότητα. Ουσιαστικός στόχος είναι η σφυρηλάτηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής εν όψει της τουρκικής επιθετικότητας και του άναρχου διεθνούς περιβάλλοντος.

Το προδοτικό πραξικόπημα της αμερικανοκίνητης χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία, η οποία καραδοκούσε, να εισβάλει στις 20 Ιουλίου με το πρόσχημα της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης και της προστασίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Όμως η Τουρκία δεν σταμάτησε τις επιθετικές της ενέργειες ακόμα και μετά την πτώση της χούντας στην Αθήνα και του πραξικοπηματικού καθεστώτος στην Λευκωσία στις 23 Ιουλίου 1974. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν στις 16 Αυγούστου 1974. Το πεδίο στην Κύπρο είχε διαφοροποιηθεί άρδην. Η Τουρκία κατέκτησε το 37% του εδάφους ενώ εν πολλοίς ασκούσε στρατηγικό έλεγχο σε ολόκληρη την επικράτεια της Μεγαλονήσου.

Σταδιακά επεκράτησε η φιλοσοφία των οδυνηρών παραχωρήσεων για να επέλθει μια γρήγορη διευθέτηση. Η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχθηκε την ομοσπονδία, τη δικοινοτικότητα, τη διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα. Παρά ταύτα, η τουρκική πλευρά δεν επέδειξε αμοιβαιότητα. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι κανένα από τα σχέδια μετά το 1974 δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό καθώς τυχόν υλοποίησή τους θα οδηγούσε σε δραστική αλλαγή της κρατικής δομής και κατ΄ επέκταση στην επιδείνωση του status quo.

Η διεθνής κοινότητα επέδειξε ανοχή έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Και ούτε ποτέ τέθηκε θέμα ουσιαστικών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία η Δύση επέβαλε στην Ρωσία πρωτοφανείς κυρώσεις. Στην περίπτωση όμως της συνεχιζόμενης κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου και των πολλαπλών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, η Δύση επιδεικνύει ανοχή. Και κατ΄ επανάληψιν οι πιέσεις στρέφονται εναντίον της αδύνατης ελληνοκυπριακής πλευράς.

Η Τουρκία πέτυχε αρκετούς από τους στόχους της στην Κύπρο. Όμως δεν έχει καταφέρει να καταστρέψει την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τυχόν παραμερισμός του νόμιμου κράτους για μια δήθεν διευθέτηση εγκυμονεί θανάσιμούς κινδύνους. Κανένα σοβαρό κράτος δεν αυτοκαταργείται. Το γεγονός και μόνο ότι για χρόνια τώρα οι οποιεσδήποτε ιδέες της διεθνούς κοινότητας στο ζήτημα αυτό παρακάμπτουν το κεφαλαιώδες αυτό θέμα με τη δημιουργία γκρίζων ζωνών είναι ενδεικτικό το τι παραχωρήσεις έχουν γίνει. Αλλά και το ότι μέρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας ήταν έτοιμο να το προσπεράσει αγνοώντας τις μοιραίες συνέπειες είναι ενδεικτικό μιας στάσης ψευδαισθήσεων. Στην περίπτωση εφαρμογής τέτοιων σχεδίων το κράτος θα είναι υπό την ομηρία της Άγκυρας η οποία θα μπορεί να αξιοποιεί τον πληθυσμό των κατεχόμενων εδαφών για τη χειραγώγηση της νέας οντότητας.

Τα δεδομένα αυτά καθιστούν επιβεβλημένη μια ορθολογιστική πολιτική. Με βάση τον πολιτικό ρεαλισμό θα πρέπει να υπάρχει ελάχιστος και μέγιστος στόχος. Η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και η μη επιδείνωση του status quo εκ των πραγμάτων συνιστά τον ελάχιστο στόχο. Μέγιστος στόχος εξ ορισμού είναι η αποκατάσταση της ενότητας του κράτους ως αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας η οποία θα περιλαμβάνει καθοριστικά βήματα σε διάφορα επίπεδα. Η ουσία έγκειται στη συνεχή επικαιροποίηση των θέσεων αυτών καθώς και στην ενίσχυση της άμυνας της χώρας.

Καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση των στρατηγικών μας στόχων είναι η εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας. Η Δύση δεν αναμένεται να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας. Είναι όμως υποχρεωμένη να τηρήσει κάποια προσχήματα. Είναι γι΄ αυτό που είναι σημαντικό να έχει η Κυπριακή Δημοκρατία μια ολοκληρωμένη στρατηγική εφ΄ όλης της ύλης. Ιδανικά αυτή πρέπει να περιλαμβάνει θέσεις για όλες τις πτυχές του Κυπριακού, τα ενεργειακά ζητήματα, τις σχέσεις με την Τουρκία καθώς και τους όρους έγκρισης βοήθειας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα από την ΕΕ. Απαραίτητη είναι και η προβολή ενός αφηγήματος για το τι πραγματικά συμβαίνει στην Κύπρο.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.