Ας ξεκινήσουμε με μια βασική αρχή. Δεν είναι όλοι οι ίδιοι. Η ισοπέδωση που τείνει να επικρατεί σε στιγμές κρίσης του πολιτικού συστήματος έχει διττή αρνητική επίδραση. Από τη μια εξυπηρετεί τους έχοντες την ευθύνη για την κρίση, καθώς τους παρέχει ελαφρυντικά και "ξεπλένει" τις επιλήψιμες δράσεις και συμπεριφορές τους ενώ από την άλλη, το αυθαίρετο αυτό τσουβάλιασμα "ενοχοποιεί" και στιγματίζει άδικα τους αδιάφθορους και αδέκαστους. Και υπάρχουν και τέτοιοι.
Η διαφθορά που μαστίζει τον τόπο μας δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει καταστεί ανοιχτή πληγή για την κοινωνία μας που αντί να επουλώνεται αντίθετα τείνει να κακοφορμίζει.
Πώς αντιμετωπίζεις λοιπόν κάτι που έχει ρίζες τόσο βαθιές που αγγίζουν σχεδόν κάθε έκφανση του δημόσιου βίου; Πώς αντιμετωπίζεις ένα φαινόμενο τόσο σκοτεινό και καλά κρυμμένο στις παρυφές και στον πυρήνα της πολιτείας μας;
Kατ’ αρχάς χρειάζεται αποφασιστικότητα και ισχυρή βούληση για ριζοσπαστικές αλλαγές και όχι ημίμετρα τα οποία, όχι μόνο δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά, αντίθετα, το δυσχεραίνουν. Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια τόσο σοβαρή παθογένεια, ειδικά όταν αυτή είναι θεσμική, η απάντηση είναι περισσότερος έλεγχος, περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη διαφάνεια, περισσότερο φως. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που καθίσταται ακόμα πιο δυσνόητο το πείσμα, σε βαθμό εμμονής, της κυβέρνησης να παραδώσει τους φακέλους στον Γενικό Ελεγκτή, ακόμα και μετά τη συμβιβαστική πρόταση του τέως Γενικού Εισαγγελέα. Αυτή η «ενοχική» άρνηση της κυβέρνησης την αφήνει εκτεθειμένη απέναντι στους πολίτες. Ακόμα και στους φιλικά προσκείμενους προς αυτήν, ακόμα και στους πιο καλοπροαίρετους.
Πολλά μπορούν και πρέπει να γίνουν. Ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να ήταν η επέκταση του «Πόθεν Έσχες» σε στενά συγγενικά πρόσωπα πολιτειακών και πολιτικών αξιωματούχων. Θα μπορούσε επίσης να εξασφαλιστεί η ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με την αξιοποίηση όλων των συμβατικών και ηλεκτρονικών μέσων, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης δημοσιότητα στην κρατική δράση.
Πέραν τούτων, θεμελιώδη παράγοντα ενίσχυσης της διαφάνειας και εμπέδωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική αποτελεί και ο έλεγχος του πολιτικού χρήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ληφθούν μέτρα τα οποία θα πείθουν ότι οι πηγές χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών είναι μόνο εμφανείς και σίγουρα όχι άδηλες. Κύρια πηγή της χρηματοδότησης των κομμάτων πρέπει να είναι η δημόσια χρηματοδότηση, ενώ η ιδιωτική χρηματοδότηση πρέπει να περιορισθεί στις εισφορές μελών και φίλων, οι οποίες πρέπει να είναι πάντοτε ονομαστικές χρηματοδοτήσεις.
Εξάλλου, η υφιστάμενη συνταγματική πρόνοια που προβλέπει ότι εν ενεργεία Βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί χωρίς την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αναχρονιστική και θα πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα. Η θωράκιση του Βουλευτή, ειδικά για ποινικά κολάσιμες πράξεις που εκτελούνται εκτός του Κοινοβουλίου είναι, τουλάχιστον παράλογη, και, ως εκ τούτου, δεν θα έπρεπε να αποτελεί μέρος του δικαίου σε μια σύγχρονη, Ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Πόσο δε μάλλον, σε μια Δημοκρατία όπου οι πολίτες της απαξιώνουν την πολιτική και τους πολιτικούς, εξαιτίας, ακριβώς, της εμπεδωμένης αντίληψης περί προκλητικής ατιμωρησίας των αιρετών τους αρχόντων.
Έχω την αίσθηση πώς σε κάθε δημόσια συζήτηση που λαμβάνει χώρα και έχει να κάνει με το ζήτημα της διαφθοράς, είναι περισσότερο από εμφανής η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς ή πρότασης για αποτροπή δημιουργίας αυτού που ονομάζω "κουλτούρα της διαφθοράς". Πέραν των τιμωρητικών μέτρων ή διατάξεων που προβλέπονται ή προτείνονται για την πάταξη του φαινομένου, πώς μπορούμε να προλάβουμε την εισχώρηση της στο δημόσιο βίο και να την αποβάλουμε προτού καν εκδηλωθεί;
Εδώ χρειάζονται πραγματικές τομές. Τομές θεσμικής υφής.
Μια τέτοια τομή θα αποτελούσε, για παράδειγμα, ο περιορισμός της θητείας των πολιτειακών αξιωματούχων. Πολλές φορές, η μακροχρόνια κατοχή αξιωμάτων από άτομα επιρρεπή στη διαφθορά παρέχει την ευχέρεια εκμετάλλευσης του συστήματος προς ίδιον όφελος. Ενδεχόμενος περιορισμός της θητείας των πολιτειακών αξιωματούχων, φρονώ θα καθιστούσε πιο δύσκολη την ενασχόληση τέτοιων ατόμων με τα κοινά και σε κάθε περίπτωση θα περιόριζε τη δυνατότητα τους να εμφιλοχωρήσουν στο σύστημα και να δημιουργήσουν εκείνες τις σχέσεις που θα τους επέτρεπαν να το εκμεταλλευτούν. Ταυτόχρονα, θα επαναπροσδιοριζόταν η έννοια της πολιτικής ως λειτούργημα (κατ΄ ουσία και όχι κατ΄όνομα) στην αντίληψη των πολιτών και θα εξαλείφονταν φαινόμενα επαγγελματικοποίησης της και μετατροπής της σε όχημα εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών, ή και οικονομικής εξασφάλισης.
Η οικονομική κρίση, συνεπεία της πανδημίας, εκτός από τις ισοπεδωτικές αρνητικές συνέπειες που επισώρευσε στην κοινωνία μας, έφερε στην επιφάνεια όλες εκείνες τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές παθογένειες που όλοι κατά βάθος ξέραμε ότι κυριαρχούσαν στην κοινωνικοπολιτική ζωή του τόπου αλλά αρνιόμασταν να κοιτάξουμε κατάματα. Κυρίως, απέδειξε τη βαθιά ηθική κρίση, η οποία διάβρωσε θεσμούς, αξίες και δομές, που διαποτίζει σχεδόν κάθε έκφανση του δημόσιου βίου, έκφραση της οποίας αποτελεί και η διαφθορά. Η αντιμετώπιση, λοιπόν, και πάταξή της μέσω της διαφάνειας, δεν συνιστά μόνο κοινωνικό αίτημα αλλά, πρωτίστως, προϋπόθεση για επαναφορά του πολιτικού βίου στην ορθή του πορεία και την απενoχοποίηση του στα μάτια των πολιτών και της κοινωνίας εν γένει.
Μιας κοινωνίας, όμως, που έχει την υποχρέωση να κοιτάξει στον καθρέφτη και να αντιληφθεί μια σημαντική πραγματικότητα. Ότι οι δικές της επιλογές είναι που καθορίζουν το χαρακτήρα και το ήθος της ηγεσίας της. Ότι οι δικές της επιλογές είναι που θα ορίσουν τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας. Ότι, εν τέλει, οι δικές της επιλογές είναι που, είτε θα ρίξουν φως στην ελπίδα, είτε θα μας κρατήσουν βυθισμένους στο σκοτάδι της διαφθοράς και της ανηθικότητας.
Του Νεόφυτου Χαραλαμπίδη
Υποψήφιου Βουλευτή Λεμεσού (ΔΗ.ΚΟ)