Αυτοί που ήρθαν στο πικ-νικ πίστευαν ότι κάθονται σ’ ένα κομμάτι-«χαλάλι» γης… που είχε καταληφθεί με αίμα. Πήγαν να απολαύσουν ένα πικ-νικ χωρίς να λάβουν υπόψη τις ψυχές εκεί.
Σοκαρίστηκαν πολύ, όταν είδαν φαντάσματα που έμοιαζαν με πραγματικούς ανθρώπους.
Φοβήθηκαν.
Τα φαντάσματα περνούσαν μέσα από πόρτες και τοίχους χαλασμένων σπιτιών.
Περπατούσαν σαν να κοιμούνται.., λίγο ασταθείς, κινούνταν ήσυχα, χωρίς κίνηση των ποδιών, σαν να ολισθαίνουν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μια μυρωδιά σαν χαλασμένο αυγό. Η ίδια μυρωδιά που αναδύεται όταν ανοίγεις έναν παλιό τάφο.
Ένα παγωμένο αεράκι σάρωσε την περιοχή του πικ-νικ.
Τα γύρω ζώα τρομοκρατήθηκαν και πανικοβλήθηκαν.
Οι άνθρωποι που ήρθαν για πικ-νικ άρχισαν να κρυώνουν.
Ο κρύος αέρας σημάδεψε σαν έγκαυμα τα σώματα τους.
Τα φαντάσματα είχαν έρθει όχι για εκδίκηση, αλλά για να εκφράσουν το παράπονό τους. Μάταια βεβαίως…
Αυτός ο τόπος τους ανήκε και από εκεί βίαια εκδιώχθηκαν.
Μερικοί είχαν αιφνίδιο θάνατο.
Λόγω της αδικίας και του πόνου που ξαφνικά βίωσαν, δεν μπορούσαν να κόψουν τους δεσμούς τους με αυτόν τον τόπο.
Στην μετά-θανατον ζωή δεν μπόρεσαν να βρουν γαλήνη.
Η αναζήτηση δικαιοσύνης δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του ταξιδιού τους στον άλλο κόσμο.
Ήθελαν να εξαλειφθεί αυτή η αδικία για να ηρεμήσουν οι ψυχές τους.
Τα φαντάσματα πρώτα προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους που ήρθαν για πικ-νικ με νοήματα. Είδαν όμως, ότι δεν λειτουργεί και στράφηκαν σε λεκτική επικοινωνία:
« Σαν παιδιά είμασταν χαρούμενοι εδώ,
όμορφους κήπους ειχαμε, γιασεμιά, τριαντάφυλλα, πορτοκάλια.
Δεύτερο μας σπίτι ήταν η θάλασσα.
Μια μέρα του Αυγούστου βιαστικά μας έδιωξαν.
Το φαγητό μας στο τραπέζι και η πανσέληνος στον ουρανό, καθηλώθηκαν.
Δεν έχουμε τόπο, δεν έχουμε γαλήνη».
Ο αρχηγός των πικνικατζήδων εξεπλάγηκε, αναστατώθηκε, και άρχισε να φωνάζει:
«Έχουμε μάρτυρες εδώ…»
Αλλά η χορωδία των φαντασμάτων συνέχιζε :
« Οι νεκροί σας μας σκότωσαν. Έκλεψαν τα σπίτια μας και έσβησαν την εστία μας. Έκλεψαν την θάλασσα μας.»
Ο επικεφαλής των πικνικατζήδων οργισμένος στράφηκε προς τον βοηθό του:
«Εσίν, τι λένε αυτοί; Τι θέλουν; Γιατί μας ενοχλούν;»
«Λεφτά θέλουν, αφέντη μου...» είπε ο Εσίν.
Τα λόγια αυτά του Εσίν πόνεσαν τόσο πολύ τα φαντάσματα, που όπως έφτασαν, γλίστρησαν λίγο πάνω από το έδαφος και εξαφανίστηκαν μέσα από τα χαλάσματα.
Καθώς έφευγαν, έλεγαν ένας στον άλλο:
«Αυτοί είναι πιο νεκροί από εμάς...»
*Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην τουρκική γλώσσα στην Yeni Düzen στις 15 Νοεμβρίου 2020 και είναι αφιερωμένο σε όλους τους Βαρωσιώτες.