Το Πάσχα στην Κύπρο είναι βαθιά συνδεδεμένο με την πολιτισμική και θρησκευτική μας ταυτότητα, συνοδευόμενο από έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Ανάμεσά τους και η «λαμπρατζιά». Η φωτιά του Μεγάλου Σαββάτου, με τον έντονο συμβολισμό της κάθαρσης και της αναγέννησης, αποτελούσε για πολλά χρόνια μια ευκαιρία για τους ανθρώπους να ανταμώσουν και να ζήσουν τη γιορτή μέσα από το πνεύμα της κοινότητας. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή αλλοίωση του εθίμου, η οποία συνδέεται με ανησυχητικές μορφές εφηβικής και νεανικής παραβατικότητας.
Οι φωτιές δεν ανάβουν πλέον μόνο για συμβολικούς λόγους, αλλά πλαισιώνονται από παράνομες ενέργειες. Συστηματικές κλοπές εύφλεκτων υλικών, πράξεις βανδαλισμού, ανταγωνισμοί μεταξύ εφήβων από διαφορετικές συνοικίες, ακόμα και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών. Οι επιπτώσεις αυτών των συμπεριφορών είναι απτές και πολλαπλές, από σοβαρούς τραυματισμούς μέχρι θανατηφόρα περιστατικά, που βαραίνουν όχι μόνο τις οικογένειες αλλά και ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα.
Η εφηβική παραβατικότητα αποτελεί ένα σύνθετο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται μέσω συμπεριφορών που αποκλίνουν από τους κοινωνικά αποδεκτούς κανόνες. Αυτές οι συμπεριφορές, αν και ενδέχεται να παραβιάζουν τον νόμο, δεν συνιστούν πάντοτε σοβαρές εγκληματικές πράξεις. Συχνά περιλαμβάνουν ενέργειες όπως βανδαλισμούς, μικροκλοπές, παραβίαση της τάξης ή εμπλοκή σε επεισόδια με συνομηλίκους (Shader, 2019· Farrington et al., 2020). Η παραβατική συμπεριφορά, ιδίως όταν δεν εμφανίζεται με συνέπεια και αυξανόμενη ένταση, ενδεχομένως να αποτελεί εκείνη την εφηβική αντίδραση απέναντι σε συγκρούσεις, πίεση ή αναζήτηση ταυτότητας (Bevilacqua & Goldman, 2022).
Αντιθέτως, όταν οι παραβιάσεις των κοινωνικών κανόνων αποκτούν συστηματικό χαρακτήρα και παραβιάζουν ευθέως το ποινικό δίκαιο, τότε γίνεται λόγος για εγκληματικότητα. Η εγκληματικότητα διαφοροποιείται από την παραβατικότητα τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, καθώς περιλαμβάνει σοβαρότερες παραβιάσεις του νόμου και συχνά συνδέεται με επαναλαμβανόμενες και προμελετημένες ενέργειες. Η διάκριση μεταξύ παραβατικότητας και εγκληματικότητας είναι σημαντική για την κατανόηση των φαινομένων αυτών και την ανάπτυξη κατάλληλων παρεμβατικών στρατηγικών (Odgers et al., 2018).
Η κατανόηση της εφηβικής παραβατικότητας δεν μπορεί να αναζητείται στη γραμμική αιτιολόγηση ενός και μόνο παράγοντα. Ούτε η οικογένεια, ούτε η προσωπικότητα, ούτε η κοινωνική τάξη επαρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν τη δυναμική των παραβατικών συμπεριφορών. Αντιθέτως, απαιτείται μια πολυεπίπεδη, συστημική προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπόψη τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ψυχολογικών, κοινωνικών, οικογενειακών και πολιτισμικών παραγόντων (Odgers et al., 2018· Fraser et al., 2019). Συνεπώς, η εφηβική παραβατικότητα στην Κύπρο χρειάζεται να κατανοηθεί λαμβάνοντας υπόψη όλες εκείνες τις οικοσυστημικές επιρροές που περιβάλλουν τον έφηβο, από την οικογένεια και το σχολείο μέχρι την ευρύτερη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.
Όταν παράγοντες κινδύνου από διαφορετικά συστήματα είναι ταυτόχρονα παρόντες και αλληλοτροφοδοτούνται, τότε δημιουργούν ένα ισχυρό αιτιακό κοκτέιλ, που ενδέχεται να ωθήσει τον έφηβο προς παραβατικές εκφράσεις συμπεριφοράς (Bronfenbrenner, 1979· Fergusson et al., 2019· Madfis, 2022).
Η κοινωνικοοικονομική αστάθεια, η εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού, η απουσία σταθερότητας στο οικογενειακό περιβάλλον, η αδυναμία συναισθηματικής σύνδεσης και η ύπαρξη αυταρχικών ή αδιάφορων γονεϊκών πρακτικών, αποτελούν καθοριστικές συνθήκες που εντείνουν τη σύγχυση, την επιθετικότητα ή και την ανάγκη του εφήβου να αντιδράσει και να αποστασιοποιηθεί (Vanassche et al., 2020). Επιπρόσθετα, το σχολείο, ως κρίσιμος θεσμός δευτερογενούς κοινωνικοποίησης, μπορεί είτε να λειτουργήσει προστατευτικά είτε, σε περιπτώσεις απόρριψης, σχολικής αποτυχίας ή απουσίας θετικών εκπαιδευτικών προτύπων, να επιτείνει την απόσυρση και την αντικοινωνική συμπεριφορά (Arseneault, 2018).
Παράλληλα, η δυναμική των συνομηλίκων, ιδιαίτερα μέσα σε παρέες όπου προωθούνται αντικοινωνικά πρότυπα ή επικίνδυνες πρακτικές, αποκτά καθοριστική σημασία. Η ανάγκη για αποδοχή και ένταξη μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε μοχλό συμμόρφωσης προς παραβατικές συμπεριφορές, ειδικά όταν ο έφηβος στερείται σταθερών και συνεκτικών ορίων, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών (Dishion & Tipsord, 2021).
Σημαντικό ρόλο, επίσης, διαδραματίζουν και τα ατομικά χαρακτηριστικά του εφήβου. Η παρορμητικότητα, ο χαμηλός αυτοέλεγχος και οι δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων αποτελούν αναγνωρισμένους ενδογενείς παράγοντες που αυξάνουν την ευαλωτότητα σε παραβατικές επιρροές (Willems et al., 2018).
Με τον ίδιο τρόπο, η πρόληψη και η παρέμβαση στην εφηβική παραβατικότητα απαιτεί τη συντονισμένη ενεργοποίηση όλων των πλαισίων μέσα στα οποία αναπτύσσεται ο έφηβος. Οι γονείς, στην καθημερινή εμπλοκή τους με τα παιδιά τους, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με διλήμματα που δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις. Είναι απολύτως φυσιολογικό να αισθάνονται αμήχανοι ή και αβέβαιοι μπροστά στα πρώτα αιτήματα των παιδιών τους για χαλάρωση των ορίων (το αίτημα, για παράδειγμα, να επιστρέψουν πιο αργά στο σπίτι). Εξίσου φυσική είναι και η αμηχανία μπροστά στην πρώτη ένδειξη αντικοινωνικής ή παραβατικής συμπεριφοράς.
Αυτό που χρειάζονται οι γονείς δεν είναι ενοχοποίηση, αλλά υποστήριξη και καθοδήγηση μέσα από πρακτικές που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Η συνέπεια στους κανόνες είναι σημαντική, αλλά δεν αποτελεί από μόνη της πανάκεια. Αυτό που φαίνεται να λειτουργεί είναι η δημιουργία ασφαλών συναισθηματικών δεσμών, η διατήρηση ανοιχτής επικοινωνίας, η ήπια αλλά σταθερή καθοδήγηση, καθώς και η ενίσχυση των θετικών επιλογών του παιδιού (Haft et al., 2021· Jackson et al., 2020). Οι γονεϊκές πρακτικές που συνδυάζουν στοργή με σαφή όρια, ενσυναίσθηση με δομή, αποτελούν ισχυρό προστατευτικό παράγοντα για την πρόληψη παρεκκλινουσών συμπεριφορών.
Το σχολείο, από την πλευρά του, δεν αποτελεί απλώς χώρο μάθησης αλλά έναν κρίσιμο κόμβο υποστήριξης και ενδυνάμωσης όλων των παιδιών. Η συμπερίληψη των «δύσκολων» μαθητών αποτελεί δείκτη ενός εκπαιδευτικού συστήματος που λειτουργεί υποστηρικτικά. Η ύπαρξη σταθερών, διαθέσιμων ενηλίκων στο σχολικό πλαίσιο, η ενίσχυση θετικών κοινωνικών προτύπων, η ανάπτυξη προγραμμάτων συναισθηματικής αγωγής και η καλλιέργεια της συμμετοχής μπορούν να μετατραπούν σε σημαντικούς παράγοντες αποτροπής παραβατικών εκφράσεων (Kim & Leve, 2021).
Ταυτόχρονα, η κοινωνία στο σύνολό της χρειάζεται να κινηθεί πέρα από τις τιμωρητικές πρακτικές, επενδύοντας σε δράσεις πρόληψης και επανένταξης. Οι κοινοτικές δράσεις αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο όταν μεταφράζονται σε πραγματικούς, προσβάσιμους για όλους χώρους δημιουργίας και συμμετοχής (π.χ. εργαστήρια θεάτρου, τοπικές ομάδες εθελοντισμού, προγράμματα ενίσχυσης κοινωνικών δεξιοτήτων). Πρωτοβουλίες όπως αυτές οφείλουν να προωθούνται τόσο από τους ίδιους τους γονείς όσο και από τα σχολεία και την κοινωνία, προκειμένου να καλλιεργούν όχι μόνο τη γνώση αλλά και την προσωπικότητα των νέων, προλαμβάνοντας έτσι την ανάγκη για αντίδραση μέσα από παραβατική συμπεριφορά (Patton et al., 2022).
Όταν, ωστόσο, η παραβατικότητα εκδηλωθεί, η κοινωνία οφείλει να παρέμβει με τρόπους που εστιάζουν όχι μόνο στην τιμωρία αλλά και στην επανορθωτική και ενταξιακή διάσταση της δικαιοσύνης. Προγράμματα επανένταξης, καθοδήγησης από θετικά πρότυπα (mentoring), εργασιακής αποκατάστασης και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά, ιδίως όταν εφαρμόζονται με συνέπεια, συνεργασία και ειλικρινές ενδιαφέρον για το παιδί πίσω από τη συμπεριφορά (Bazemore & Umbreit, 2019· Kim & Leve, 2021). Η αποκατάσταση της σχέσης του εφήβου με τον εαυτό του και με την κοινότητα είναι πολλές φορές πιο καθοριστική από την επιβολή οποιασδήποτε ποινής.
Έτσι, μια κοινωνία που δημιουργεί ευκαιρίες, που αναγνωρίζει πίσω από τη συμπεριφορά τη δυσκολία και την ανάγκη, και που απαντά με φροντίδα αντί για στιγματισμό, είναι μια κοινωνία που νοιάζεται ουσιαστικά και έχει τη δυνατότητα να είναι πραγματικά αποτελεσματική.
Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού
Κλινική Ψυχολόγος, Σχολική Ψυχολόγος