Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατοχυρώνεται ρητά στο Άρθρο 21 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και προστατεύεται από μια σειρά διεθνών συμβάσεων και κειμένων, όπως το Άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το Άρθρο 20.1 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και τα Άρθρα 20 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, το οποίο κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 14/1969. Επιπλέον, προστατεύεται από το Άρθρο 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία του τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. 

Η σπουδαιότητα του δικαιώματος αυτού αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσα από την ιστορική του διαδρομή και την καταπάτησή του από απολυταρχικά καθεστώτα. Ενδεικτικά, κατά τα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος, στις 27 Φεβρουαρίου 1933, εκδόθηκε το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ» το οποίο ανέστειλε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία του λόγου, του τύπου και του συνέρχεσθαι. Παρόμοιες πρακτικές ακολουθήθηκαν και σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα, αποδεικνύοντας ότι ο περιορισμός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι αποτελεί έναν από τους πρώτους μηχανισμούς ελέγχου που επιβάλλει μια μη δημοκρατική κυβέρνηση για να καταστείλει την ελευθερία της έκφρασης και τη δυνατότητα διαμαρτυρίας των πολιτών. 

Όπως συμβαίνει με όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Κάθε περιορισμός πρέπει να έχει σαφή νομική βάση, να προβλέπεται από τυπικό νόμο ή από το Σύνταγμα και να εξυπηρετεί έναν συνταγματικά θεμιτό σκοπό. Αυτοί οι σκοποί μπορεί να περιλαμβάνουν λόγους δημόσιας ασφάλειας, διατήρησης της δημόσιας τάξης, προστασίας της δημόσιας υγείας και των δικαιωμάτων των τρίτων, καθώς και την αποτροπή εγκλημάτων. 

Επιπλέον, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να συμμορφώνονται με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η αρχή αυτή απαιτεί ο περιορισμός να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαίος, δηλαδή να μην υπάρχει άλλο ηπιότερο μέτρο που να επιτυγχάνει τον ίδιο σκοπό, και ανάλογος, ώστε να μην επιβάλλει δυσανάλογο βάρος στο δικαίωμα σε σχέση με το όφελος που προκύπτει από τον περιορισμό. 

Συμπερασματικά, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος και διασφαλίζει τη δυνατότητα των πολιτών να εκφράζουν συλλογικά τις απόψεις τους, να διαμαρτύρονται και να προωθούν τα συμφέροντά τους. Ωστόσο, όπως κάθε δικαίωμα, υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι θα πρέπει να είναι θεμιτοί, αναγκαίοι και ανάλογοι, ώστε να μην καταλήγουν σε εργαλείο καταστολής και αυταρχισμού. 

Η προστασία και η ορθή εφαρμογή του δικαιώματος αυτού είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση του κράτους δικαίου και την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών. 
 
Δικηγόρος