Οι πρόωρες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025 στη Γερμανία ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες, μετά από την κατάρρευση της Κυβέρνησης Συνασπισμού υπό τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Καγκελαρίου Σολτς, με καίρια ζητήματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία την οικονομία και το μεταναστευτικό.
Η μεγαλύτερη χώρα και μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετώπιζε προβλήματα και ο αντίκτυπος τούτων διαφαινόταν και σε ενωσιακό επίπεδο, σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των παγκόσμιων εξελίξεων που τεκταίνονται. Η καθαρή νίκη των Χριστιανοδημοκρατών (CDU-CSU) ήταν αναμενόμενη, αν και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις λίγο πιο κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 30%. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μέχρι στιγμής οριοθετούν τα νέα δεδομένα που προκύπτουν.
Οι εκλογές έγιναν με το νέο εκλογικό νόμο στο οποίο οι έδρες στη Γερμανική Μπούντεσταγκ περιορίζονται στις 630 – οι 299 μονοεδρικές να αποδίδονται στους υποψηφίους που λαμβάνουν την λαϊκή ψήφο και οι υπόλοιπες να αποδίδονται στη βάση κομματικών λιστών ανάλογα με τα ποσοστά των κομμάτων. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU-CSU) να λαμβάνουν 28,5% και 208 έδρες, το Κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) 20,8% και 152 έδρες, τους Σοσιαλδημοκράτες 16,4% και 120 έδρες, τους Πράσινους (GRUNE) 11,6% και 85 έδρες, την Αριστερά (Die Linke) 8,8% και 64 έδρες και το νεοσυσταθέν BSW (Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ) ως επίσης και τους Φιλελεύθερους του FDP να φαίνεται ότι δεν εξασφαλίζουν την είσοδο τους στη Βουλή.
Υπάρχουν τρεις μεγάλοι νικητές στις χθεσινές εκλογές:
Πρωτίστως το CDU-CSU, με την καθαρή του νίκη και αύξηση των ποσοστών του από τις προηγούμενες εκλογές της τάξης του 4% περίπου, με τον ηγέτη του Φρίντριχ Μερτζ να ετοιμάζεται για να αναλάβει την Καγκελαρία. Φυσικά, ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος αφού οι Χριστιανοδημοκράτες δεν έχουν αυτοδυναμία και θα πρέπει να προχωρήσουν σε συνασπισμό, πιθανότητα με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD και, ανάλογα με την σύνθεση της Βουλής (αν θα είναι για παράδειγμα πεντακομματική ή εξακομματική) με ένα τρίτο κόμμα. Είναι βέβαιο ότι οι διαβουλεύσεις, ως συνηθίζεται στη Γερμανία, θα είναι χρονοβόρες, με την εκτίμηση του ίδιου του ηγέτη του CDU-CSU Μέρτς να δηλώνει ότι εκτιμά μέχρι τον Απρίλιο να υπάρχει νέα κυβέρνηση και να αποκλείει συνεργασία με το δεύτερο AfD.
Ένας άλλος μεγάλος νικητής – ίσως ο μεγαλύτερος υπό τις περιστάσεις – είναι το ακροδεξιό Κόμμα για την Εναλλακτική Γερμανία (AfD) το οποίο λαμβάνει περί του 20% διπλασιάζοντας σχεδόν τα ποσοστά του από τις προηγούμενες εκλογές. Με έντονες απόψεις κατά της μετανάστευσης, το κόμμα που ιδρύθηκε στις αρχές του 2013 ως ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, μετεξελίχθηκε σε ακροδεξιό κόμμα και φαίνεται να κερδίζει στους νεαρούς σε ηλικία ψηφοφόρους και στο σύνολο σχεδόν της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (βλ. για παράδειγμα Θουριγγία, Σαξονία). Οι συμπρόεδροι του AfD έχουν δηλώσει ότι σε περίπτωση που δεν βρίσκονται σε συνασπισμό κυβέρνησης – κάτι που έχει αποκλειστεί από τα άλλα κόμματα – θα ασκούν έντονη αντιπολίτευση, αφήνοντας να νοηθεί ότι η θητεία της νέας κυβέρνησης δεν θα είναι καθόλου εύκολη.
Τρίτος νικητής των γερμανικών εκλογών είναι η Αριστερά (Die Linke) η οποία επιλέχθηκε επίσης από τους νεαρούς σε ηλικία ψηφοφόρους που κινήθηκαν μεταξύ του AfD και της Αριστεράς σε μεγάλα ποσοστά. Σημειώνεται ότι μετά την διάσπαση της Αριστεράς με την αποχώρηση της Σάρα Βάγκενκνεχτ και την δημιουργία του BSW (το οποίο δεν φαίνεται να εισέρχεται στη Βουλή), η Αριστερά σχεδόν διπλασίασε τα ποσοστά της σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές του 2021.
Από την άλλη υπάρχουν οι ηττημένοι, με τον μεγαλύτερο εξ αυτών να είναι ο Σολτς και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Το SPD έλαβε το ιστορικότερο χαμηλότερο ποσοστό του από το 1890 που χρησιμοποιεί την σημερινή του ονομασία, κυρίως λόγω της αναπόφευκτης φθοράς της διακυβέρνησης, τις ανεπάρκειες που παρουσιάστηκαν και το ότι υποστηρίζεται πλέον από τις γηραιότερες ηλικιακές ομάδες την ίδια στιγμή που οι νέοι υποστηρίζουν εναλλακτικά κόμματα. Ηττημένοι θεωρούνται και οι Πράσινοι που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Σολτς αλλά πολύ περισσότεροι οι Φιλελεύθεροι (FDP) που ίσως μην εξασφαλίσουν την είσοδό τους στη Γερμανική Βουλή.
Σημαντικό ως προς τα πιο πάνω αποτελέσματα αλλά και την κρισιμότητα των εκλογών στη Γερμανία ήταν το ποσοστό της συμμετοχής (περί του 83%) που καταγράφεται ως το υψηλότερο από την επανένωση της Γερμανίας το 1990. Τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από τα πιο πάνω, οριοθετούν μια νέα εποχή για την χώρα, την στιγμή που η άνοδος της ακροδεξιάς και των πολιτικών που πρεσβεύει καταγράφει σημαντική αποδοχή από τους πολίτες, ειδικά στα λιγότερα ανεπτυγμένα ανατολικά κρατίδια και στους νέους ψηφοφόρους.