Με αφορμή την πρόσφατη πρόθεση για τροποποίηση συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου περί της Πρόληψης και της Καταστολής της Βίας στους Αθλητικούς Χώρους, εξετάζονται στο παρόν άρθρο τα πιθανά προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν με την εφαρμογή των τροποποιημένων προνοιών αλλά και συνολικά στον περιορισμό των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών. 

Μία από τις τροποποιήσεις αφορά στην εισαγωγή του δικαιώματος της Αστυνομίας σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αποφασίζει τη μη μετακίνηση φιλάθλων σε αγώνες, ενώ μέχρι σήμερα αυτήν τη δυνατότητα την κατείχε αποκλειστικά η ΚΟΠ.

Το πρόβλημα που εντοπίζεται είναι ο καθορισμός αυτών των εξαιρετικών περιπτώσεων. Δηλαδή, τι περιλαμβάνουν, πώς ερμηνεύονται, ποια είναι τα όρια και πώς προστατεύεται η κατάχρηση αυτού του δικαιώματος; Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μετακίνηση του φίλαθλου κόσμου αφορά στο δικαίωμα της ελευθερίας μετακινήσεως και της ελευθερίας της έκφρασης, που, εκτός από συνταγματικό δικαίωμα, είναι και ευρωπαϊκό κατοχυρωμένο δικαίωμα. Επομένως, χωρίς τη σωστή ερμηνεία των εξαιρετικών περιπτώσεων, υπάρχει ο κίνδυνος παρέκκλισης του Νόμου από τις συνταγματικές πρόνοιες και με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. 
Δίνοντας αυτήν τη δικαιοδοσία σε δύο ανεξάρτητα όργανα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος διαφορετικών αποφάσεων και δημιουργίας επιπρόσθετων επιμέρους προβλημάτων. Για παράδειγμα, η Αστυνομία μπορεί ν’ αποφασίσει τη μη μετακίνηση φιλάθλων λόγω αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων και η ΚΟΠ να διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι.

Ακόμα ένα πρόβλημα που εντοπίζεται, αφορά στις πρόνοιες του δικαιώματος της Αστυνομίας να διενεργεί αλκοτέστ και νάρκοτεστ στους φιλάθλους στο γήπεδο. Πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο μέτρο, καθώς, εκτός από εισιτήριο, κάρτα φιλάθλου και αντιστοίχιση των προσωπικών δεδομένων, πλέον κατά την είσοδο θα διενεργούνται και τα εν λόγω τεστ. Με τα ήδη υφιστάμενα μέτρα παρατηρείται μεγάλη ταλαιπωρία στην είσοδο των φιλάθλων στο γήπεδο. Υπό αυτές συνθήκες, ας αναλογιστούμε τι θα σημαίνει η εισαγωγή αυτής της πρόνοιας και άλλων επιπρόσθετων μέτρων.

Αξιόν απορίας είναι πώς τέθηκε ως μέτρο ότι το όριο στο επίπεδο αλκοόλης θα αντιστοιχεί στο όριο που υπάρχει στους κανονισμούς οδικής ασφάλειας. Το όριο που υπάρχει για την οδική ασφάλεια τέθηκε με γνώμονα να καθορίζει τη δυνατότητα του ατόμου, ώστε  να οδηγεί με ασφάλεια και να διατηρεί τα ανακλαστικά που απαιτούνται για την οδήγηση και όχι για να καθορίσει τη δυνατότητα του φιλάθλου να παρακολουθήσει αγώνα ποδοσφαίρου, ειδικά αν δεν προσήλθε στο γήπεδο με δικό του ιδιωτικό όχημα. Εάν, για παράδειγμα, ένα άτομο βρεθεί με ελαφρώς μεγαλύτερο επίπεδο αλκοόλης από αυτό που προβλέπει το όριο οδήγησης θα συλλαμβάνεται;

Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλες τις πλευρές, είναι το γεγονός ότι η μετακίνηση φιλάθλων και η ελευθερία της έκφρασης είναι το δικαίωμα, και η απαγόρευσή του είναι η εξαίρεση και όχι το αντίθετο. Αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και με την εισαγωγή αυτής της τροποποίησης είναι ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με ανομοιόμορφες αποφάσεις, που, εκτός από το κύρος των ποδοσφαιρικών αγώνων, επηρεάζουν και το αγνό φίλαθλο κοινό, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία. Η μικρή μειοψηφία, την οποία αδυνατούν τα αρμόδια όργανα να ελέγξουν με τα ήδη υπάρχοντα μέτρα και τις εξουσίες που δίνονται εκ του Νόμου, δεν είναι δυνατόν να επηρεάζει το αγνό φίλαθλο κοινό, με τα υπερμέτρα που θα της επιβληθούν.  Η φιλοσοφία του «πονάει χέρι, κόβω χέρι» δεν μπορεί να εφαρμόζεται ειδικά όταν αφορά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. 

* Δικηγόρος - Λέκτορας Νομικής του Sunderland στο Κολέγιο Λήδρα