Με βάση την πρόσφατη υπόθεση στην Ποταμιά επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα της Νόμιμης Άμυνας και κατά πόσον αυτή αρχικά υφίσταται και αφετέρου εάν δικαιολογείται στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Νομικά, η συγκεκριμένη πτυχή του ζητήματος διέπεται από το Άρθρο 7 του Συντάγματος και το Άρθρο 17 (Κατάσταση Ανάγκης) του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154.
Συγκεκριμένα το Άρθρο 7 του Συντάγματος προνοεί ότι:
«Έκαστος έχει το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητος» και ότι «η αποστέρησης της ζωής δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, οσάκις προέρχεται εκ της χρήσεως της απολύτως αναγκαίας βίας, ότε και όπως ο νόμος ορίζη (α) επί αμύνης προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού, (β) προς διενέργειαν συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου, (γ) επί πράξεως γενομένης προς σκοπόν καταστολής ταραχών ή στάσεως.»
Σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Συντάγματος, το Άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154 ορίζει την Κατάσταση Ανάγκης ως:
«Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, δυνατόν να μη καταλογιστεί σε αυτόν που διέπραξε, αν αυτός μπορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε μόνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβη το εύλογα αναγκαίο με αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο με εκείνο το οποίο αποτράπηκε.»
Παρόλο που με μια πρώτη ανάγνωση του Νόμου το ζήτημα φαίνεται ξεκάθαρο και διακριτό, η απόδειξη αυτού είναι σύνθετη και εμπεριέχει πολλές παραμέτρους όπου το αρμόδιο Δικαστήριο καλείται να σταθμίσει προτού πάρει την τελική του απόφαση.
Η δυσκολία αυτή έγκειται στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα των χαρακτηριστικών των υποθέσεων τέτοιας υφής αλλά και στους αστάθμητους παράγοντες που μπορεί να εμφανιστούν κατά την διάρκεια της διαδικασίας και είναι ικανοί να αλλάξουν την όλη εξέλιξη της.
Η Νομολογία στο συγκεκριμένο ζήτημα ως πηγή Δικαίου μπορεί να παρέχει καλύτερη κατανόηση των διακριτών ορίων και παραμέτρων που συνθέτουν τελικά την Νόμιμη Άμυνα.
Η αρχή της Αναλογικότητας με βάση την Νομολογία αποτελεί ουσιώδη παράγοντα στην απόδειξη της Νόμιμης Άμυνας και ιδιαίτερα εκεί που αυτή η πράξη ή παράληψη οδήγησε στον θάνατο του ατόμου αυτού. Η άμυνα θα πρέπει αρχικά να έχει αντικειμενικό στόχο την απόκρουση της επιθετικής ενέργειας και αφετέρου ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποιούνται να είναι ανάλογα της επίθεσης αυτής και του κινδύνου που αντιμετωπίζεται. Επεξηγηματικά, το άτομο που δέχεται την επίθεση έχει το δικαίωμα να αμυνθεί αλλά προβαίνοντας μόνο στις πράξεις που κρίνονται εύλογα αναγκαίες.
Επιπρόσθετα, παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν από το Δικαστήριο αποτελεί η ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση του αμυνομένου που σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Δηλαδή για το άτομο που επικαλείται την άμυνα πρέπει να εξεταστεί εάν οι ιδιαίτερες περιστάσεις που συνυπήρχαν δικαιολογούσαν ειλικρινά την πεποίθηση του ότι οι πράξεις που ακολούθησε ήταν όντως αναγκαίες για την άμυνα του και συνεπακόλουθα για την προστασία της ζωής του.
Καταληκτικά και αναφορικά με τα προαναφερόμενα στοιχεία η υπό συζήτηση υπόθεση βρίσκεται ακόμα στα αρχικά στάδια της διερεύνησης της και οποιαδήποτε συμπεράσματα καθίστανται επισφαλή. Παρόλα αυτά σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης αποτελεί το γεγονός ότι οι Αστυνομικοί φέρονται να προέβησαν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες μετά το περιστατικό ούτως ώστε να βοηθήσουν τις έρευνες και δεν ενέργησαν με τρόπο τον οποίον να προσπαθήσουν να αποκρύψουν στοιχεία ή να αποσιωπήσουν το γεγονός.
Δρ. Αντρέας Λουκάτζιης – Δικηγόρος – Καθηγητής Νομικής