Στις κηδείες αγνοουμένων της Κύπρου του 1974, μέσα στα μικρά ξύλινα κιβώτια βρίσκονται συνήθως υπολείμματα οστών, κυρίως νέων 18-20 χρονών, που βρέθηκαν αρκετές φορές με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και με σημάδια της εν ψυχρώ εκτέλεσής τους. Ο πόνος για τον χαμό των αγνοουμένων συνεχίζεται αβάστακτος για τους γονείς, τ’ αδέλφια, τα παιδιά, τους συντρόφους τους, που βιώνουν το τεράστιο κενό της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Οι πλείστοι γονείς έφυγαν νωρίς, με την υγεία τους, φυσική ή ψυχική, κλονισμένη, ενώ αρκετοί σύντροφοι, παιδιά κι αδέλφια, κλείστηκαν στον εαυτό τους ή αποτραβήχτηκαν από την κοινωνία.
Σε τέτοια κηδεία, αποχαιρετήσαμε τον Σωτήρη, τον λεβεντονιό από την Κυθρέα, που σκόπευε να παντρευτεί την αγαπημένη του από το Βουνό Κερύνειας, κι αν ο πατέρας της εναντιωνόταν, ήταν αποφασισμένος να την κλέψει… Σε τέτοια κηδεία αποχαιρετήσαμε τον γενναίο Μιχάλη, που γεννήθηκε στο Τρόοδος και έπεσε πολεμώντας στο Κυπαρισσόβουνο στον Πενταδάκτυλο. Δεκαετίες αργότερα, στα οστά του βρέθηκε άθικτη η «μισή καρδιά» που είχε κρεμασμένη με καδένα στον λαιμό του, ενώ η άλλη μισή έμεινε στην αγαπημένη του Άννα, στην Αθήνα.
Χειμώνα καλοκαίρι, παρούσα στις κηδείες αγνοουμένων η Αθηνά, που έθαψε κι αυτή τον για δεκαετίες αγνοούμενο αδελφό της Γιώργο. Στην εκκλησία των Αγίων Πάντων στην Έγκωμη, στον Άγιο Παντελεήμονα Μακεδονίτισσας, στον Άγιο Ελευθέριο στα Λατσιά, στον Απόστολο Αντρέα στην Λεμεσό, στην εκκλησία Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Πάφο. Η Αθηνά βιώνει κάθε φορά τον χαμό του αδελφού της περιμένοντας σιωπηλή για την στιγμή που το κιβώτιο με τα οστά τίθεται στον ανοιχτό τάφο, και καθώς ακούγεται το «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων…» εκείνη πλησιάζει και ψελλίζει: «Χαιρετίσματα στον Γιώργο μου»…
Στην μικρή εκκλησία του ομώνυμου χωριού της Αγίας Βαρβάρας, έγινε ταυτοχρόνως η κηδεία δύο νέων του χωριού, που αγνοούνταν από το 1974. Λίγο πριν την κηδεία, μια ευωδία πλημμύρισε τον χώρο καθώς μια μαυροντυμένη γυναίκα, κρατώντας δύο δέσμες από πλατύφυλλο βασιλικό μπήκε στην εκκλησία, εναπόθεσε στο κάθε κιβώτιο από μια δέσμη και απομακρύνθηκε.
Για την κηδεία του Κυριάκου στη Λεμεσό τα αδέλφια «διχάστηκαν». Οι αδελφές περίμεναν τον αγνοούμενο αδελφό τους, λαβωμένες από ασθένειες, εξαιτίας της αγωνίας και των αναπάντητων ερωτημάτων π.χ. μήπως τον βασάνισαν, τι να σκεφτόταν την ώρα που ξεψυχούσε; Κάποια αδέλφια δεν ήθελαν παρουσία επισήμων της πολιτείας στην κηδεία, ενώ άλλα τη θεωρούσαν ένδειξη τιμής προς τον ήρωα αδελφό τους. Τελικά το ξεκαθάρισαν: «Είπαμε να μην καλέσουμε κανένα επίσημο και αυτό σημαίνει κανένα!». Έτσι έγινε η κηδεία, ενώ μέρες αργότερα βρήκαν ένα στεφάνι στον τάφο που έγραφε: «Στον Κυριάκο με ευγνωμοσύνη».
Ένας αλλιώτικος κόσμος γύρω μας βιώνει τα πάθη του χωρίς φωνασκίες και πομπώδεις συμπεριφορές. Ανάμεσά τους κι η Σοφία από την Βασίλεια της Κερύνειας, που δεν ανησυχεί για τα γιορτινά πάρτι και ρεβεγιόν, αλλά επιστρέφει στην ιερή σιγή της, αφού ανάψει το καντήλι στον τάφο τού για δεκαετίες αγνοούμενου αδελφού της, στον Τύμβο Μακεδονίτισσας.
Αυτό τον αλλιώτικο κόσμο προσκυνούμε στην αλλαγή της χρονιάς.
Υ.Γ. Η πρώτη εκδοχή του κειμένου γράφτηκε στο τέλος του 2017.