Η Τουρκία προβάλλει τον πολιτικό της σκοπό στο πεδίο της ευρύτερης διεθνούς πολιτικής, μέσω της φράσης "παγκόσμιος γεωστρατηγικός παίκτης", ενώ "περιφερειακή υπερδύναμη" στη γειτονιά της, επιδιώκοντας κατά αυτό τον τρόπο να ενισχύσει την παρουσία της και την επιρροή της, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και περιφερειακό. Η Τουρκία είναι ένας αναθεωρητικός δρών και αυτό που επιδιώκει είναι να αλλάξει το σημερινό status quo, και από ίππος στη γεωπολιτική σκακιέρα, να αναρριχηθεί ιεραρχικά και να μετεξελιχθεί σε βασίλισσα. Αυτή η επιδίωξη είναι και ο βασικότερος λόγος που η Τουρκία δεν επιλέγει στρατόπεδο αλλά ελίσσεται μεταξύ Ανατολής(Ρωσίας) και Δύσης (ΗΠΑ).
Το πιο πάνω λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο που οι γείτονες μας την θεωρούν σχετικά ευνοϊκή, εξαιτίας δύο μεταβολών και μίας σταθεράς:
Η μεν πρώτη μεταβολή είναι η μετατόπιση του παγκόσμιου συστήματος ισχύος και η ανάδυση ενός καινούργιου πολυπολικού κόσμου, ενώ η δεύτερη είναι η αύξηση του οικονομικού, πληθυσμιακού και στρατιωτικού της μέγεθος. Οι δυο αυτές μεταβολές, σε συνδυασμό με την σταθερά της γεωγραφικής της θέση, της επιτρέπουν να κάνει τώρα αυτή την κίνηση.
Η τουρκική στρατηγική
Η Τουρκία όμως για να επιτύχει τον πιο πάνω πολιτικό στόχο και να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας, θα πρέπει πρώτα να εντάξει στη σφαίρα επιρροής της, είτε δυνάμεις οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν αυτόνομες και είχαν την δική τους ατζέντα εξωτερικής πολιτικής, όπως π.χ. η Λιβύη, είτε δυνάμεις που τώρα ανήκουν σε μια αρχιτεκτονική ασφαλείας άλλης ηγεμονικής δύναμης, όπως π.χ. η Ελλάδα.
Για να επιτευχθεί το πιο πάνω, η Τουρκία επιβάλλεται να υποτάξει την Ελλάδα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα πρέπει να την κατακτήσει, μιας και το ελλαδικό εσωτερικό δεν είναι στην σφαίρα του τουρκικού ενδιαφέροντος – ή τουλάχιστον, όχι στην παρούσα φάση. Κατά το Τουρκικό σκεπτικό, στην Ελλάδα θα μπορούσε να επιτραπεί κάποιου είδους αυτονομία, υπό τον όρο ότι αυτή δεν θα συγκρούεται με τις τουρκικές επιδιώξεις στο διεθνές επίπεδο. Θέλει δηλαδή να την μετατρέψει σε κράτος δορυφόρο, το οποίο θα μπορούσε να επιλέξει τον εσωτερικό του «ιδεολογικό» προσανατολισμό, αλλά όχι την εξωτερική του πολιτική, την συλλογική του ασφάλεια και την στρατιωτική του ισχύ.
Αποτέλεσμα του πιο πάνω θα είναι η Τουρκία σε βάθος χρόνου να εργαλειοποιήσει την Ελλάδα, ακόμη και έναντι των ΗΠΑ, με στόχο να εξασφαλίσει την θέση της ως νέος πόλος, στο διεθνές περιβάλλον που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.
Σε αυτό το πλαίσιο η στρατηγική που εφαρμόζεται από την Τουρκία έναντι της Ελλάδας είναι αυτή του Πειθαναγκασμού, όπου ως πειθαναγκασμός ορίζεται η στρατηγική που επιδιώκει την επίτευξη των στόχων χωρίς την χρήση βίας – ή τουλάχιστον, με περιορισμένη χρήση βίας. Πρόκειται δηλαδή για την προσπάθεια ενός κράτους να αποκομίσει οφέλη από ένα άλλο δια της απειλής άσκησης βίας, όπως πχ της απειλής ενός πολέμου ή της επιδείνωσης μιας κρίσης.
Η Τουρκική τακτική & η Ελλάδα
Στα πλαίσια της προαναφερθείσας στρατηγικής, η Τουρκία προβάλλει συνεχώς διεκδικήσεις σε Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο. Τις διεκδικήσεις αυτές επιδιώκει να τις θεμελιώσει μέσα από μια σειρά τακτικών κινήσεων, όπως οι συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου και θαλάσσιου χώρου, η δημιουργία τριβών εξ αφορμής περιστατικών έρευνας και διάσωσης – ακόμη και δια της κινητοποίησης Τούρκων πολιτών και πρόκλησης επεισοδίων στα σύνορα(π.χ. Πύλα - Κύπρος), οι οποίες δημιουργούν κρίσεις και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε παραχωρήσεις .
Η απόφαση της δημιουργία κρίσεων από την Τουρκία, βεβαίως, δεν οφείλεται μόνον στην μεταβολή του συστήματος(περίοδος αστάθειας) και στον κύκλο της ισχύος(αναθεωρητική δύναμη vs συντηρητική), αλλά και σε αίτια-αφορμές όπως είναι οι Λανθασμένες Αποφάσεις και η Αδράνεια Διαχείρισης από μέρους της Ελλάδος.
Η Ελλάδα, πολλές φορές εμφανίστηκε να πάσχει στην διαχείριση των κρίσεων, κυρίως με υπαιτιότητα της πολιτικής ηγεσίας, η οποία υποεκτίμησε τις ικανότητες των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας, υπερεκτιμησε τα διπλωματικά ερείσματα της Τουρκικής πλευράς και να παρερμήνευσε τις προθέσεις του αντιπάλου, με αποτέλεσμα να αφήσει κρίσεις να εξελιχθούν προς όφελος της Τουρκίας, πράγμα το οποίο ερμηνεύθηκε από την Άγκυρα ως σύμπτωμα θεμελιώδους αδυναμίας του Ελληνικού κράτους.
Η Ελλάδα, στο γενικό πλαίσιο, εφαρμόζει ένα σύνολο από στρατηγικές. Από την μια, εφαρμόζει την στρατηγική του κατευνασμού, ενώ φαίνεται πως εξαγοράζοντας μέσα από αυτή την στρατηγική χρόνο, χτίζει τις στρατηγικές της εσωτερικής(εξοπλισμοί) και εξωτερικής(σύμφωνο αμοιβαίας συνδρομής με την Γαλλία) ενδυνάμωσης.
Είναι όμως η Ελλάδα σε μια θέση αδυναμίας που να απαιτείται αυτή η οδός, ή μήπως οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται από από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν την Αθήνα σταθερά στην αποφυγή της κλιμάκωσης, στα πλαίσια ενός αμυντικού πειθαναγκασμού, και σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις;
Είναι άλλωστε αξιοσημείωτο πως η στρατηγική του κατευνασμού έναντι της Τουρκίας, δεν είναι μια καινούργια κατάσταση στην Ελληνική διαχείριση των κρίσεων, κάτι το οποίο επειδή εκλαμβάνεται ως αδυναμία από την Τουρκία, προκαλεί περαιτέρω αύξηση της επιθετικότητας από τη πλευρά της Τουρκίας.
Αμερικανοτουρκικές σχέσεις
Οι γεωπολιτικοί ελιγμοί της Άγκυρας ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, επιδιώκοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να παίξει ένα ρυθμιστικό ρόλο και να αποκομίσει οφέλη από αμφότερους, χωρίς κατ’ ανάγκη να ανήκει στη σφαίρα επιρροής της μιας εκ των δυο, αναγκάζει την Ουάσιγκτον να μην στηρίζεται αποκλειστικά στην Άγκυρα και να στρέφεται προς την Αθήνα.
Με απλά λόγια, όσο υποβαθμίζεται ο ρόλος της Τουρκίας στο πεδίο δράσης των ΗΠΑ άλλο τόσο αναβαθμίζεται ο ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή, πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζεται στο εξοπλιστικό, ούτως ώστε το ισοζύγιο ισχύος στη περιοχή να γύρει ελαφρά υπέρ της Ελλάδος, λειτουργώντας έτσι αποτρεπτικά, ακριβώς για να μην επιχειρήσει η Τουρκία το απονενοημένο, ειδικά σε μια περίοδο που για τις ΗΠΑ είναι κρίσιμη, αφού έχουν δύο μέτωπα σε εξέλιξη (το Ουκρανικό και το Μεσανατολικό) και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μιας τρίτης ανάφλεξης στη Νότια Σινική θάλασσα (Ταιβαν )
Επίσης, οι Αμερικανοί αποδέχονται την Τουρκία με τον νέο της ρόλο ως αναγκαίο κακό, γιατί απλούστατα επι του παρόντος δεν υπάρχει εναλλακτικό υποσύστημα ασφαλείας στην περιοχή για να λειτουργήσει ως αντίβαρο – ή τουλάχιστον να αντισταθμίζει την «απουσία» της. Αυτός μάλιστα είναι και ο βασικότερος λόγος που δεν μπορεί να επέλθει ολική ρήξη στις Αμερικανο -Τουρκικές σχέσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται πρωτίστως για τον ευρω-μικρασιατικο χωρο και όχι για την Τουρκία ως κρατική οντότητα. Αυτό που θέλουν είναι απλά να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους στην περιοχή, το οποίο όσο λειτουργούσε δια μέσου της «υπακούης» Τουρκίας, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η ανυπακοή της Άγκυρας, ωστόσο, καθιστά αναγκαίο για την Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο ζήτημα με διαφορετική οπτική. Παρότι η πρώτη επιδιώκει να ρυμουλκήσει την Τουρκία πίσω στο δυτικό άρμα προσφέροντας της κάποια ανταλλάγματα, παράλληλα είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι αυτά δεν θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής ισχύος που θα την απομακρύνουν ακόμη περισσότερο σε βάθος χρόνου .Για αυτό ακριβώς τον λόγο οι ΗΠΑ δίνουν στην Τουρκία τόσο όσο .
Οι πολλαπλασιαστές ισχύος
Τα πράγματα όμως για τις Ηνωμένες Πολιτείες περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, με φόντο τα μεγαλεπήβολα Τουρκικά σχέδια. Η αυτόνομη τουρκική πολεμική βιομηχανία μειώνει τις εξαρτήσεις προς τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα αποστερεί μια σημαντική αγορά στην αντίστοιχη αμερικανική. Την περίοδο 1991-2017, η Τουρκία ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εισαγωγέας μεγάλων όπλων στον κόσμο και βασιζόταν ιστορικά για τις ανάγκες της στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Μάλιστα, μεταξύ 2014 και 2018, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στην Τουρκία, παρέχοντας το 60% των συνολικών εισαγωγών της.
Η Τουρκία λοιπόν, από χώρα εισαγωγέας οπλικών συστημάτων και λοιπού εξοπλισμού, πλέον όχι μόνο δεν αγοράζει, αλλά μετατρέπεται και σε χώρα εξαγωγέα, με αποτέλεσμα να διεκδικεί μερίδιο από τις αγορές που δραστηριοποιούνται οι ΗΠΑ.
Επιπλέον, το ζήτημα διογκώνεται όταν η πολεμική βιομηχανία συνδυάζεται με την πυρηνική ενέργεια. Η πυρηνική ενέργεια δεν είναι μια καινούργια φιλοδοξία για τη Τουρκία, καθώς ξεκινάει ήδη από τη δεκαετία του 60’. Η προοπτική της πυρηνικής ενέργειας αποτελεί καίριο στοιχείο του οικονομικού της σχεδίου για την ανάπτυξή της, καθώς θα μειώσει την εξωτερική ενεργειακή εξάρτηση και παράλληλα θα μειώσει κατά πολύ το ενεργειακό της κόστος, ενώ το βήμα για την ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου είναι θέμα χρόνου να γίνει.
Το θέμα με την ενεργειακή πολιτική βέβαια, δεν τελειώνει εδώ, καθώς ο τούρκος πρόεδρος επιχειρεί την γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας με το να καταστήσει τη χώρα ενεργειακό κόμβο, πράγμα το οποίο θα αυξήσει τα έσοδα της, τα οποία φυσικά θα εξαργυρώνονται σε εξοπλισμούς. Επίσης, μέσω του νέου ρόλου της ως ενεργειακός κόμβος, θα επιδιώξει τη δημιουργία εξάρτησης σε τρίτα κράτη (Ε.Ε), μετατρέποντας έτσι το ενεργειακό σε σημαντικό εργαλείο άσκησης της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής .
Επίσης, το κανάλι της Κωνσταντινούπολης είναι ένας επιπλέον πονοκέφαλος για τις ΗΠΑ. Είναι ένα φιλόδοξο έργο υποδομής που ιστορικά πάει πολύ πίσω και πιο συγκεκριμένα στον 16ο αιώνα, όταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής εμπνεύστηκε και πρότεινε τη δημιουργία του. Το σχέδιο αυτό έρχεται μέχρι τη σύγχρονη εποχή και τον Μπουλέντ Ετζεβιτ, το 1994, αλλά το έργο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, μέχρι που ανήλθε στην εξουσία ο Ρετζεπ Ταγιπ Ερντογαν.
Το κανάλι λοιπόν που προγραμματίζει η Ερτογανικη Τουρκία, επιδιώκει να συνδέσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Πρόκειται για μια υποδομή που είναι παρόμοια με την Διώρυγα του Σουέζ, η οποία ουσιαστικά θα μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε νησί, διευκολύνοντας έτσι την διέλευση ναυτικών εμπορευμάτων και ενισχύοντας το γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας, ενώ την ίδια στιγμή δυνητικά εξουδετερώνει την Συνθήκη του Μοντρέ, κάτι το οποίο θα επηρεάσει ευρύτερα τη γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή και ειδικά σε μια περίοδο γεωπολιτικής αναδόμησης.
Στην ουσία, το κανάλι της Κωνσταντινούπολης, επειδή ακριβώς θα παρακάμπτει την ουδετερότητα που επιβάλει η συνθήκη του Μοντρε στο ζήτημα της διέλευσης στρατιωτικών πλοίων από τη μαύρη θάλασσα προς το Αιγαίο και το αντίστροφο, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εργαλείο εκβιασμού, τόσο προς τις ΗΠΑ σε περιόδους που η Τουρκία συμπλέει με Ρωσικά συμφέροντα, όσο και αντίστροφα, όταν η τουρκική πλάστιγγα θα γερνει προς τα Αμερικανικά.
Εκτιμήσεις
Από όλα τα παραπάνω λοιπόν, γίνεται αντιληπτό πως δεν υπάρχει κανένα τρίγωνο Τουρκίας - Ελλάδας - ΗΠΑ και πως οι Ελληνο Αμερικανικές σχέσεις έχουν ως αφετηρία, σε μεγάλο βαθμό, τις κακές Αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα ίσως θα πρέπει να αναιρέσει την στρατηγική της σύμπλευσης προς τις ΗΠΑ και να επανατοποθετηθεί διαφορετικά στις Ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, ούτως ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει διαφορετικές λύσεις στις κρίσεις με την Τουρκία .
Εάν η ελλαδική ηγεσία αντιληφθεί το πιο πάνω και αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας, όσο αυτό παραμένει ανοιχτό, διαμορφώνοντας (μακροπρόθεσμα) υψηλή στρατηγική με βάση τη μεγάλη εικόνα και έξω απ τα όρια της γειτονιάς της, τότε ίσως η Ελλάδα να μετατραπεί, από δεδομένη, σε υπολογίσιμη και αξιόπιστη δύναμη, τόσο έναντι των συμμάχων της, όσο και έναντι των αντιπάλων της .
Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις σχέσεις της σε βάθος χρόνου με τη Τουρκία, αποτελεί ένα ζήτημα που καταλήγει σε μια απλή εξίσωση. Για να παραμείνει η Ουάσιγκτον παγκόσμιος ηγεμόνας, είτε θα πρέπει να αντικαταστήσει στον ρόλο της Τουρκίας την Τουρκία, πιθανόν με ένα συνδυασμό άλλων κρατών στη περιοχή, τα οποία θα αντισταθμίζουν το κενό (κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο), είτε οι Ηνωμένες πολιτείες θα πρέπει να μικρύνουν τη Τουρκία ούτως ώστε αυτή με τη σειρά της να καταστεί ελεγχόμενη.
Σύμφωνα με το τελευταίο, κατά την εκτίμηση μου η Τουρκία διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα, εξού και εν μέρη η δίψα της να επεκτείνει την επιρροή και να αυξήσει την ισχύ της. Η τραγική ειρωνία είναι όμως ότι όλο αυτό ίσως να λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.