Από τη μέρα που η Λαλλού παντρεύτηκε τον Κυριάκο, δεν ήταν μόνο η αφοσιωμένη γυναίκα του. Ήταν κι ο υπάλληλός του στο σπαστήριο πέτρας για άμμο και χαλίκια, έξω από το χωριό στα ριζά του Πενταδάκτυλου. Υπάλληλος χωρίς πληρωμή ή άδεια. Μαζί οι δυο έφευγαν νωρίς πρωί από το σπίτι με το φορτηγό και μαζί γύριζαν με τη δύση του ήλιου βουτηγμένοι στη σκόνη.
Πως βρήκαν χρόνο να αποκτήσουν 6 παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια, ήταν το πείραγμα στα καφενεία και τις Κυριακές στα σπίτια. Κι όταν η Λαλλού έμεινε έγκυος τον Αντρέα, το αποσπόρι της, το χωριό βούιξε:
- Η Λαλλού έγκυος πάλι! Τώρα που θ΄ αρχίσει να παντρεύει παιδιά!
- Πώς τα καταφέρνει; Ρίχνοντας πέτρες με γυμνά χέρια στον σπαστήρα;
Η Λαλλού γελούσε σαν τ’ άκουε και φαινόταν το διάστημα ανάμεσα στα δυο της μπροστινά δόντια. Γέλιο κρυστάλλινο, όπως το νερό της πηγής του χωριού στα ριζά του Πενταδάκτυλου παραδίπλα στον σπαστήρα.
Ξαφνικά, όλα σκοτείνιασαν τον Ιούλη του 1974 με την τουρκική εισβολή κι η Λαλλού πήρε το δρόμο του ξεριζωμού χωρίς κλειδί του σπιτιού, αφού ήταν πάντα ορθάνοιχτο. Ο γιος της Σάββας, ως Καταδρομέας πολέμησε στον Άγιο Ιλαρίωνα και αργότερα χάθηκε στην ακτή της Κερύνειας όπου κατέστρεψαν δύο τουρκικά άρματα, αλλά δεν υπήρχαν βλήματα για πολλά άλλα που ακολουθούσαν.
Ο χαμός του Σάββα τσάκισε την Λαλλού που φόρεσε τα μαύρα και δεν ξαναγέλασε. Το μαράζι την γέρασε νωρίς και έπληξε βαριά το μνημονικό της. Μόνο το Σάββα θυμόταν και καρτερούσε τον γυρισμό του. Με τα χρόνια, τα υπόλοιπα αγόρια της έφυγαν ένα-ένα και έμειναν οι κόρες να την φροντίζουν με αγάπη στον Οίκο Ευγηρίας όπου την επισκεπτόταν 2-3 φορές το χρόνο ο βαφτιστικός της. Παρά τα γηρατειά και την απώλεια μνήμης, ο βαφτιστικός της επέμενε σε κάθε του επίσκεψη να τον αναγνωρίσει. Στεκόταν στην πόρτα του δωματίου της μέχρι που εκείνη αναφωνούσε:
- Ο βαφτιστικός μου…
Και φαινόταν το κενό ανάμεσα στα δόντια της... Αλλά δεν γελούσε.
Εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη, ο βαφτιστικός στάθηκε στην πόρτα όπως άλλοτε και της φώναξε:
- Ποιος είμαι Λαλλού μου και ήρθα να σε δω;
- Ποιος είσαι μανά μου;
Ρώτησε εκείνη με φωνή που τρεμόσβηνε και με το βλέμμα της έριχνε ματιές προς το φως έξω από το παράθυρο.
- Ποιός είσαι;
Τον ξαναρώτησε ψιθυριστά, αλλά ο βαφτιστικός στεκόταν στην πόρτα ακίνητος.
Ξαφνικά τα μάτια της έλαμψαν:
- Σάββα μου, ήρθες γιε μου ... Ήρθες!
Εκείνος δεν είπε λέξη. Έπεσε στα γόνατα και σύρθηκε με λυγμούς στα πόδια της, πήρε το τρεμάμενο χέρι της και το γλυκοφιλούσε. Εκείνη του χάιδευε το κεφάλι και σιγοψιθύριζε, «Σάββα μου, γιε μου». Ο βαφτιστικός κοίταξε πάνω και είδε το κενό στα δόντια της, μα δεν είπε λέξη. Παρακαλούσε μόνο να τον συγχωρέσει η Παναγία που δεν ομολόγησε πως δεν ήταν ο Σάββας. Ήταν και η Παναγία μάνα… Εκείνο το βράδυ, Μεγάλη Πέμπτη, θα άρπαζαν το γιο της.
Καλή Ανάσταση!
(Αληθινή ιστορία που πρωτοδημοσιεύτηκε το 2018)
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο