Μεγάλος αριθμός οδηγών οχημάτων από τις ελεύθερες περιοχές συνηθίζει να γεμίζει πλέον τα ντεπόζιτά του με καύσιμα από τα κατεχόμενα. 

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Φιλελεύθερος», τους τελευταίους μήνες, πέραν των εκατοντάδων ιδιωτών που εφοδιάζουν τα οχήματά τους με καύσιμα από τα κατεχόμενα, έχει παρατηρηθεί ότι πλέον εκτεταμένα και εταιρείες μεταφορών, επιβατικών ή εμπορευμάτων, μεταξύ των οποίων και εταιρείες ταξί, στέλνουν όλο τον στόλο τους για εφοδιασμό με ντίζελ και βενζίνη από τα πλησιέστερα στα οδοφράγματα πρατήρια καυσίμων των κατεχομένων.

Το «ΣΙΓΜΑ» επικοινώνησε με τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Πρατηριούχων Λευκωσίας Κυριάκο Λουκά, ο οποίος επιβεβαίωσε την ύπαρξη του προβλήματος, σημειώνοντας ότι επηρεάζονται περισσότερο τα ακριτικά πρατήρια της πράσινης γραμμής, από την Επαρχία Αμμοχώστου μέχρι την πρωτεύουσα.

Πρόσθεσε, ότι οι εν λόγω πρατηριούχοι εκφράζουν παράπονα για σημαντική απώλεια εσόδων τους τελευταίους μήνες. Οφείλεται, όπως οι ίδιοι εξηγούν, στο γεγονός ότι Ελληνοκύπριοι επαγγελματίες οδηγοί προτιμούν πλέον να προμηθεύονται με καύσιμα από τα κατεχόμενα, λόγω χαμηλότερου κόστους.

Ο κ. Λουκά σημείωσε δε ότι τα καύσιμα στα κατεχόμενα είναι αμφιβόλου ποιότητας, ενώ το κόστος προμήθειάς τους δεν μπορεί να περιληφθεί στα έξοδα μιας εταιρείας για φορολογικούς σκοπούς ή σκοπούς ΦΠΑ.

Η τιμή του καυσίμου -βενζίνης και ντίζελ- κυμαίνεται στα κατεχόμενα μεταξύ 78 έως 80 σεντ του ευρώ, που σημαίνει ότι για ένα ιδιωτικό όχημα μεγάλου κυβισμού, που γεμίζει με 75 λίτρα καύσιμο, πληρώνει περίπου €58 για να γεμίζει το ντεπόζιτό του, έναντι περίπου €90 που απαιτείται για να γεμίζει το αυτοκίνητό του με καύσιμο στις ελεύθερες περιοχές και αυτό λόγω της μεγαλύτερης φορολογίας που επιβάλλεται στις ελεύθερες περιοχές.

Σημειώνεται πως οι Αρχές είναι με δεμένα χέρια, καθώς οι κανονισμοί της πράσινης γραμμής δεν απαγορεύουν στους οδηγούς να γεμίζουν τα οχήματά τους με καύσιμα.