Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης δέχθηκε σήμερα, στο Προεδρικό Μέγαρο, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας Κύπρου κ. Πανίκο Νικολάου και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Ελληνικής Τράπεζας κ. Μιχάλη Λούη.
Μετά τη συνάντηση ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «ήταν μια συνάντηση η οποία πραγματοποιήθηκε μετά και την ολοκλήρωση του κύκλου αξιολογήσεων από όλους τους διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης που πλέον αξιολογούν τη χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα Α. Αυτό είναι απόδειξη της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Είναι έμπρακτη ψήφος εμπιστοσύνης και είναι, βεβαίως, αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας της Κυβέρνησης και του κυπριακού λαού.
Οι εξελίξεις είναι τέτοιες που επιτρέπουν να ληφθούν ενέργειες που να μπορέσουν, από πλευράς των τραπεζών, να λειτουργούν ανακουφιστικά υπέρ των συνεπών δανειοληπτών, να λειτουργούν υπέρ συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού μας.
Σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέφερε τις απόψεις, τις προτάσεις, τις εισηγήσεις του προς τους Διευθύνοντες Συμβούλους της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν τα επιτόκια και τις χρεώσεις, με έμφαση, βεβαίως, στους συνεπείς δανειολήπτες, με έμφαση σε ομάδες του πληθυσμού μας, τους οποίους μπορούμε να θέσουμε στο επίκεντρο.
Η Κυβέρνηση έχει ανακοινώσει πολλά σχέδια και προγράμματα είτε για στήριξη των νοικοκυριών είτε για το στεγαστικό.
Έχει προγραμματιστεί, ήδη, η επόμενη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, στις 8 το πρωί, όπου θα είναι βεβαίως παρών και ο Υπουργός Οικονομικών, για να τεθούν σε συζήτηση και οι συγκεκριμένες εισηγήσεις, αφού αξιολογηθούν από τους Διευθύνοντες Συμβούλους της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής».
Ερωτηθείς αν οι εισηγήσεις και οι προτάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας θα αξιολογηθούν και οι τράπεζες θα επανέλθουν στην επόμενη συνάντηση, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «αυτό που έχει τεθεί ως βασική φιλοσοφία είναι η δυνατότητα που μπορούν να έχουν οι τράπεζες, σύμφωνα πάντοτε με τις εξελίξεις, σύμφωνα πάντοτε με την πορεία της κυπριακής οικονομίας, για το συγκεκριμένο επίκεντρο των ομάδων του πληθυσμού μας, αλλά και για τις ενέργειες που μπορούν να ληφθούν. Δεν θα προκαταλάβουμε εμείς τις όποιες ενέργειες ή αποφάσεις. Μια πολύ χρήσιμη, εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων έχει γίνει σήμερα και θεωρούμε ότι αυτός ο διάλογος πρέπει να παραμείνει και ενεργός και ζωντανός και ουσιαστικός και κυρίως εποικοδομητικός.
Ο λόγος που σήμερα με περηφάνια μπορούμε να λέμε ότι η χώρα μας βρίσκεται στην επενδυτική βαθμίδα Α, είναι ακριβώς γιατί μέσα από μια πολύ υπεύθυνη και συνετή πολιτική καταφέραμε να διασφαλίσουμε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη σταθερότητα και του τραπεζικού τομέα, η οποία βεβαίως συνέβαλε στην αναβάθμιση αυτής της κυπριακής οικονομίας. Και μέσα από αυτή την υπεύθυνη πολιτική, μέσα από αυτόν τον υπεύθυνο διάλογο, είναι που στοχεύουμε πάντοτε να υπάρξει αυτή η βελτίωση και στην πραγματική οικονομία, που είναι βεβαίως τα νοικοκυριά και οι πολίτες».
Ερωτηθείς αν σήμερα οι τράπεζες έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να επεκτείνουν τις προτάσεις και εισηγήσεις της κοινωνίας για ελάφρυνση του κόστους δανεισμού προς τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «ακολουθεί και η σύσκεψη της Τετάρτης, η οποία έπεται της σημερινής, όπου φαντάζομαι θα γίνει μια αξιολόγηση. Αυτό είναι άλλωστε το υπεύθυνο, αυτό είναι νομίζω αυτό που όλοι αναμένουμε. Να κάνουμε λίγη υπομονή μέχρι την επόμενη συνάντηση».
Σε ερώτηση αν στη συνάντηση της Τετάρτης η Κυβέρνηση θα ζητήσει μεγαλύτερη σε έκταση συνεργασία με τον τραπεζικό τομέα, σε σχέση με τα σχέδια που προωθεί η κυβέρνηση, όπως για ανακούφιση ευπαθών ομάδων ή νέων ζευγαριών, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «ήδη, την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε κάποιες ενέργειες τέτοιες, ακριβώς, αναγνωρίζοντας και την ορθότητα των σχεδίων, ιδιαίτερα ως προς τις ομάδες που αυτά τα σχέδια στοχεύουν να στηρίξουν. Έχουν γίνει ήδη κάποιες τέτοιες ενέργειες.
Είναι κοινή η στόχευση όλων μας. Η στόχευση δεν μπορεί να είναι άλλη από την από την πρόοδο και την ευημερία του συνόλου του κυπριακού λαού. Άρα, αυτή η συνέργεια, αυτή η διάθεση για συνεργασία πρέπει να εντατικοποιηθεί και πλέον είμαστε στη θέση να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μετά από πολλά χρόνια συλλογικής προσπάθειας, για να πετύχουμε αυτή τη σταθερότητα, για την οποία σήμερα είμαστε σε θέση να περηφανευόμαστε και που πρέπει και να την απολαμβάνει το σύνολο του κυπριακού λαού».
Κληθείς να πει αν με τη νέα αναβάθμιση της οικονομίας συνεπάγονται νέα μέτρα στήριξης, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «αυτό ήδη έχει γίνει. Πλέον μπορούμε με αριθμούς να μιλάμε. Είναι πέραν των 700 εκατομμυρίων ευρώ τα πακέτα στήριξης, οι δέσμες μέτρων της Κυβέρνησης για στήριξη των νοικοκυριών. Χωρίς σε αυτά να συνυπολογίζονται τα σχέδια χορηγιών τα οποία έχουν προκηρυχθεί από την Κυβέρνηση, είτε αυτά αφορούν τη στεγαστική πολιτική είτε αυτά αφορούν την εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είτε αυτά αφορούν τα πολεοδομικά κίνητρα είτε αυτά αφορούν και τη διαφοροποίηση της επιδοματικής πολιτικής, τον εκσυγχρονισμό αυτής της επιδοματικής πολιτικής που προχώρησε η Κυβέρνηση τους τελευταίους 20 μήνες. Όμως, ναι, αυτές οι αναβαθμίσεις δεν είναι μόνο κάτι θεωρητικό. Οι αναβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας έχουν άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο και θα έχουν άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο και στα νοικοκυριά και στους πολίτες. Αυτός είναι ο στόχος. Για να μπορέσει να υπάρξει αυτή η ευημερία στους πολίτες, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σταθερότητα της κυπριακής οικονομίας, είναι η ανοδική πορεία της κυπριακής οικονομίας και αυτή η πορεία παραμένει σταθερά ανοδική. Και αυτό δεν το λέμε εμείς. Αυτό το λένε πλέον όλοι οι διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης».
Σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι οι τράπεζες είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, εποπτεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη η όποια πολιτική τους, ο Εκπρόσωπος είπε ότι «έχουμε πλήρη επίγνωση, για αυτό έχουμε πει ότι είναι μια ανταλλαγή απόψεων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέφερε τις απόψεις του ιδίου αλλά και της Κυβέρνησης. Είναι πλέον στην στη δική τους, στους τραπεζίτες, στις τράπεζες, η αρμοδιότητα να εξετάσουν, να αξιολογήσουν αυτές τις προτάσεις και άλλες βεβαίως, όπως έχουν πράξει και στο παρελθόν. Αλλά νομίζω ότι αυτός ο διάλογος πρέπει να είναι εποικοδομητικός και πρέπει να είναι διαρκής. Όλοι έχουμε νομίζω τον ίδιο στόχο και στόχος είναι η σταθερότητα αλλά και η άνοδος της κυπριακής οικονομίας. Και αυτό αφορά μια συλλογική προσπάθεια.
Έχουμε ζήσει στο πολύ πρόσφατο παρελθόν τις αρνητικές συνέπειες του να μην είναι εποικοδομητικός αυτός ο διάλογος, το να μην λαμβάνονται μέτρα με υπεύθυνη, συνετή πολιτική πυξίδα. Αυτό το πάθημα έχει γίνει μάθημα, ιδιαίτερα για τη χώρα μας, αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια. Ήταν δέκα χρόνια συλλογικής πορείας που θέλουμε να τη διατηρήσουμε και όχι μόνο να τη διατηρήσουμε, αλλά να την επιταχύνουμε, για να μπορέσει αυτό να γίνει βίωμα και στα κυπριακά νοικοκυριά».