Τον ασκό του Αιόλου ανοίγει απόφαση του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία ακίνητα, τα οποία υποθηκεύτηκαν από επιχειρηματίες ανάπτυξης γης πριν να πωληθούν, αποτελούν περιουσιακό δικαίωμα των τραπεζών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΣΙΓΜΑ, έχει παγώσει η εφαρμογή του Νόμου που ψήφισε η Βουλή το 2015, η ισχύς του οποίου ανανεώθηκε μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2024, ο οποίος προνοούσε ότι οι «εγκλωβισμένοι αγοραστές», δηλαδή αυτοί που αγόρασαν ακίνητα, αλλά δεν έχουν τίτλο ιδιοκτησίας, μπορούν να μεταβιβάζουν ακίνητη περιουσία, μέσω της κατάθεσης σύμβασης πώλησης, στο αρμόδιο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο, δυνάμει διατάγματος δικαστηρίου.
Σύμφωνα με απόφαση του Εφετείου, το οποίο εξέτασε προσφυγή τραπεζικού ιδρύματος επί πρωτόδικης απόφασης, οι πρόνοιες του Νόμου για προστασία των εγκλωβισμένων αγοραστών, σε περιπτώσεις σπιτιών και ακινήτων, κατά τις οποίες, αυτά υποθηκεύτηκαν σε τράπεζες, πριν να πωληθούν σε τρίτους και πριν την κατάρτιση αγοραπωλητήριου εγγράφου, θεωρούνται ως περιουσιακό δικαίωμα των δανειστών, δηλαδή των τραπεζών.
Η υπόθεση, στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση, αφορά σε τραπεζικό ίδρυμα που παρείχε δάνεια σε εργοληπτική εταιρεία, μετά από γραπτές συμφωνίες, με την εταιρεία να παραχωρεί στην τράπεζα δύο υποθήκες, ως εξασφάλιση.
Τρίτο πρόσωπο αγόρασε, από την εταιρεία ένα διαμέρισμα, σε πολυκατοικία που θα ανεγειρόταν σε δύο ακίνητα, τα οποία για είχαν υποθηκευτεί για τη σύναψη των δανείων.
Τι ακριβώς περιλαμβάνεται στην απόφαση
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ως εξής:
Πρώτον, υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο αποφάσισε, λανθασμένα, πως οι εφεσείοντες, δηλαδή οι δανειστές, αρνήθηκαν ή αμέλησαν και/ή δεν επέλεξαν να αιτηθούν τη μεταφορά υποθήκης σε άλλα ακίνητα του εργολάβου.
Δεύτερον, προβλήθηκε η θέση ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, και να αποφασίσει, τους λόγους αίτησης που προέβαλαν οι εφεσείοντες. Τρίτον, υποστηρίχθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
Το ΣΙΓΜΑ είναι σε θέση να γνωρίζει ότι μετά την απόφαση του Εφετείου, υπήρξε κινητοποίηση εκ μέρους του Υπουργείου Εσωτερικών και του Κτηματολογίου, τα οποία διερευνούν σε ποιες υποθέσεις εγκλωβισμένων αγοραστών, τα ακίνητα είχαν υποθηκευτεί, πριν τη σύναψη αγοραπωλητηρίων εγγράφων και συμβολαίων.
Μάλιστα, έχει ζητηθεί γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία, για να διαφανεί ποιοι και πόσοι επηρεάζονται από την απόφαση αυτή.
Το Ανώτατο επισφράγισε την Έφεση του τραπεζικού ιδρύματος, επικαλούμενο ζήτημα συνταγματικότητας.
Ειδικότερα, η απόφαση αναφέρει τα εξής:
«Η απάλειψη και/ή απαλλαγή εγγεγραμμένων υποθηκών από ακίνητο, που ήταν εγγεγραμμένη προς όφελος των εφεσειόντων, δηλαδή των δανειστών, προγενέστερα του συμβολαίου αγοράς που κατέθεσε ο αγοραστής, αποτελεί κατάργηση του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος των εφεσειόντων».
Ωστόσο, όπως προκύπτει από συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος, «η στέρηση περιουσιακού δικαιώματος δικαιολογείται, μόνο όταν πρόκειται για πολύ συγκεκριμένο λόγο και δη κατόπιν απαλλοτρίωσης, με καταβολή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης».
Η απόφαση του Εφετείου στέκεται ιδιαίτερα στην καταβολή δίκαιης αποζημίωσης και αποφαίνεται ότι, εάν ο κατασκευαστής, η εταιρεία δηλαδή, υποθηκεύσει άλλο ακίνητο, εκτός από το υποθηκευμένο, αυτό δεν συνιστά εύλογη αποζημίωση.
Όπως καταλήγει το Εφετείο, οι διατάξεις του Νόμου που ψήφισε η Βουλή, για προστασία των εγκλωβισμένων αγοραστών, προσκρούουν στο Σύνταγμα, το αντιστρατεύονται και συνεπώς κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Διαβάστε την απόφαση εδώ: