Σε πεντασέλιδο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο γνωστό γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, στις  14 Αυγούστου 2021, ο δημοσιογράφος Timofey Neshitov και ο φωτογράφος, Julien Busch, με την γνωστή Βαρωσιώτισα Τασούλα Χατζητοφή, υπό κάλυψη, καταγράφουν τις προσπάθειές της να μεταβεί στο σπίτι της στην κατεχόμενη πόλη της Αμμοχώστου.

Για τέσσερις ημέρες ακολουθούν τα βήματά της και διατυπώνουν στο ρεπορτάζ πώς οι Τούρκοι παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των Κυπρίων και ειδικά το αναφαίρετο δικαίωμα της να πάει στο σπίτι της και να προσευχηθεί στην εκκλησία της ενορίας της. Ο Γερμανός δημοσιογράφος περιγράφει με γλαφυρό ύφος και λεπτομέρειες τις προσπάθειες της Τασούλας Χατζητοφή με αποκορύφωμα την 20ή Ιουλίου, όταν προσπάθησε να συναντήσει προσωπικά τον Τούρκο Πρόεδρο, Ερντογάν, στο νέο τζαμί στην οδό Δημοκρατίας, στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου.


Στα 15 της χρόνια η Τασούλα Χατζητοφή αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της στην Κύπρο. 47 χρόνια μετά τον πόλεμο η Τουρκία της επιτρέπει τώρα να επιστρέψει στα εδάφη αυτά. Θα μπορέσει να βρει ξανά την πατρίδα της;

Μια μέρα στα μέσα Ιουλίου μια γυναίκα με καφέ καλοκαιρινό φόρεμα περνά δύο οδοφράγματα και φτάνει στην Αμμόχωστο, μια πόλη στα ανατολικά παράλια της Κύπρου. Βγαίνει από το ενοικιαζόμενο όχημά της και στέκεται σε ένα κιγκλίδωμα, το τρίτο και τελευταίο οδόφραγμα. Οι αστυνομικοί πίνουν τουρκικό καφέ και περιεργάζονται τον χρυσό σταυρό που φοράει η γυναίκα στον λαιμό. Η γυναίκα ρίχνει το βλέμμα στον άδειο δρόμο πίσω τους.

Βλέπει προσόψεις σπιτιών οι οποίες έχασαν το χρώμα τους από τον θαλασσινό αέρα, παράθυρα μέσα από τα οποία φύτρωσαν δέντρα.

Έχει περάσει πολύς καιρός, 47 χρόνια, από την τελευταία φορά που ήρθε στην Αμμόχωστο. Εδώ μεγάλωσε, στην περιοχή Βαρώσι. Μέχρι πριν από λίγους μήνες το Βαρώσι αποτελούσε στρατιωτική απαγορευμένη ζώνη, την οποία επιτηρούσαν Τούρκοι στρατιώτες. Είναι μια πόλη φάντασμα.
«Δεν είμαι φάντασμα», λέει η κυρία στο συρματόπλεγμα. «Θέλω να επιστρέψω, επιτέλους, στο σπίτι μου.»

Η Τασούλα Γεωργίου Χατζητοφή είναι 62 ετών. Θυμάται το κουτάκι παπουτσιών, στο οποίο όταν ήταν κοριτσάκι φύλασσε κάτω από το κρεβάτι της τους μεταξοσκώληκές της. Προτιμούσε πάντα να ταΐζει τις κάμπιες απ’ το να πηγαίνει στην εκκλησία. Οι κάμπιες έτρωγαν μουρόφυλλα, ενώ από το μετάξι έφτιαχναν σεντόνια και τραπεζομάντηλα, την προίκα της. Έμεναν σε ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, οδός Εσπερίδων 41. Η μητέρα της Τασούλας έραβε ρούχα, ο πατέρας της οδηγούσε φορτηγά. Ήθελαν να καλοπαντρευτεί η Τασούλα. Η Τασούλα ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό και να ταξιδέψει ανά τον κόσμο.

Η Αμμόχωστος εκείνη την περίοδο αποτελούσε έναν δημοφιλή προορισμό στον κόσμο. Η Μπριζίτ Μπαρντό ερχόταν εδώ για μπάνιο σε μία από τις μακρύτερες παραλίες της Ευρώπης. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ανέβαιναν από το ξενοδοχείο Argolis τη λεωφόρο Κένεντι. Ο Πολ Νιούμαν γύρισε στην Αμμόχωστο την ταινία «Exodus», τον καλύτερο καφέ τον έβρισκες στο Boccaccio και την καλύτερη μουσική για καυτές βραδιές χορού στο Perroquet. Ο κόσμος αποκαλούσε αυτό το μέρος το Λας Βέγκας της Μεσογείου.

Η Τασούλα Χατζητοφή μάθαινε ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς στο πολιτιστικό κέντρο πίσω από την καφετέρια Edelweiss, διάβαζε βιβλία στη δημοτική βιβλιοθήκη δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Νικόλαου. Όταν πήγαινε εκδρομές μάζευε από τη γη ριζάρι, ένα ψηλό, τραχύ βότανο με το οποίο η μητέρα της έβαφε πασχαλινά αυγά.

Η 20ή Ιουλίου 1974 ήταν Σάββατο.

Η Τασούλα Χατζητοφή θυμάται τις σειρήνες το χάραμα και το πρόσωπο του Τούρκου πιλότου στο πιλοτήριο μιας και πετούσε τόσο χαμηλά πάνω από το σπίτι της. Πρόλαβε μάλιστα να τη χαιρετήσει, μετά πέταξε πάλι προς τη θάλασσα. Την επόμενη μέρα το πρωί έπεσαν βόμβες ναπάλμ στην Αμμόχωστο.

Η μητέρα τους έκρυψε την Τασούλα και την αδερφή της στο υπόγειο, ξεβίδωσε μια πρίζα και έδειξε πώς μπορείς να προκαλέσεις βραχυκύκλωμα. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να τις πιάσει Τούρκος στρατιώτης ζωντανές. Η Τασούλα ήταν 15 χρονών.

Αυτό το πρωινό του Ιούλη του 2021 διστάζει για λίγο μπροστά από το τουρνικέ του οδοφράγματος. Οι ασύρματοι κροταλίζουν, είναι εννιά η ώρα το πρωί με 38 βαθμούς υπό σκιά. Ήρθε εδώ επειδή οι Τούρκοι άνοιξαν ξανά το Βαρώσι. Όσον αφορά τα σχέδιά τους σε σχέση με αυτήν τη λωρίδα γης, αυτό είναι κάτι που ακόμα δεν έχουν ανακοινώσει οι Τούρκοι.

Η Τασούλα Χατζητοφή μένει στη Χάγη με τον σύζυγό της, διευθυντή στη Shell, σε ένα οικόπεδο 3500 τετραγωνικών μέτρων δίπλα από το βασιλικό παλάτι. Θα μείνει στην Αμμόχωστο για τέσσερις μέρες. Στο διάστημα αυτό θα κοιμηθεί ελάχιστα και θα μιλήσει πολύ με ανθρώπους σαν κι αυτήν που έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους. Θα πραγματοποιήσει νοερές συνομιλίες με αυτούς που θεωρεί υπαίτιους για τη μη εύρεση λύσης του Κυπριακού: με πολιτικούς στην Άγκυρα, την Αθήνα, τη Λευκωσία την Ουάσινγκτον. Θέλει να προετοιμαστεί με τον τρόπο της για την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Θα έρθει στην Αμμόχωστο τρεις μέρες μετά την άφιξή της.

Θα προσπαθήσει, όμως, κυρίως να φτάσει στο οικογενειακό της σπίτι. Είχε μόλις τρία δωμάτια, με ασοβάτιστους τοίχους και κότες στην αυλή. Εκείνο το πρωί πριν από 47 χρόνια, τη 14η Αυγούστου, όταν ο τουρκικός στρατός έστειλε κι άλλες μονάδες στο νησί, άφησαν τα φλιτζάνια τους στο τραπέζι της κουζίνας και επιβιβάστηκαν στο φορτηγό του πατέρα της.

1Η ΗΜΕΡΑ

Η Τασούλα Χατζητοφή περπατάει μόλις λίγα μέτρα. Ο δρόμος στον οποίο στέκεται ασφαλτοστρώθηκε πρόσφατα, πίσω από το οδόφραγμα βρίσκεται ένα περίπτερο. Έχει καφέ και πατατάκια και μπορεί κανείς να ενοικιάσει ποδήλατα mountain. Κοιτάει το περίπτερο αυτό λες και είναι μετεωρίτης. Τα πόδια της τρέμουν.

Ένα λεωφορείο έρχεται από την κατεύθυνση στην οποία είναι το σπίτι που έμενε παιδί, σταματά μπροστά από το περίπτερο για να επιτρέψει στους ανθρώπους να βγουν. Γυναίκες με μαντίλες, παιδιά με σωσίβια. Ο οδηγός φοράει προστατευτική μάσκα στο πηγούνι, θα συνεχίσει αμέσως τη διαδρομή του, λέει, δέκα τουρκικές λίρες.

Οδηγά πολύ γρήγορα για τα γούστα της. Η Τασούλα γυρνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά κι ανοιγοκλείνει το στόμα της. Φοίνικες, ακακίες και μπουκαμβίλιες περνάνε μπροστά της και καλύπτουν τα ονόματα των καταστημάτων και των δρόμων. Μυρίζει δάφνη και πικροδάφνη. Όταν το λεωφορείο στρίβει δεξιά στη διασταύρωση χειροκροτεί. Αναγνωρίζει εννιά κόκκινα γράμματα: Edelweiss.

Το λεωφορείο στρίβει στην οδό Απόστολου Ανδρέα, επιταχύνει στη λεωφόρο Κένεντι, περνά μπροστά από έναν τουρκικό στρατώνα. Σταματά μπροστά από ένα περίπτερο με θέα τη θάλασσα. Τερματικός σταθμός, πλαστικές καρέκλες, τουρκικός καφές, ένα αστυνομικός με γυαλιά ηλίου.

«Πού είναι οι δρόμοι», ρωτά η κυρία Χατζητοφή. Δεν είναι σαφές σε ποιον ακριβώς απευθύνεται. Από τη λεωφόρο Κένεντι, από τον πεζόδρομο της Αμμοχώστου, ξεκινούσαν παλιά δρόμοι. Η Τασούλα Χατζητοφή βλέπει μόνο δέντρα και απαγορευτικές ταινίες.

Πίσω από την πλαστική καρέκλα στην οποία κάθεται ο αστυνομικός ξεκινά ένας δρόμος ο οποίος έχει χορταριάσει αλλά περπατιέται. «Σε ποιο ύψος βρισκόμαστε;» ρωτά τον αστυνομικό. «Το σπίτι μου βρίσκεται στον οδό Εσπερίδων.»

Ο αστυνομικός σηκώνει τους ώμους.

«Σας παρακαλώ», λέει η Τασούλα, «πρέπει να κατεβώ από εδώ, 100 μέτρα μόνο και μετά μπαίνω δεξιά.»

Ο αστυνομικός δείχνει την κόκκινη προειδοποιητική πινακίδα στον θάμνο ιβίσκου: «Προσοχή! Είναι επικίνδυνο να παρεκκλίνετε από τους σηματοδοτημένους δρόμους!»

Η περιοχή έχει μεν ανοίξει επίσημα, στην πραγματικότητα, όμως, το μεγαλύτερο της μέρος αποτελεί ακόμα στρατιωτική ζώνη. Ο αστυνομικός της μιλάει για φίδια, για σκεπές που μπορεί να γκρεμιστούν.

«Πίσω από εσάς υπήρχε μια παγωταρία», λέει η Τασούλα.

«Πηγαίνετε στην παραλία», απαντά αυτός.

Γυρνάει από την άλλη, κοιτάει τη θάλασσα. Δεν χάνει τον αστυνομικό από τα μάτια της. Κάποια στιγμή αυτός σηκώνεται, πάει πίσω από το περίπτερο, θέλει να τεντώσει λίγο τα πόδια του.

Το όνομα της Αμμοχώστου προέρχεται από τα Αρχαία Ελληνικά και σημαίνει «χωμένη στην άμμο». Κατά τον 7ο αιώνα κρύβονταν εδώ οι Έλληνες ψαράδες από τους Άραβες ληστές. Τον 16ο αιώνα κατέφτασε εδώ ο οθωμανικός στρατός. Τούρκοι έποικοι έδιωξαν τους Έλληνες από την Αμμόχωστο, τους παραχώρησαν μια λωρίδα γης νότια του τείχους της πόλης και την ονόμασαν Βαρώσι. Προάστια, γκέτο.

Στο πέρας τον αιώνων το Βαρώσι αναπτύχθηκε στη πιο ζωντανή συνοικία της Αμμοχώστου. Εδώ μεγάλωναν τα περισσότερα οπορωφόρα δέντρα, ζούσαν οι καλύτεροι αγγειοπλάστες και οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες.

Όταν γεννήθηκε εδώ η Τασούλα Χατζητοφή, την 23η Φεβρουαρίου του 1959, η Κύπρος ήταν στο κατώφλι ενός εμφυλίου. Αποτελούσε αγγλική αποικία στην οποία η ελληνική και τουρκική ένοπλες ομάδες αναλάμβαναν ολοένα και περισσότερο τα ηνία.

Τέσσερις ημέρες πριν από τη γέννηση της Χατζητοφή υπογράφτηκε στο Λονδίνο μια συμφωνία με την οποία οι Βρετανοί παραχωρούσαν στην Κύπρο την ανεξαρτησία της. «Μια τρομερή συμφωνία», λέει η Τασούλα Χατζητοφή: 30% των βουλευτικών εδρών ορίστηκαν τότε για τους Τ/κύπριους, παρόλο που οι Τ/κ δεν αποτελούσαν ούτε καν το 19% του πληθυσμού.

Οι ελληνοκύπριοι εθνικιστές που επιθυμούσαν την Ένωση του νησιού στην Ελλάδα ανέτρεψαν το 1974 τον πρόεδρό τους. Η Τουρκία έστειλε τον στρατό της. Μέσα σε μερικές εβδομάδες είχε καταλάβει σχεδόν το 40% του νησιού. Την ημέρα που η οικογένεια της Τασούλας Χατζητοφή διέφευγε αυτού του στρατού, η ελληνική εθνοφρουρά σκότωσε 126 Τούρκους στα περίχωρα της Αμμοχώστου. Το νεαρότερο θύμα ήταν 16 ημερών, το γηραιότερο 95 ετών.

Προτού προλάβει η Χατζητοφή να απομακρυνθεί δέκα μέτρα από το περίπτερο στη λεωφόρο Κένεντι, της φωνάζει ο αστυνομικός να επιστρέψει. «Σε παρακαλώ», της λέει, «σύντομα θα τα ανοίξουμε όλα εδώ. Θα έρθω τότε από το σπίτι σου να πιούμε καφέ, εντάξει;»

Κι αυτή απαντάει: «Έλα τώρα μαζί μου.»

Δείχνει την οροφή του ξενοδοχείου La Paloma. «Κάμερες παντού.»

Στην παραλία κάνουν μπάνιο έφηβοι Τούρκοι. Ο πρόεδρος Ερντογάν, διάβασε η Χατζητοφή στην εφημερίδα, ανακοίνωσε πριν από την επίσκεψή του στην Αμμόχωστο ότι έχει «καλά νέα».

Τι θα μπορούσε να αποτελέσει καλό νέο για την Αμμόχωστο;

Μετά το 1974 η Τουρκία έφερε στην Κύπρο δεκάδες χιλιάδες εποίκους από την Ανατολία και τους έδωσε οικόπεδα και σπίτια στο βόρειο μέρος. Το Βαρώσι, το καλύτερο τμήμα του νησιού, οι Τούρκοι το περιέφραξαν με συρματόπλεγμα.

Έξι τετραγωνικά χιλιόμετρα, 105 ξενοδοχεία, 4649 κατοικίες, 21 τραπεζικά υποκαταστήματα, 14 θέατρα, δέκα σινεμά, 14 εκκλησίες, 380 εργοτάξια.

Τα κτίρια που κάποτε ήταν τα σπίτια 36 000 ανθρώπων έπεφταν τώρα ακριβώς μέσα στη νεκρή ζώνη του ΟΗΕ.

Το Βαρώσι έγινε το μπαλάκι σε έναν μεγάλο αγώνα δρόμου: η Τουρκία σχεδίαζε να εγκαθιδρύσει ένα δικό της κράτος στη Βόρεια Κύπρο. Αν οι παγκόσμιες δυνάμεις αναγνώριζαν αυτό το κράτος, η Τουρκία δήλωνε έτοιμη να επιστρέψει το Βαρώσι στους κατοίκους της.

Η Τασούλα Χατζητοφή θυμάται τις φήμες της εποχής: το αργότερο μετά από έναν χρόνο θα μπορούσαν να επιστρέψουν, ίσως και μετά από δύο. Έμεναν σε ένα κατάλυμα στη Λεμεσό, μια πόλη στα νότια παράλια.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ασχολήθηκε με την Κύπρο. Το ψήφισμα 353 ακολούθησε το ψήφισμα 354, έπειτα τα ψηφίσματα 355, 357, 358, 359, 360, 361, 364, 365, 367, 370, 383, 391, 401, 410, 414, 422, 430, 440, 443, 451, 458, 472, 482, 486, 495, 510, 526, 534. Τον Νοέμβριο του 1983 το σπίτι της Τασούλας Χατζητοφή στην Αμμόχωστο ήταν άδειο για σχεδόν δέκα χρόνια ενώ οι Τούρκοι ανακήρυξαν την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Κανένα κράτος πέρα από την Τουρκία δεν την αναγνώρισε. Το συρματόπλεγμα γύρω από το Βαρώσι έμεινε όπως ήταν.

Μπροστά από το περίπτερο περνούν λιμουζίνες, άντρες με γραβάτες βγαίνουν από αυτές, πάνε στην παραλία.

«Κατάγεστε από την Τουρκία;», ρωτάει η κυρία Χατζητοφή.

«Όχι», απαντά ένας από τους άντρες και ανάβει ένα τσιγάρο, «είμαστε μια αποστολή από το Αζερμπαϊτζάν.»

«Κατάγομαι από την Αμμόχωστο, πέντε λεπτά από εδώ.»

«Ωραία, ωραία.»

«Τίποτα δεν είναι ωραίο. Δεν μου επιτρέπουν να δω το σπίτι μου.»

«Είναι πλέον η χώρα όλων μας», λέει ο άντρας. «Είναι και το δικό μου σπίτι, είμαστε τμήμα του μεγάλου τουρκικού κόσμου. Να είστε ευγνώμων που σας επέτρεψαν να μπείτε εδώ.»

Η Τασούλα Χατζητοφή επιστρέφει στο περίπτερο, μπροστά από τον αστυνομικό στέκεται ένας άντρας με πράσινη βερμούδα, δείχνει τα πόδια του.

«Βλέπετε; Ανατρίχιασα!»

«Παρόλα αυτά δεν μου επιτρέπεται», απαντά ο αστυνομικός.

«Μόνο 30 μέτρα από εδώ, οδός Εφέσου 18α, σας παρακαλώ, ακριβώς πίσω από το δέντρο.»

«Θα χάσω τη δουλειά μου.»

«Μόνο μια φωτογραφία, σας παρακαλώ. Δεν επέτρεψαν στον παππού μου να πάει, πέθανε. Δεν επέτρεψαν στον πατέρα μου να πάει, πέθανε. Εγώ είμαι 55 χρονών».

Ο αστυνομικός κοιτάει το έδαφος. Η Τασούλα Χατζητοφή και ο άντρας αλλάζουν αριθμούς. Ονομάζεται Δημήτρης και εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου σε μια βρετανική στρατιωτική βάση στην Κύπρο. Αγόρασε ένα διαμέρισμα σε μια γειτονική περιοχή για να βλέπει από το μπαλκόνι του την Αμμόχωστο.

Ο σταυρός που φοράει η Χατζητοφή στον λαιμό ανήκε στον πατέρα της. Όταν έφευγε από την Κύπρο, ο πατέρας της της έδωσε στο αεροδρόμιο ένα χαρτονόμισμα των πέντε σελινιών, το οποίο έγραφε: «Καλό ταξίδι, αγοροκόριτσο μου – 14 Νοεμβρίου 1976 – Μην κάνεις τίποτα που θα ντροπιάσει την οικογένειά σου.»

Πριν από οχτώ χρόνια αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Αμμόχωστο, ο πατέρας της ήθελε να δει ξανά την πόλη.

Δεν υπήρχε ακόμα το οδόφραγμα με το τουρνικέ, αλλά μπορούσε κανείς να πλησιάσει το νερό. Περπάτησαν στην παραλία στην τουρκική μεριά κι έφτασαν στο συρματόπλεγμα με τον φρουρό. Μπήκε στο νερό μέχρι την κοιλιά, μέχρι που άκουσε τις φωνές Τούρκων στρατιωτών.

Τον Ιούλιο του 2021 περπατά μόνη της σε αυτήν την παραλία και λέει: «Έθαψα έναν πρόσφυγα.» Ο πατέρας της πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια.
Μπροστά από το συρματόπλεγμα πιάνει κουβέντα με δύο άντρες που φορούν βρεγμένα μαγιό. Είναι οικοδόμοι, λένε, από την Ανατολική Ανατολία. «Κι εσείς τι κάνετε εδώ;» ρωτά ο ένας, «διακοπές;»

«Ας πούμε, ναι», απαντά εκείνη.

Οι εργάτες της προτείνουν μια παραλία πιο βόρεια, όπου σύμφωνα με τους ίδιους η άμμος είναι ακόμα πιο λεπτή.

Στη βεράντα του παραλιακού εστιατορίου Devran κάθεται ένας άντρας με πυκνά φρύδια και τρώει ψάρι.

«Σταύρο;», ρωτά η Τασούλα Χατζητοφή. Τον άντρα αυτόν τον γνωρίζουν στο νησί. Ήταν υπουργός στη Λευκωσία, υποψήφιος στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στον ελληνικό Νότο και έλαβε το 44% των ψήφων. «Σταύρο, έρχεται ο Ερντογάν, πώς μπορείς και κάθεσαι εδώ στους Τούρκους και τρως ψάρι;»

«Πώς είναι αντιπατριωτικό αυτό, Τασούλα;»

2Η ΗΜΕΡΑ

Τη δεκαετία του 1990 η Τασούλα Χατζητοφή εμφανιζόταν συχνά στις εφημερίδες. Ο πρόεδρος της Κύπρου ήταν ο νονός στη βάφτιση του γιου της στο Ρότερνταμ και ο Αρχιεπίσκοπος βάφτισε την κόρη της. Ήταν το κορίτσι από την Αμμόχωστο που πήγε στην Ευρώπη, σπούδασε πληροφορική και ίδρυσε την κατάλληλη στιγμή την κατάλληλη επιχείρηση: εκπαίδευε συνεργάτες διεθνών ομίλων επιχειρήσεων στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο πρώτος της πελάτης ήταν η RoyalDutchShell, έβγαλε το πρώτο της εκατομμύριο όταν ήταν 29. Λίγο καιρό αργότερα δειπνούσε με τη βασίλισσα Βεατρίκη, φορούσε ρούχα σχεδιαστών∙ αλλά δεν ξέχασε το νησί της.

Μετά το 1974 στο βόρειο τμήμα της Κύπρου λεηλατήθηκαν εκατοντάδες εκκλησίες. Η Τασούλα Χατζητοφή αποφάσισε να εντοπίσει εικόνες και μωσαϊκά στη μαύρη αγορά και να τα επιστρέψει στην Κύπρο. Διαπραγματευόταν με κλέφτες έργων τέχνης στις Κάτω Χώρες, έστελνε επιστολές σε αστυνομικούς στη Γερμανία, πλήρωνε δικηγόρους στην Ιαπωνία. Έγραψε κι ένα βιβλίο σχετικά με αυτό: «The Icon Hunter», «Η κυνηγός εικόνων». Ονόμασε τη ΜΚΟ της Walk of Truth, Ο δρόμος της αλήθειας.

Το πολύ 1% των κλεμμένων θησαυρών επιστράφηκε στην Κύπρο, λέει η ίδια, αλλά αυτό δεν απασχολεί κανέναν πέρα από τους Ελληνοκύπριους. Το τουρκικό κράτος δεν θα διωχθεί ποτέ δικαστικά για τη μεγαλύτερη πολιτισμική λεηλασία στην ιστορία του νησιού. Η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ.

Η ΕΕ και ο ΟΗΕ υποστηρίζουν στην Κύπρο μια επιτροπή πολιτισμικής κληρονομίας, στην οποία συνεργάζονται Έλληνες και Τούρκοι και ανακαινίζουν εκκλησίες, τζαμιά, υδραγωγεία, εδώ και χρόνια και το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα στα βορειοανατολικά. Ο Απόστολος Ανδρέας είναι πολύ σημαντικός για την Τασούλα Χατζητοφή, αφού ο αδερφός της ονομάζεται Ανδρέας, ο γιος της ονομάζεται Ανδρέας και η μητέρα της είπε ότι το 1974 ο Απόστολος Ανδρέας τους προστάτεψε από τις τουρκικές βόμβες.

Σήμερα λέει η κυρία Χατζητοφή: «Γιατί αναστηλώνετε το μοναστήρι του Απόστολου Αντρέα αφού δεν μπορώ να προσευχηθώ εκεί χωρίς την άδειά τους;»
Μια άλλη ελληνοτουρκική επιτροπή στην Κύπρο ανοίγει μαζικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου. Από το 2006 ταυτοποιήθηκαν 722 Έλληνες και 284 Τούρκοι. 788 Έλληνες και 208 Τούρκοι αγνοούνται ακόμη.

Η Τασούλα Χατζητοφή λέει: «Όλοι οι Τούρκοι που ήρθαν μετά το 1974 είναι παράνομοι μετανάστες.»
Αυτήν τη μέρα, τη δεύτερη της μέρα στην πόλη φάντασμα, η Χατζητοφή φοράει ένα λευκό μεταξωτό φόρεμα με λουλούδια. Απέναντι από το αρωματοπωλείο Élysée συναντά τον Δημήτρη, τον άντρα από τον οδό Εφέσου 18α. Θέλουν να το ξαναπροσπαθήσουν, ίσως τώρα στη διασταύρωσή τους να βρίσκεται ένας άλλος αστυνομικός.

Μπροστά από την τράπεζα Barclays στην οδό Δημοκρατίας κάθεται ένα Τούρκος φρουρός σε μια ξύλινη καλύβα. Η Τασούλα Χατζητοφή του μιλάει:
«Από πού είστε;»

«Από τη Μερσίνη στα βόρεια παράλια της Τουρκίας.»

«Πότε ήρθατε εδώ;»

«Το 1975. Ήρθε ολόκληρο το χωριό μας.»

«Όμως, γιατί ήρθατε;»

«Πού να ξέρω εγώ; Ήμουν 8.»

Ο φρουρός της περιγράφει τη δουλειά του: η βάρδια του διαρκεί 24 ώρες, φέρνει ο ίδιος το φαγητό του, τη νύχτα δεν επιτρέπεται να κοιμηθεί. Εδώ και 19 χρόνια κάθεται σε αυτήν τη διασταύρωση.

«Δεν φοβάστε τα φαντάσματα;», τον ρωτάει.

«Μέχρι πριν από δέκα χρόνια δεν είχαμε ρεύμα, μόνο κεριά. Πριν από εφτά χρόνια εξαφανίστηκε ένας συνάδελφος, τον βρήκαμε τρεις μέρες αργότερα. Είχε πέσει στο κτίριο στον θερινό κινηματογράφο.

Η Τασούλα και ο Δημήτρης περπατούν με κατεύθυνση τη θάλασσα και θυμούνται τις φωνές του 1974: τους πωλητές καλαμποκιού μπροστά από τον κινηματογράφο του Χατζηχαμπή, τους καστανάδες στο σχολικό πάρκο, τους οπαδούς της Ανόρθωσης Αμμοχώστου. Του περιγράφει πώς μάζευε σαλιγκάρια στις καλαμιές στην άκρη του δρόμου.

Στο ξενοδοχείο Golden Mariana ο αέρας κλείνει με κρότο ένα παράθυρο, το παράθυρο ανοίγει και πάλι. Στην οδό Μιαούλη, η οποία είναι παράλληλη της Εσπερίδων, η Τασούλα Χατζητοφή ρίχνει το βλέμμα προς τον τουρκικό στρατώνα, έπειτα σηκώνει το φόρεμά της και περνάει πάνω από το διαχωριστικό.

Σκύβει κι αρχίζει να τρέχει. Τα σανδάλια της μπερδεύονται στο γρασίδι, περνά πάνω από κλαδιά, πάνω από πέτρες, υπολείμματα συρματοπλέγματος, αποφεύγει μια σαύρα, πηδάει στην άκρη όταν μια κουκουβάγια πετάγεται από τη λόχμη. Προσπερνάει δύο πινακίδες με βέλη, οι οποίες από αντίθετες κατευθύνσεις δείχνουν το SteakhouseAngus. Εκεί που υποθέτει πως είναι το σπίτι της ανυψώνεται ένα τοίχος από καλαμιές.

Στέκεται στις μύτες των δαχτύλων της με δάκρυα στα μάτια, στον θάμνο πίσω της βρίσκεται μια πόρτα. Μια τριώροφη κατοικία.

Στο κλιμακοστάσιο απαθανατίστηκαν τούρκοι στρατιώτες: ο Cengiz από το Lüleburgaz, τον Απρίλιο του 1975, ο Ejder από το Μπουρντούρ, τον Ιανουάριο του 1980. Η Τασούλα Χατζητοφή κρατάει το στρίφωμα του φορέματός της και με τις δύο γροθιές της και διασχίζει τα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Υπολείμματα παρκέ, παιδικά παπούτσια, ένας νιπτήρας χωρίς βρύση. Χωρίς έπιπλα, χωρίς τηλεόραση. Σκαρφαλώνει στην ταράτσα. Εκεί χαμογελά.

Από εδώ φαίνεται το καμπαναριού του Τιμίου Σταυρού. Είναι η εκκλησία της, βρίσκεται στην αρχή της οδού Εσπερίδων.

Η πόρτα είναι καρφωμένη. Η Τασούλα Χατζητοφή βγάζει το κεφάλι της από την τρύπα όπου παλαιότερα υπήρχε ένα τζάμι παραθύρου. Βλέπει το παγκάκι στο οποίο καθόταν παιδί, το εικονοστάσιο στο οποίο προσευχόταν. Από το εικονοστάσιο λείπουν οι εικόνες. Η Τασούλα Χατζητοφή ταρακουνά την πόρτα. Έπειτα κοκαλώνει.

Ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου που κοντοζυγώνει, ο οδηγός ανεβάζει ταχύτητα. Ρίχνεται στην πέτρινη πλάκα μπροστά από την εκκλησία και παραμένει εκεί ξαπλωμένη με τα χέρια στο πρόσωπο. Το αυτοκίνητο αφήνει πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.

Η Τασούλα Χατζητοφή ισιώνει το φόρεμά της και πάει προς το σπίτι, Εσπερίδων 41. Μετρά τα σπίτια: αριθμός 13, αριθμός 15, 17. Στον αριθμό 27 ακούει και πάλι ένα αυτοκίνητο. Αυτήν τη φορά δεν κρύβεται.

Ο οδηγός είναι ένας νέος στρατιώτης με ιδρωμένα χακί ρούχα.

«Κατουριόμουν», λέει η Τασούλα Χατζητοφή. «Γιατί δεν έχετε τουαλέτες στην Κένεντι;»

Ο στρατιώτης κοκκινίζει, καλεί τον διοικητή του.

3Η ΗΜΕΡΑ

Λίγο πριν τη γέννηση της Χατζητοφή ο πατέρας της ενεπλάκη σε έναν καυγά σε μια μπυραρία στην Αμμόχωστο. Τον βοήθησε ένας αγρότης που καλλιεργεί ροδιές, ο οποίος έγινε έπειτα ο νονός της. Ο άντρας αυτός μένει σε ένα ελληνικό μέρος γειτονικά της Αμμοχώστου, προσεύχεται για την Τασούλα Χατζητοφή εδώ και 62 χρόνια. Σήμερα θα συναντηθεί ολόκληρη η οικογένειά του.

Ο Ερντογάν έχει φτάσει στο νησί. Ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος αποκαλεί τη Μεσόγειο μια «τουρκική κλειστή λίμνη», το περασμένο φθινόπωρο άνοιξε την παραλία της Αμμοχώστου και έσπευσε κατευθείαν υποδειγματικά να πάει για πικνίκ μπροστά από το ξενοδοχείο Argolis. Σήμερα θα αποκαλύψει τι σκοπεύει να κάνει με την Αμμόχωστο.

Η Τασούλα Χατζητοφή το απόγευμα αυτό φέρνει μαζί της στον νονό της δύο κινηματογραφιστές, γυρνάνε ένα ντοκιμαντέρ για τη Χατζητοφή. Κάθεται στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση.

Η ελληνοκυπριακή κρατική τηλεόραση δείχνει σε επανάληψη ένα επεισόδιο του τοκ σόου «Happy Hour». Η τουρκική τηλεόραση δείχνει πώς κόβουμε το μοσχάρι. Αύριο είναι η Γιορτή της Θυσίας η οποία φέτος συμπίπτει με την επέτειο της εισβολής του 1974. Στην Τουρκία η ημέρα της εισβολής ονομάζεται η «Γιορτή της Ειρήνης και της Ελευθερίας».

Η Χατζητοφή περιγράφει στον νονό της το συμβάν με τον νεαρό στρατιώτη που την τσάκωσε στην οδό Εσπερίδων. Την πήγε με το αυτοκίνητο στο οδόφραγμα και όταν την αποχαιρέτησε της είπε ότι του μένει μόνο μισός χρόνος στο νησί. Ο Τούρκος αστυνομικός που έψαξε την τσάντα της, την προειδοποίησε να μην κάνει άλλη χαζομάρα. Έπειτα της είπε ότι τη λυπάται, την καταλαβαίνει, ότι κι αυτός είναι πρόσφυγας κι έχει πάει ήδη πέντε φορές στη Λεμεσό και δεν μπορεί να σταματήσει να βλέπει το χέρσο χωράφι στο οποίο το 1974 ήταν το πατρικό του σπίτι.

Αυτό το απόγευμα μυρίζει λιβάνι και φύλλα ελιάς, ο νονός της Χατζητοφή της κάνει δώρο μία εικόνα. Είναι ο Απόστολος Αντρέας. Τη βάζει μπροστά στην πιατέλα με το καπνιστίρι.

Δεν θέλει να περιμένει άλλο τον Ερντογάν να εμφανιστεί στην τηλεόραση, θέλει να δείξει στην Κάτια την Αμμόχωστο. Η Κάτια είναι η κόρη του νονού της, ήταν οχτώ χρονών όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε να φύγει. Η Κάτια βάζει στα πράγματά της ένα κίτρινο, καρό, παιδικό φορεματάκι που κουμπώνει στο στήθος. Είναι το φόρεμα που φορούσε όταν διέφευγαν.

4Η ΗΜΕΡΑ

Μεταξύ του 2ου και του 3ου οδοφράγματος η Τασούλα Χατζητοφή βλέπει ένα πλήθος αστυνομικών. Την προηγούμενη μέρα ο Ερντογάν μίλησε ενώπιον του τουρκικού κοινοβουλίου στη Λευκωσία, αλλά δεν είπε ούτε λέξη για την Αμμόχωστο. Προφανώς, ανέβαλε το μήνυμά του για σήμερα, την επέτειο της εισβολής.
Θέλει να μιλήσει του Ερντογάν μετά την εμφάνισή του στην Αμμόχωστο και να τον ρωτήσει αν θα ήταν πρόθυμος να προσευχηθεί μαζί της στην εκκλησία της. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, θέλει να του στείλει ένα γραπτό μήνυμα.

Από τον πρόσοψη του παλιού της καλλιτεχνικού σχολείου, του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου, κρέμονται τουρκικές σημαίες. Η Τασούλα Χατζητοφή κάθεται πάνω σε μια πέτρα και βάζει ένα αντίτυπο του βιβλίου της, «Η Κυνηγός Εικόνων», στο γόνατό της. Στο εξώφυλλο εμφανίζεται μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της, η οποία λήφθηκε σε έναν διαγωνισμό ποίησης σε αυτό το σχολείο. Στη φωτογραφία είναι περίπου 12 χρονών, είναι η μοναδική παιδική φωτογραφία που έχει, όλες τις υπόλοιπες τις είχαν αφήσει πίσω τους στο σπίτι στην οδό Εσπερίδων.

Ψάχνει για ώρα να βρει τις σωστές λέξεις για τον πρόεδρο Ερντογάν. Πρέπει να καταλάβει τι θέλει να του πει.

Τον Ιούλιο του 1989 μια πρόσφυγας από τη βόρεια Κύπρο προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απαιτούσε από την Τουρκία αποζημίωση για το σπίτι της. Εφτά χρόνια αργότερα οι δικαστές του Στρασβούργου όρισαν πως πρέπει να της καταβληθούν σχεδόν ένα εκατομμύριο αμερικανικά δολάρια. Η υπόθεση αυτή πυροδότησε ένα κύμα αγωγών, το δικαστήριο όρισε ότι όλα τα υπόλοιπα παράπονα θα πρέπει να διευθετηθούν επί τόπου, στη βόρεια Κύπρο.
Η Χατζητοφή δεν κινήθηκε ποτέ νομικά. «Είναι», λέει, «λες και στέλνεις ένα θύμα βιασμού στον βιαστή του.»

Στους πελάτες της επιχείρησής της συγκαταλέγονται η Europol, η Eurojust, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία που στο μεταξύ διαλύθηκε. «Από πού κι ως πού θα έπρεπε εγώ από όλον τον κόσμο», λέει η Χατζητοφή, «να κινηθώ νομικά σε ένα κράτος, το οποίο δεν αναγνωρίζει κανένας άλλος;»

Ούτε στο Στρασβούργο κινήθηκε ποτέ νομικά. Είπε ότι δεν θέλει χρήματα για το σπίτι της, παρά μόνο να κηδευτεί στο νεκροταφείο πίσω από την εκκλησία της και τα παιδιά της να μην λάβουν το πιστοποιητικό ταφής στα τουρκικά.

Ανοίγει το βιβλίο της και το υπογράφει για τον «Αγαπητό κύριο Ερντογάν»:

Θα προσευχηθώ για εσάς ώστε να πάρετε τη σωστή απόφαση και να σταματήσετε να μας πονάτε. Προσπαθήστε να σώσετε την ψυχή σας, επειδή τα φαντάσματα της Αμμοχώστου θα σας καταδιώξουν. Τα δάκρυά μας δεν χωράνε σε κανένα τζαμί. Κανένα τζαμί δεν θα είναι αρκετά μεγάλο για να σώσει την ψυχή σας. Δώστε μου μία ώρα χρόνο, όπου θέλετε πάνω στον πλανήτη. Ας μιλήσουμε για την αλήθεια, την ειρήνη και τη συμφιλίωση. Εγκάρδια, Τασούλα Χατζητοφή, ένα φάντασμα από την Αμμόχωστο.

Κλείνει ξανά το βιβλίο, στον κήπο μπροστά της κελαρύζει ένα σιντριβάνι, πριν από δύο μέρες δεν ήταν ακόμα εδώ. Στην είσοδο βρίσκεται μια τεταμένη κόκκινη ταινία, δίπλα περιμένει ένας άντρας με κουστούμι, κρατάει ένα ψαλίδι στο χέρι. Η Τασούλα Χατζητοφή βλέπει λιμουζίνες, ανεβαίνουν την οδό Δημοκρατίας. Τρέχει από πίσω τους. Πίσω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου βλέπει κι άλλες τουρκικές σημαίες.

Στην εσωτερική αυλή πίσω από τα ερείπια ενός τείχους εγκαινιάζεται ένα μικρό τζαμί. Η Τασούλα Χατζητοφή πλησιάζει έναν αστυνομικό και τον ρωτά: «Είναι εδώ ο Ερντογάν;»

Ο υπάλληλος κροταλίζει τη γλώσσα του, «όχι».

Η Χατζητοφή κοιτάει τα παπούτσια μπροστά από την είσοδο του τζαμιού, ακούει τον τουρκικό εθνικό ύμνο, γυρνάει από την άλλη και φεύγει.

Κοντοστέκεται μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δίπλα από μια υπηρεσιακή λιμουζίνα. Βγάζει την εικόνα του Απόστολου Αντρέα. Από τα ηχεία ακούγονται ευχές για τη Γιορτή της Θυσίας, η Τασούλα Χατζητοφή γονατίζει και σφίγγει την εικόνα της και με τα δύο της χέρια. Προσεύχεται για πέντε λεπτά.
Ύστερα πάει στο οδόφραγμα. Ο αστυνομικός που την είχε προειδοποιήσει για τις χαζομάρες κρατάει το κινητό του μπροστά από το πρόσωπο. Ακούει τον Ερντογάν.

Ο Ερντογάν βρίσκεται στη Λευκωσία, σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την Αμμόχωστο, η ομιλία του αναμεταδίδεται ζωντανά. Ο πρόεδρος απαγγέλει ένα ποίημα: «Εκεί όπου παλιά χτυπούσαν τον τουρκικό λαό αλυσοδεμένο, εκεί όπου έσφαζαν τον τουρκικό λαό, ανεμίζουν σήμερα τουρκικές σημαίες, είμαστε ελεύθεροι.»

Έπειτα λέει ο Ερντογάν ότι θα ανοίξουν πλήρως το Βαρώσι. «Δεν θέλουμε να πάρουμε την περιουσία κανενός», λέει, θα φροντίσουν να μπορεί ο κόσμος να εισέρχεται στην πόλη χωρίς να κινδυνεύει. Αρχικά θα απελευθερώσουν μια έκταση που αντιστοιχεί στο 3%, με το πέρας του χρόνου το Βαρώσι θα γίνει ένα «σύμβολο της ειρήνης και της ευημερίας».

Ο Ερντογάν δεν λέει ποιος θα ζει εδώ στο μέλλον, ποιος θα κυβερνήσει την πόλη, σε ποιο 3% της έκτασης αναφέρεται.

Ο αστυνομικός στο οδόφραγμα γελά και λέει, «όλα θα πάνε καλά, Τασούλα». Τον αγκαλιάζει και του δίνει το βιβλίο που υπέγραψε για τον Ερντογάν. «Μπορείς να φροντίσεις να φτάσει σε αυτόν;»

Σε έναν λόφο βόρεια της Λεμεσού, μιάμιση ώρα οδικώς από την Αμμόχωστο, κάθεται η μητέρα της Τασούλας Χατζητοφή σε μια πολυθρόνα με στήριγμα για τα πόδια και ατενίζει μια πισίνα. Είναι 92 ετών. Μια φιλιππινέζα φροντίστρια της προσφέρει ένα πιάτο με δύο καθαρισμένα μάνγκο.

«Είδες το σπίτι μας;»

«Όχι, μαμά, αλλά ήμουν με τον Απόστολο Αντρέα στην δρόμο μας.»

«Θα προσευχηθώ σε αυτόν να μας λυτρώσει, επιτέλους, από τους Τούρκους.»

Ο δικηγόρος της Τασούλας Χατζητοφή στην Αθήνα εξετάζει κατά πόσο θα μπορούσε να είχε καλή έκβαση μια αγωγή προσωπικά κατά του Ερντογάν.

Για το φθινόπωρο η Χατζητοφή προγραμματίζει μια πορεία στην Αμμόχωστο. Εκατοντάδες πρόσφυγες θα μεταμφιεστούν σε φαντάσματα και θα πάνε στα σπίτια τους.