Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, σε ανακοίνωση της αναφέρει ότι «τα πρωτοφανή για τα κυπριακά δεδομένα ευρήματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 27, Νοεμβρίου, 2019 με την υποβολή της έκθεσης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη αξιολογούνται από του ποινικούς ανακριτές που ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας διόρισε για την διερεύνηση ποινικών αδικημάτων έναντι όλων των εμπλεκομένων προσώπων.
Σημειώνει ότι ένα ακριβώς χρόνο μετά και ακόμη να αναγνωριστεί αν η παράλειψη υποχρέωσης για ενημέρωση του Γενικού Εισαγγελέα για περιστατικό βίας ανηλίκου μέσα σε τρείς μέρες από την ημέρα που αυτό έλαβε χώρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς, δεν έγινε ποτέ προηγουμένως, παρά μόνο μετά τον θάνατο του, εννέα μήνες αργότερα.
«Ένα ακριβώς χρόνο μετά και οι διαπιστώσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για την εκ πρώτοις όψεως παραβίαση των αστυνομικών διατάξεων που επέβαλλαν την υποχρέωση ενημέρωσης του Γραφείου Βίας στην Οικογένεια από τους αστυνομικούς πρώτης γραμμής ακόμη παραμένει υπό διερεύνηση, ενόψει της αναμονής του πορίσματος των ποινικών ανακριτών...», αναφέρει
Ένα χρόνο μετά και ακόμη, προσθέτει, είναι σε αναστολή κάθε πειθαρχική διαδικασία, ενόψει της αναμονής του πορίσματος των ποινικών ανακριτών σε ΥΚΕ και Αστυνομία.
Η ενδελεχής έρευνα που διενεργήθηκε από το Γραφείο μου, αναφέρει η κ. Λοττίδη, κατέδειξε σημαντικές ελλείψεις στους χειρισμούς των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της Αστυνομίας, αναφορικά με την ελλιπή αναγνώριση από τους λειτουργούς πρώτης γραμμής της σοβαρότητας των καταγγελιών, που άγγιξαν τελικά την απουσία εκτίμησης κινδύνου στην όλη υπόθεση.
Όπως, ειδικότερα, διαπιστώθηκε, σημειώνει, η Αστυνομία, παρότι ήταν σε γνώση της σωρεία καταγγελιών που αφορούσαν ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας στην οικογένεια του Στυλιανού, θεώρησε, λανθασμένα ότι, για να κινηθούν οι ανακριτικές ή/και ποινικές διαδικασίες προς τον σκοπό, ενδεχομένως, της ποινικής δίωξης του φερόμενου ως δράστη, ήταν αναγκαία η υποβολή γραπτής καταγγελίας από το θύμα.
«Η προσέγγιση αυτή της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι τελούσε σε πλήρη αντίθεση με σχετική Εγκύκλιο του Αρχηγού Αστυνομίας (ημερ.2/2/2007) σύμφωνα με την οποία «τα αδικήματα βίας στην οικογένεια δεν θεωρούνται κατ’ έγκλειση διωκόμενα, και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η ύπαρξη γραπτού παραπόνου για να διερευνηθούν», προσθέτει.
Αναφέρει ότι παραλείψεις διαπιστώθηκαν και σε ότι αφορά το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας της Αστυνομίας, το οποίο, παρότι είχε πρόσβαση στο ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων των εμπλεκόμενων στην υπόθεση Αστυνομικών Σταθμών, δεν είχε πλήρη εικόνα σε σχέση με τον αριθμό των περιστατικών που είχαν καταγγελθεί στους Σταθμούς.
«Η ελλειμματική πληροφόρηση του εν λόγω Γραφείου, οδήγησε, προφανώς και στην παράλειψη εξέτασης της δυνατότητας αυτεπάγγελτης παρέμβασής του στην περίπτωση, ώστε να αξιολογηθεί ο κίνδυνος και η σοβαρότητα της κατάστασης προς τον σκοπό παροχής προστασίας και ασφάλειας στα θύματα», προσθέτει.
Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, αναφέρει η κ. Λοττίδη, ήταν η υπηρεσία που διαπιστώθηκε, μέσα από την έρευνα, ότι έφερε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης αναφορικά με τη διαχείριση της υπόθεσης, λόγω του ρόλου και των αρμοδιοτήτων της.
Ειδικότερα, σημειώνει, διαπιστώθηκε απουσία εκτίμησης κινδύνου σε σχέση με την ύπαρξη σωματικής όσο και ψυχολογικής βίας στην οικογένεια και παράλειψη κατάλληλου κα έγκυρου συντονισμού, καθώς και λήψη μέτρων, τόσο κατά τα πρώτα στάδια παρακολούθησης της οικογένειας από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όσο και μεταγενέστερα, κατά παράβαση όλων σχεδόν των σχετικών Διοικητικών Διατάξεων και Εγχειριδίων.
«Παντελής απουσία εκτίμησης κινδύνου διαπιστώθηκε και σε ότι αφορά τον χρόνο αμέσως μετά την απόπειρα αυτοκτονίας που ο Στυλιανός είχε διαπράξει, στον οποίον διαφάνηκε ότι δεν δόθηκε καμία εξειδικευμένη στήριξη από την υπηρεσία», προσθέτει.
Ένα χρόνο μετά, αναφέρει η Επίτροπος Διοικήσεως, σημειώνουμε μόνο με συνθήματα την 25η Νοεμβρίου για να διακηρύξουμε την αντίθεση μας και να καταδικάσουμε την βία κατά των γυναικών η οποία αντανακλά άμεσα στις παιδικές ψυχές, πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την ύπαρξη τους και βιάζοντας κάθε μέρα τα συναισθήματα τους.
«Γιατί αν η σωματική βία έχει ένα προσωρινό τέλος πριν την επανάληψη, η ψυχολογική βία παραμένει σταθερή και συνεχής στην ψυχή του ανηλίκου, μέχρι να τον οδηγήσει στην απελπισία ... για μια κραυγή που δεν άγγιξε ποτέ τους «υπεύθυνους» κι ας φώναζε με όλη του την δύναμη .. Ένα χρόνο μετά και το μόνο που ακούσαμε ήταν η εκκωφαντική σιωπή ! Για τον Στυλιανό και κάθε Στυλιανό που ακόμη περιμένει δικαίωση στην γειτονιά των αγγέλων!!», καταλήγει η ανακοίνωση.
Πηγή: ΚΥΠΕ