Ομοσπονδιακός Κυπριακός Στρατός δεν προβλεπόταν. Θα διαλύονταν Εθνική Φρουρά και «Τουρκοκυπριακές Δυνάμεις Ασφαλείας» με τις εφεδρείες τους και θα υπήρχε σταδιακή αποχώρηση ΕΛΔΥΚ και τουρκικών κατοχικών δυνάμεων. Μέχρι το 2018, και αν όλα πήγαιναν ρολόι, θα παρέμεναν 650 Τούρκοι και 950 Ελλαδίτες στρατιώτες στο νησί, όπως προβλεπόταν στη Συνθήκη Εγγυήσεων του 1960. Ο ΟΗΕ θα επόπτευε την εφαρμογή του Σχεδίου.
Έχουν περάσει ήδη 16 χρόνια από το Σχέδιο Ανάν, το οποίο ο Κυπριακός Ελληνισμός απέρριψε σε Δημοψήφισμα με ένα ισχυρό ΟΧΙ της τάξεως του 76%.
Ο σοβαρότερος λόγος απόρριψης της «Συνολικής Διευθέτησης» του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Kofi Annan ήταν η ασφάλεια. Η μεγαλύτερη έμφαση ήταν στα ζητήματα που συνδέονταν με τη διατήρηση εγγυήσεων, την κατάργηση της Εθνικής Φρουράς και την παραμονή για ένα μεγάλο διάστημα τουρκικών στρατευμάτων. Αυτό γινόταν πιο σοβαρό, αφού σε συνάρτηση με το δύσκαμπτο της τρικέφαλης ομοσπονδιακής, κρατικής μηχανής, όπου οι τριβές και οι αντιπαραθέσεις θα ήταν αναμενόμενες, και την παραμονή των εποίκων, συνιστούσε μια σοβαρότατη υπαρξιακή απειλή.
Μελετώντας το όλο ζήτημα αναδρομικά, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως δεν αποτέλεσε μείζον θέμα στον δημόσιο διάλογο η εξέλιξη και η δομή των Σωμάτων Ασφαλείας, τόσο σε επίπεδο συνιστώντων κρατιδίων, όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Οι αστυνομίες θα ήταν ο μόνος θεσμός που θα κατείχε το έννομο «μονοπώλιο της βίας» και θα έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση «μιας νέας τάξης πραγμάτων στην Κύπρο», αφού αυτή θα ήταν επιφορτισμένη με την αντιμετώπιση των ζητημάτων «χαμηλής ασφάλειας» και στον έλεγχό τους ούτως ώστε να μην κλιμακωθούν σε πολιτικο-διπλωματικές κρίσεις.
Τι Στρατός θα υπήρχε;
Ομοσπονδιακός Κυπριακός Στρατός δεν προβλεπόταν. Θα διαλύονταν Εθνική Φρουρά και «Τουρκοκυπριακές Δυνάμεις Ασφαλείας» με τις εφεδρείες τους και θα υπήρχε σταδιακή αποχώρηση ΕΛΔΥΚ και τουρκικών κατοχικών δυνάμεων. Μέχρι το 2018, και αν όλα πήγαιναν ρολόι, θα παρέμεναν 650 Τούρκοι και 950 Ελλαδίτες στρατιώτες στο νησί, όπως προβλεπόταν στη Συνθήκη Εγγυήσεων του 1960. Ο ΟΗΕ θα παρατηρούσε την εφαρμογή του Σχεδίου.
Σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Θεμελιώδους Συμφωνίας, «Η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία και οι συνιστώσες πολιτείες της θα αποστρατιωτικοποιηθούν. Δεν θα υπάρχουν παραστρατιωτικές ή εφεδρικές δυνάμεις και δεν θα γίνεται στρατιωτική ή παραστρατιωτική εκπαίδευση πολιτών». Συνεπώς, όλο το βάρος εφαρμογής θα έπεφτε σε αστυνομικούς ώμους.
Εκείνη την περίοδο φημολογείτο έντονα μεταξύ των στρατιωτικών πως με τη διάλυση της ΕΦ κάποιοι θα μετατάσσονταν σε αστυνομικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες ή θα απολύονταν σιωπηρά λόγω φρονημάτων.
Ομοσπονδιακές & Πολιτειακές Αστυνομίες
Σύμφωνα με το Άρθρο 31, επρόκειτο να δημιουργηθεί Ομοσπονδιακή Αστυνομία με ισάριθμο προσωπικό από τις δύο συνιστώσες πολιτείες. Στις αρμοδιότητές της ήταν ο έλεγχος των συνόρων, η προστασία των ομοσπονδιακών αξιωματούχων, εγκαταστάσεων και περιουσίας, καθώς και ξένων αξιωματούχων και διπλωματικών αποστολών.
Η «Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και των Κυβερνήσεων των Συνιστωσών Πολιτειών για Αστυνομικά Θέματα» του Προσαρτήματος IV του Σχεδίου θα ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των Σωμάτων Ασφαλείας στη νέα τάξη πραγμάτων.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα δημιουργείτο μια Αστυνομική Επιτροπή Συνεργασίας (Police Cooperation Committee) με τους Αρχηγούς της κάθε πολιτειακής αστυνομίας, μια Μονάδα Οικονομικών Πληροφοριών (Financial Intelligence Unit) και μια Κοινή Υπηρεσία Ερευνών (Joint Investigation Agency). Επίσης, θα υπήρχε μια Ομοσπονδιακή Αστυνομική Ακαδημία και Εθνικό Σύστημα Πληροφοριών Schengen. Η συνεργασία με Interpol και Europol θα γινόταν σε ομοσπονδιακό επίπεδο και η Επιτροπή Συνεργασίας θα αποφάσιζε ποια αστυνομία θα εκπροσωπούσε κάθε φορά την Κύπρο σε διεθνείς αποστολές και συνέδρια.
Η δραστηριότητα των πολιτειακών αστυνομιών περιοριζόταν αυστηρά στα σύνορά τους. Εντούτοις, προβλέπεται το «hot pursuit», δηλαδή η προσωρινή συνέχιση της καταδίωξης ατόμων από αστυνομικά όργανα της μιας πολιτείας στο έδαφος της άλλης για εγκλήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση και που τελέστηκαν εκεί που είχαν δικαιοδοσία.
Οι αστυνομικές δυνάμεις υποχρεούνταν να ανταλλάζουν πληροφορίες, να ενημερώνουν την Ομοσπονδιακή Γενική Εισαγγελία και θα έκαναν κοινές εκπαιδεύσεις όπου ήταν δυνατόν. Οι πολιτειακές αστυνομίες όφειλαν να παρέχουν όποια στήριξη τους ζητείτο από τα ομοσπονδιακά όργανα. Σε περιπτώσεις καταστροφών ή σοβαρής απειλής διασάλευσης της δημόσιας τάξης, μια πολιτειακή αστυνομία μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από τις άλλες δυνάμεις.
Η αριθμητική δύναμη των δύο πολιτειακών αστυνομιών προβλεπόταν στα 700 μέλη συν έξι άτομα ανά χίλιους κατοίκους. Συνεπώς, ο αντίστοιχος αριθμός της «Ελληνοκυπριακής Αστυνομίας» υπολογιζόταν γύρω στα 4.900 άτομα. Προβλεπόταν οπλισμός κατάλληλος για «συνήθη αστυνομικά καθήκοντα».
Κοινή Υπηρεσία Ερευνών
Το Άρθρο 17 προνοούσε τη σύσταση Κοινής Υπηρεσίας Ερευνών. Θα αποτελείτο από εκπροσώπους των δύο πολιτειακών αστυνομιών και της ομοσπονδιακής αστυνομίας, με ισάριθμο αριθμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα αναφερόταν στον Ομοσπονδιακό Γενικό Εισαγγελέα.
Η ΚΥΕ θα ήταν αρμόδια για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και αδικήματα σχετικά με την εθνική ασφάλεια, την κατασκοπία, την προδοσία, την παραχάραξη, την πειρατεία, τη ναυταπάτη, τις απαγωγές, τη διαφθορά και το τεχνολογικό και ηλεκτρονικό έγκλημα υψηλού επιπέδου. Επίσης, θα διερευνούσε παραβίαση των αστυνομικών καθηκόντων από στελέχη των ομοσπονδιακών και πολιτειακών σωμάτων. Η ΚΥΕ θα είχε δικαιοδοσία έρευνας και συλλογής πληροφοριών σε όλη την Κύπρο.
Όπως επισημαίνουν άνθρωποι που είχαν γνώση των διεργασιών εκείνης της περιόδου, τις ημέρες αμέσως πριν το Δημοψήφισμα είχε ζητηθεί από τα στελέχη να υποβάλουν γραπτώς το ενδιαφέρον τους για μετάθεση ή απόσπαση σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Υπήρξε πελώρια σύγχυση για το τι ακριβώς θα γινόταν, ποια θα ήταν η ιεραρχία και αν θα υπήρχε διασφάλιση των εργασιακών κεκτημένων, μισθοδοσίας και κοινωνικών ασφαλίσεων.
Το Αρχηγείο των ομοσπονδιακών Σωμάτων Ασφαλείας φημολογείται πως θα βρισκόταν στο παλιό Αεροδρόμιο Λευκωσίας, το οποίο βρίσκεται σήμερα στη Νεκρή Ζώνη υπό τον έλεγχο της UNFICYP.
Μεταβατική Αστυνόμευση UNPOL
Η UNFICYP θα μετεξελισσόταν σε μια νέα ειρηνευτική δύναμη. Τα στρατιωτικά, αστυνομικά και πολιτικά της τμήματα θα ήταν υπεύθυνα για την εφαρμογή της Συμφωνίας. Κατά τα τελευταία στάδια της μεταβατικής περιόδου, όταν θα γίνονταν οι εδαφικές αναπροσαρμογές και θα παραχωρούνταν κατεχόμενα εδάφη στο ελληνοκυπριακό κρατίδιο, η UNPOL (United Nations Police) θα αναλάμβανε προσωρινά τη διοίκηση των περιοχών με πλήρεις εξουσίες. Θα είχε δικαίωμα να δίνει επιχειρησιακές οδηγίες στην τοπική αστυνομία και τοπικούς αξιωματούχους. Θα μπορούσε να απαγορεύει, αν έκρινε αναγκαίο, την παρουσία σε ορισμένους αξιωματούχους σε κάθε περιοχή.
Γιατί η Τουρκία στήριξε το Σχέδιο
Ένας από τους λόγους που η τουρκική στρατηγική πετυχαίνει νίκες εις βάρος του Ελληνισμού, Κυπριακού και υπολοίπου, είναι η επιδερμική γνώση πολλών πτυχών της ιστορίας, της εθνολογίας και της κοινωνιολογίας του λαού αυτού και των ηγετών του. Η σύγχρονη Τουρκία κληρονόμησε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μια μακρά παράδοση κρατικού μηχανισμού, ο οποίος διέθετε ισχυρές και σύγχρονες, ανά εποχή, στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις καθώς και υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών. Επίσης, οι προϊσλαμικοί τους πρόγονοι ήταν εξασκημένοι στην τέχνη του πολέμου από τις συνεχείς κατακτήσεις άλλων λαών. Οι Τούρκοι έχουν την αυτογνωσία πως για να κρατήσουν τα εδάφη που κατέκτησαν, πρέπει να είναι έτοιμοι για θυσίες. Από αυτήν την πεποίθηση πηγάζει και το γνωστό «αιώνιο σύμπλεγμα ανασφάλειας» για το οποίο γράφουν Τούρκοι ακαδημαϊκοί.
Με τα πιο πάνω κατά νουν, δεν είναι τυχαίο που η Τουρκία στήριξε το Σχέδιο Ανάν. Μετά από έκτακτη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, στις 06 Απριλίου 2004, ο Πρωθυπουργός Tayyip Erdogan ανέφερε πως «δεν υπάρχει πρόβλημα» διότι οι στρατιωτικοί ήταν ήσυχοι πως «η διζωνικότητα έχει εγγυήσεις». Αλλά δεν ήταν μόνο ότι ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τον μακρόπνοο στρατηγικό στόχο της διχοτόμησης. Οι Τούρκοι ήταν ευχαριστημένοι πως με το καθεστώς που θα δημιουργείτο δεν θα υπήρχε σοβαρή περίπτωση ανατροπής του στόχου αυτού. Με άλλα λόγια, ήταν σταθερό για τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Ο τότε ΥΠΕΞ, Abdullah Gul, ανέφερε στο «TRT2» (20/04/2004): «Όπως γνωρίζετε, το νησί θα αποστρατιωτικοποιηθεί. Το νησί δεν θα έχει στρατό. Θα έχει μόνο αστυνομικές δυνάμεις».
Στο επτασέλιδο έγγραφο του Υπουργικού Συμβουλίου της Τουρκίας που δημοσίευσε το πρακτορείο «Anadolu» (05/04/2004) και απαριθμούσε όλα τα θετικά του Σχεδίου, υπήρχε εντυπωσιακή έμφαση σε όλα τα θέματα που άπτονται της άμυνας, της ασφάλειας, δικαιοδοσίας και του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Τονιζόταν η κυριαρχία και η αποκλειστική δικαιοδοσία του κάθε κρατιδίου, η ύπαρξη πολιτειακών εδαφικών συνόρων, «ξεχωριστών αστυνομικών οργανισμών» και ομοσπονδιακής αστυνομίας στο πλαίσιο του 50%-50% της πλήρους πολιτικής ισότητας.
Στο κεφάλαιο των εγγυήσεων, η Τουρκία ήταν ευχαριστημένη πως πέραν της στρατιωτικής επέμβασης, «τα συνιστώντα κρατίδια θα απαγορεύσουν τη βία και την προτροπή σε βία κατά της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, των συνιστώντων κρατιδίων ή των εγγυητριών δυνάμεων».
Ο ισχυρός ήταν αυτός που θα αποφάσιζε την επαύριον τι σημαίνει «εθνική ασφάλεια» και «προτροπή σε βία», και πού θα έβαζε τον πήχη της «ρητορικής μίσους» ή της «προδοσίας»…
Αστυνομία & συνομιλίες
Το μέλλον των αστυνομικών δομών της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας παραμένει στο επίκεντρο των μετέπειτα συνομιλιών. Ο Mustafa Akinci, δύο χρόνια μετά το Ανάν, ανέφερε («Vatan», 01/07/2016) πως το προσωπικό θα προέρχεται από «μέλη της αστυνομίας» που υπηρετούν ήδη. Στις συνομιλίες Χριστόφια-Eroglu, σύμφωνα με την «Kibris» (31/10/2011), θα δημιουργούνταν δύο ομοσπονδιακοί θεσμοί για την «εσωτερική ασφάλεια», η «ομοσπονδιακή αστυνομία» με 500 στελέχη και η «κοινή υπηρεσία ερευνών» με 300. Τον Ιούλιο του 2016, σύμφωνα με τη «Σημερινή» (18/09/2016), πραγματοποιήθηκε τόσο στα κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές ειδικό σεμινάριο από την Πρεσβεία των ΗΠΑ για θέματα ομοσπονδιακής αστυνόμευσης, όπου αναλύθηκε και το μοντέλο των πολλαπλών αμερικανικών αστυνομικών σωμάτων. Οι διάφορες μελέτες και προτάσεις συνεχίστηκαν μέχρι και τις συνομιλίες Αναστασιάδη-Akinci στο Crans Montana τον Ιούλιο του 2017.
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής & Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Γιώργος Κέντας, ανέφερε πως το ζήτημα της αστυνόμευσης αποτελεί ένα θεμελιώδες ζήτημα για την εσωτερική τάξη, το αίσθημα ασφάλειας και το κύρος του κράτους. Είναι ένα από τα πιο σοβαρά θέματα γιατί θα έχει να κάνει με τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα του κράτους και αγγίζει πάνω σε βασικές ανησυχίες των πολιτών για το αίσθημα ασφάλειας για οποιαδήποτε λύση. Ειδικότερα για τους πληθυσμούς που θα εγκατασταθούν στο κρατίδιο όπου θα πλειοψηφεί η άλλη κοινότητα, αποτελεί ερώτημα αν θα είχαν πρόσβαση στους σταθμούς σε προσωπικό που θα μιλούσε την γλώσσα τους και θα είχε ενδιαφέρον για τις ανησυχίες τους. Στις συνομιλίες που ακολούθησαν του Σχεδίου Ανάν το ζήτημα συζητήθηκε, αλλά οι σημαντικές λεπτομέρειες δεν έχουν συμφωνηθεί.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Ανδρέας Καπαρδής, ανέφερε πως θα μπορούσε να είχε γίνει καλύτερη προετοιμασία το 2004 και ενδεχομένως να υπήρχε η βιασύνη για κλείσιμο του Κυπριακού, αφού δεν έγιναν μελέτες με βάση διεθνή πρότυπα. Όπως αναφέρει στη «Σημερινή»: Πρώτον, θα χρειαζόταν ένα ικανό μεταβατικό στάδιο για να ελεγχθούν αυτοί που θα θέλουν να υποσκάψουν την λύση, δεύτερο να εξασφαλιζόταν μια ομοσπονδιακή μυστική υπηρεσία πληροφοριών επιφορτισμένη με την ασφάλεια του νέου κράτους και τρίτον να υπάρχει συνεργασία με παρόμοια ομοσπονδιακά σώματα διεθνώς για υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών. Στην Κύπρο, ανέφερε, υπάρχουν ανησυχίες για την ασφάλεια λόγω ιστορικής δράσης ακραίων στοιχείων, και Τούρκων και Ελλήνων. Η Αστυνομία έχει έναν μείζονος σημασία ρόλο να παίξει και εισηγήθηκε ως καλά πρότυπα τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Αυστραλία. Ο κ. Καπαρδής είναι συμπρόεδρος στη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για το Έγκλημα & Θέματα Εγκληματικότητας (TCCCM) από τον Απρίλιο του 2008 που εγκαθιδρύθηκε, η οποία είναι ένα «υβριδικό στάδιο» για «μια μελλοντική ομοσπονδιακή αστυνομία», όπως δήλωσε παλαιότερα («ΚΥΠΕ», 30/07/2015).
Δρ Λάμπρος Γ. Καούλλας
Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Σημερινή» της Κυριακής, στις 03 Μαΐου 2020.