Μελέτη για τα λεοντόψαρα επιβεβαιώνει τις δυσμενείς προβλέψεις που μπορεί να έχει στο φυσικό θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου.

 

Συγκεκριμένα, η μελέτη με τον τίτλο «They are here to stay: the biology and ecology of lionfish (Pterois miles) in the Mediterranean Sea», η οποία διεξήχθη στα πλαίσια του προγράμματος RELIONMED, χρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαικό εργαλείο LIFE, από μια ομάδα διεθνών επιστημόνων από το Εργαστήριο Θαλάσσιας και Περιβαλλοντικής Έρευνας (MER) στην Κύπρο, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Πανεπιστήμιο του Πλύμουθ (Ηνωμένο Βασίλειο) , το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών και το Κέντρο Έρευνας Περιβάλλοντος Enalia Physis (Κύπρος), φέρει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για άτομα που ασχολούνται με το ψάρεμα, κατάδυση και γενικότερα στους λάτρεις της θάλασσας και του βυθού.

Διαβάστε επίσης: Οι «εξολοθρευτές» των τοξικών ψαριών στις θάλασσες της Κύπρου (vids+pics)

Σύμφωνα με τη μελέτη, Λεοντόψαρο, αν και πολύ όμορφο ψάρι, θεωρείται κίνδυνος σε ανυποψίαστους κολυμβητές που κολυμπούν πάνω σε βράχια αλλά και σε ανυποψίαστους δύτες που δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ναυάγια, τεχνητούς και φυσικούς υφάλους. Αυτό οφείλεται στο ότι το ψάρι φέρει δηλητηριώδη αγκάθια στη πλάτη του. Το δηλητήριο δεν είναι υψηλού κινδύνου, αλλά ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αντιδράσει διαφορετικά στο τσίμπημα του.

Επίσης, σε σύγκριση με άλλα εισβολικά ψάρια, το λεοντόψαρο είναι βρώσιμο και η μελέτη ενθαρρύνει την κατανάλωση του, αφού αφαιρεθούν τα αγκάθια.

Επίσης, αν και έγινε μεγάλος σάλος στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για το λεοντόψαρο τα τελευταία δύο χρόνια όσο αφορά στην επικινδυνότητα του στα τοπικά οικοσυστήματα και στη τοπική αλιεία, τα συμπεράσματα αυτά ήταν πολύ γενικευμένα αφού βασίζονταν σε παραδείγματα από τον δυτικό Ατλαντικό Ωκεανό, όπου έγινε και εκεί εισβολή από το λεοντόψαρο, το 1999.

Όμως, για πρώτη φορά η έρευνα αυτή επιβεβαιώνει πολλά απ’ αυτά που έχουν ειπωθεί, όσο αφορά τα δεδομένα της Κύπρου και γενικότερα της Μεσογείου Θάλασσας.

Κάποια βασικά αποτελέσματα και συμπεράσματα:

Το Λεοντόψαρο έχει εξαπλωθεί δραστικά και πολύ γρήγορα γύρω από την Κύπρο από τότε που έχει παρατηρηθεί πρώτη φορά στα τέλη του 2012, και παρουσιάζεται έντονα κυρίως στα ανατολικά του νησιού, σε περιοχές με σκληρό υπόστρωμα, φυσικούς και τεχνητούς υφάλους.

Η διατροφή του αποτελείται από είδη ασπόνδυλων και ψαριών, τα οποία κάποια από αυτά είναι υψηλής οικονομικής και οικολογικής σημασίας. Η αύξηση του πληθυσμού του Λεοντόψαρου στη Κύπρου μαζί με την ευκαιριακή του διατροφή, μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην αλιεία, αλλά και στους τοπικούς θηρευτές (π.χ. ορφός) που τώρα ανταγωνίζονται για τα ίδια θηράματα.

Το δείγμα λεοντόψαρων που έχει παρθεί στην έρευνα (262 ψάρια) αποτελείται από ψάρια διάφορων μεγεθών (από 8 cm μέχρι 37 cm) και ηλικιών (από 0.5 μέχρι 4 χρονών), γεγονός που δείχνει την επιτυχημένη εγκατάσταση τους στο νησί.

Τα θηλυκά λεοντόψαρα ήταν περισσότερα από τα αρσενικά, κάτι που είναι ανησυχητικό δεδομένου ότι ένα αρσενικό μπορεί να ζευγαρώσει με πολλά θηλυκά, προκαλώντας πληθυσμιακή έκρηξη σε ταχύτερο ρυθμό.

Τα λεοντόψαρα στη Κύπρο όπως και αυτά στο δυτικό Ατλαντικό, παρατηρούνται να μεγαλώνουν περισσότερο και γρηγορότερα σε μέγεθος από αυτά του Ινδικού Ωκεανού (Η μητρική τους περιοχή), κάτι που υποδεικνύει την έλλειψη φυσικών θηρευτών και την αφελότητα των τοπικών θηραμάτων προς τον άγνωστο θηρευτή λεοντόψαρο.

Η αναπαραγωγική τους περίοδος εστιάζεται το καλοκαίρι όπου τα νερά θερμαίνονται και παραμένουν ζεστά κατά τη διάρκεια του Αυγούστου.

Το συμπέρασμα της έρευνας δείχνει ότι λεοντόψαρο έχει έρθει για να μείνει, και εμείς πρέπει κρατήσουμε το πληθυσμό του σε χαμηλά επίπεδα μέσω της συνεχής αλίευσης του. Αυτό θα αποτρέψει τις καταστροφικές συνέπειες στη Μεσόγειο Θάλασσα που παρατηρήθηκαν στην οικονομία και οικοσυστήματα του δυτικού Ατλαντικού Ωκεανού.