Σάλος εξακολουθεί να επικρατεί στην επικαιρότητα αναφορικά με την αφαίρεση υπηκοοτήτων από άτομα που πολιτογραφήθηκαν και έλαβαν την κυπριακή υπηκοότητα.

Σύμφωνα με το ΣΙΓΜΑ, στο αυριανό Υπουργικό θα παρουσιαστούν οι τελευταίες εξελίξεις από τον Υπουργό Εσωτερικών σ’ ότι αφορά στον έλεγχο συγκεκριμένων περιπτώσεων από ανεξάρτητους οίκους. Αναμένεται, επίσης, να γίνει αναφορά και στην απόφαση που θα ληφθεί για ανάκληση κάποιων διαβατηρίων. Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες του ΣΙΓΜΑ, η ανάκληση θα αφορά περί τις πέντε περιπτώσεις, σε σχέση με την αυριανή συνεδρία του Υπουργικού.

Το SigmaLive επικοινώνησε με τον νομικό Νικόλα Ιωαννίδη, ο οποίος εξήγησε σε ποιες περιπτώσεις δύναται να ανακληθεί η κυπριακή υπηκοότητα. Με απλά λόγια, αφαίρεση υπηκοότητας δεν μπορεί να γίνει από άτομο, το οποίο δεν διαθέτει διπλή υπηκοότητα. Αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα η υπηκοότητα και νοείται ότι δεν μπορεί κάποιος να μετατραπεί σε ανιθαγενή. Αυτό που, ενδεχομένως, θα πράξει το Υπουργικό θα είναι ανάκληση της πράξης, δηλαδή της παραχώρησης υπηκοότητας σε πρόσωπο που ήδη διαθέτει υπηκοότητα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, το οποίο εξετάζει, σύμφωνα με τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους, όλες τις αιτήσεις για χορήγηση της Κυπριακής υπηκοότητας σε αλλοδαπούς είτε με πολιτογράφηση λόγω της παραμονής τους στην Κύπρο είτε με εγγραφή λόγω του γάμου τους με Κύπριο πολίτη, το 2009 λήφθηκε μια απόφαση για στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας και οκτώ για το 2011.

Τα στοιχεία που δημοσιεύει το Τμήμα αφορούν στην περίοδο 2008 μέχρι το 2012. Για το 2008, το 2010 και το 2012 δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αφαίρεσης της κυπριακής υπηκοότητας.

Την περίοδο Μαΐου – Ιουνίου του 2013, το Υπουργικό συμβούλιο έλαβε απόφαση και ταυτόχρονα εξέδωσε διάταγμα ανάκλησης της κυπριακής υπηκοότητας από Σύρο μεγιστάνα.

Ο Ραμί Μαχλούφ είναι ξάδελφος του Άσαντ και έλαβε κυπριακή υπηκοότητα το 2011. Διέθετε καταθέσεις 17,3 εκατομμυρίων σε κυπριακές τράπεζες, οι οποίες δεσμεύτηκαν γιατί το όνομά του περιλαμβανόταν σε κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσώπων, που αναφέρονταν ως χρηματοδότες του καθεστώτος Άσαντ και σε βάρος των οποίων επιβλήθηκαν κυρώσεις. Σε βάρος του ίσχυαν, επίσης, κυρώσεις που είχαν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες για διαφθορά το 2008.

Η κυβέρνηση του τότε προέδρου Δημήτρη Χριστόφια είχε διορίσει επιτροπή για να εξετάσει την υπόθεση. Με βάση το πόρισμα της επιτροπής, που διαβιβάστηκε στον τότε Υπουργό Εσωτερικών Σωκράτη Χάσικο, έγινε σχετική εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο και λήφθηκε η απόφαση για στέρηση της Κυπριακής υπηκοότητας του εξαδέλφου του Άσαντ και της οικογένειάς του.

Σύμφωνα με τον Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (141(I)/2002),113

(1) Πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας εάν ικανοποιηθεί ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει από οποιοδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, το οποίο είναι πολιτογραφημένο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 111 ή εγγεγραμμένο πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 110 πρόσωπο, την ιδιότητα του πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός-
(α) Μέ έργα ή με λόγια επέδειξε, έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία, ή
(β) σε οποιοδήποτε πόλεμο που διεξάγεται από τη Δημοκρατία παράνομα επιδόθηκε σε συναλλαγή ή επικοινώνησε με τον εχθρό ή επιδόθηκε στη διεξαγωγή ή συμμετείχε σε οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία σε γνώση του διεξαγόταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθήσει τον εχθρό κατά τον πόλεμο αυτό, ή
(γ) μέσα σε δέκα (10) χρόνια από την εγγραφή ή πολιτογράφησή του καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε χώρα σε φυλάκιση για ιδιαιτέρως ειδεχθές αδίκημα ή για αδίκημα που ενέχει ηθική αισχρότητα, νοουμένου ότι η εν λόγω καταδίκη αφορά αδίκημα το οποίο αποτελεί και στη Δημοκρατία αδίκημα το οποίο είναι ιδιαιτέρως ειδεχθές ή ενέχει ηθική αισχρότητα και το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης.

(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, το οποίο είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, την ιδιότητα του ως πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο αυτό διέμενε συνήθως σε ξένες χώρες για συνεχόμενο χρονικό διάστημα επτά ετών και εάν κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού δεν-
(α) Διετέλεσε καθ' οιονδήποτε χρόνο στην υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Διεθνούς Οργανισμού του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος, ή
(β) γνωστοποιούσε κάθε χρόνο, κατά τον καθορισμένο τρόπο, σε Προξενείο της Δημοκρατίας την πρόθεσή του να διατηρήσει την ιδιότητά του ως πολίτη της Δημοκρατίας.

(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αποστερεί οποιοδήποτε πρόσωπο από την ιδιότητά του ως πολίτη σύμφωνα με το άρθρο αυτό εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι δε συντελεί στο δημόσιο συμφέρον όπως το πρόσωπο αυτό εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.

(6) Προτού εκδώσει Διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το Υπουργικό Συμβούλιο δίδει στο πρόσωπο, κατά του οποίου πρόκειται να εκδοθεί τέτοιο Διάταγμα, γραπτή ειδοποίηση με την οποία το πληροφορεί για το λόγο με βάση τον οποίο πρόκειται να εκδοθεί το εν λόγω Διάταγμα. Εάν το Διάταγμα αυτό πρόκειται να εκδοθεί με βάση οποιουσδήποτε από τους καθορισμένους στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου αυτού λόγους, το επηρεαζόμενο πρόσωπο ενημερώνεται ειδικά για το δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτό για να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(7) Εάν το Διάταγμα πρόκειται να εκδοθεί με βάση οποιουσδήποτε από τους καθορισμένους στα εδάφια (2) και (3) λόγους και το επηρεαζόμενο πρόσωπο ζητά τη διεξαγωγή έρευνας, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να παραπέμψει την υπόθεση αυτή στην Επιτροπή Έρευνας, που διορίζεται ειδικά για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η Επιτροπή Έρευνας αποτελείται από τον Πρόεδρο, που έχει αποκτήσει δικαστική πείρα, και τέτοιο αριθμό μελών όπως το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει αναγκαίο.