Το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης ψάλλεται στους ορθόδοξους ναούς το τροπάριο της Κασσιανής. Πρόκειται για μια ποιητική απόδοση του περιστατικού που περιγράφεται στα Ευαγγέλια και έχει να κάνει με την αμαρτωλή γυναίκα που έδειξε τη μετάνοιά της πλένοντας τα πόδια του Χριστού με πολύτιμο μύρο και σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της.
Η Αγία Κασσιανή, γνωστή και ως Κασσία ή Κασσιανή η Υμνογράφος, υπήρξε μία από τις πιο ξεχωριστές μορφές του Βυζαντίου. Έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ., γεννήθηκε γύρω στο 805 στην Κωνσταντινούπολη και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη, κάτι ασυνήθιστο για τις γυναίκες της εποχής, και ξεχώριζε για τη φιλοσοφική και θεολογική της σκέψη.
Διαβάστε επίσης: «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή»
Ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά της ζωής της συνδέεται με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος την συνάντησε σε μια τελετή επιλογής συζύγου ανάμεσα σε πολλές κοπέλες. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά και το πνεύμα της, αλλά την απέρριψε όταν εκείνη του απάντησε με σοφία και θάρρος σε ένα σχόλιό του, δείχνοντάς του πως η αμαρτία δεν βαραίνει μόνο τη γυναίκα, αλλά και τον άνδρα. Μετά από αυτό το περιστατικό, η Κασσιανή ακολούθησε τον μοναχικό βίο.
Η Κασσιανή αφιερώθηκε στη Θεία Λατρεία, τη μελέτη και τη συγγραφή ύμνων και ποιημάτων. Ήταν η πρώτη γυναίκα υμνογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με έργο που διασώθηκε στο πέρασμα των αιώνων. Το πιο γνωστό έργο της είναι ο περίφημος «Ύμνος της Κασσιανής», ο οποίος ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης. Πρόκειται για έναν ύμνο γεμάτο μετάνοια, συγκίνηση και πνευματικό βάθος, εμπνευσμένο από τη γυναίκα της Καινής Διαθήκης που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Χριστού με μύρο.
Η Κασσιανή έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως Αγία και υμνογράφος, αλλά και ως σύμβολο γυναικείας σοφίας, θάρρους και πνευματικής ελευθερίας. Η Εκκλησία την τιμά στις 7 Σεπτεμβρίου.
Το τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Η μετάφραση του τροπαρίου από τον Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά
πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,
η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε,
από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη
και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,
εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.